Αύγουστος, ο μήνας του ξενιτεμένου

Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου

Κουβαλούμε όλοι μας μια ξενιτιά! Ξενιτιά μιας πατρίδας, όταν έχουμε ζήσει και περπατήσει περισσότερες πατρίδες, αναζητώντας το σημείο που μπορεί να μας δέσει με κάτι βαθύτερο, που δεν είναι μόνο ο τόπος και ο χρόνος, αλλά μια ιστορία. Η δική μας προσωπική ιστορία, μια συλλογική με πολλά στοιχεία προγονικών αναστεναγμών και άηχων συλλαβών που ακροβατούν μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου. Πουλιά που λάλησαν στο διπλανό μας δάσος, άνθη που μοσχοβόλησαν στον γνωστό μας λειμώνα, ήλιοι που άστραψαν θριαμβευτικά στα μάτια μας πριν εναποθέσουν τις τε λευταίες τους αναλαμπές στα σκοτεινά μας περάσματα.

«Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα ποτέ μην τραγουδήσω,
μα τώρα για τους φίλους μου και για τους ιδικούς μου
θα ειπώ τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα
για ν’ ακουστώ στην ξενιτιά στα έρημα τα ξένα
ν’ ακούση η γυναίκα μου, ν’ ακούσουν τα παιδιά μου».

Ξενιτιά έχει ο καθένας μας μέσα του. Ιδιαίτερα ο Ηπειρώτης, που λόγω του δύσκολου τοπίου και χώρου του αλλά και την συνέπειά του, αναγκάζε ται, έως και σήμερα, να μεταναστεύει. Σε πολλές και κοντινές ή και μακρινές πατρίδες.
Εκεί είναι που τραγουδά και ταυτόχρονα θρηνεί η ψυχή του. Εκεί είναι που αισθάνεται τον κάμπο του Κρυστάλλη ξενιτιά και την Αθήνα τιμωρία.
Εκεί είναι που επικαλείται κάθε ηπειρώτικο στοιχείο για να τοποθετηθεί στην πατρίδα του πίσω και να αντλήσει τη δύναμη της συνέχειας και του ανασασμού του. Της ελεύθερης πνοής του. Γιατί η πατρίδα δεν είναι μόνο οι εικόνες, οι ήχοι, οι μυρωδιές, τα πρόσωπα, η οικειότητα, το κλαρίνο, αλλά και η ελευθερία της ψυχής.

Πατρίδα είναι εκεί, όπου αισθάνεσαι ελεύθερος. Πατρίδα είναι εκεί, όπου ίπτασαι και πετάς, πατρίδα είναι εκεί, όπου χα μογελάς και κλαις. Πατρίδα είναι η πασχαλιά, το αεράκι, η κρήνη, η κορυφή της ψυχής σου…

«Στὰ ξένα δὲν aνθίζουνε την Άνοιξη τα δέντρα,
και δεν λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ὁ ήλιος,
δε φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ὁ κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμὶ πικραίνει!»
Κώστας Κρυστάλλης

Στην ξενιτιά όλα είναι βαριά και δύσκολα, η ζωή, ο βηματισμός, η μνή μη, η προσδοκία, η αγάπη και ο έρωτας, τα πάντα είναι μια φυλακή. Και υπάρχει η προσδοκία της πατρίδας που σε καρτερά, να σε αγκαλιάσει, να σε νανουρίσει, το χάδι και ο λόγος της μητέρας, η ευτυχία της πίκρας του καλωσορίσματος και του αποχωρισμού. Μνημονικοί τόποι γεμάτοι αισθήμα τα και προσευχές ελπίζοντας όλοι μας σαν τον Οδυσσέα πως οι πόρτες της πατρίδας μας θα βρεθούν ανοιχτές, διάπλατες και οικείες.
Αν χαθεί η αναγνωρισιμότητα, η οικειότητα, η γλώσσα και το τραγούδι, έχουμε χάσει την πατρίδα μας…

«Καλέ ξενιτεμένε μου, γράφε μου να μαθαίνω
στέλνε μου κι άγραφτο χαρτί, και γω καταλαβαίνω».
Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Χρ. Τούμπουρου, “Τραγουδώντας την ξενιτιά.” Εκδ. Πέτρα.