Γενναίος Θεοδώρου Κολοκοτρώνης
Ο γενναίος αγωνιστής στη σκιά του πατέρα του
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Ο γιός του Γέρου του Μοριά Γενναίος Κολοκοτρώνης (1804 – 1862) ήταν εκ των σημαντικοτέρων αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, που έζησε κοντά και στη σκιά του μεγάλου ήρωα πατέρα του. Νεαρός στην ηλικία – μόλις στα δέκα επτά του χρόνια – και παρά τη συμβουλή του πατέρα του να μην πολεμήσει, λόγω του νεαρού της ηλικίας του και της ασθενικής του φύσης, εκείνος μαζί με τον αδελφό του Πάνο μπήκαν στη φωτιά.
Το όνομά του ήταν Ιωάννης. Γενναίος ονομάστηκε κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς, μετά τη μονομαχία του με θηριώδη οπλισμένο Άραβα, που είχε φήμη ότι σκότωνε αμάχους και αιχμαλώτους χριστιανούς. Ο Ιωάννης τον αφόπλισε, τον αιχμαλώτισε και τον πήγε στο στρατόπεδο των Ελλήνων στα Τρίκορφα, όπου και τον παρέδωσε στον πατέρα του. Το κατόρθωμα αυτό από έναν νέο άνδρα ισχνής μάλιστα σωματικής διάπλασης θαυμάστηκε από τους συμπολεμιστές του, που του απέδωσαν το τιμητικό όνομα Γενναίος. (Βλ. σχ. Απομνημονεύματα Γενναίου Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Β. Δασκαρόλη «Γενναίος Κολοκοτρώνης – Ο έφηβος οπλαρχηγός του 1821», Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2021, σελ. 56).
Ο Ιωάννης – Γενναίος, όπως και τα άλλα παιδιά του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, από νωρίς πήρε από τους γονείς του αγωγή να αγαπά τον Χριστό και την Πατρίδα. Τα στοιχειώδη γράμματα εξέμαθε στη Ζάκυνθο από τον εκ Δημητσάνης μοναχό Δανιήλ Παναγιωτόπουλο. Ανώτερα μαθήματα διδάχθηκε από τον Μαρτελάο και τον Παπά Θεοδόσιο. Ο Μαρτελάος, παλαιός επαναστάτης, του δίδαξε πλην των Ελληνικών και την Λατινική και Ιταλική φιλολογία. Επίσης παρακολουθούσε με τους γονείς του και τα αδέλφια του τις από άμβωνος εξαιρετικές ομιλίες του Μαρτελάου, μαζί με πολύ ακόμη κόσμο. Ο Μαρτελάος υπήρξε επίσης δάσκαλος του Διονυσίου Σολωμού και του Ούγκο Φώσκολου, εκτιμούσε δε βαθιά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Ένα δημοτικό τραγούδι γράφει για ένα διάλογο του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη με τον Γενναίο στη Ζάκυνθο, που δείχνει τον πόνο του για την σκλαβωμένη πατρίδα: – Τι έχεις πατέρα μου και κλαις και βαρυαναστενάζεις; – Γλέπω τη θάλασσα πλατειά και τον Μωρηάν αλάργα. Με πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι…». ( Τάκη Χ. Κανδηλώρου «Ο Αρματωλισμός της Πελοποννήσου 1500 – 1821», Εν Αθήναις, Τυπογραφείον Δεναξά και Σία, 1924, σελ. 437-439).
Από τα ίδια τα Απομνημονεύματά του και από μαρτυρίες άλλων αγωνιστών ο Γενναίος Κολοκοτρώνης φαίνεται ότι μπορεί να ανυψώθηκε νεότατος στην στρατιωτική ηγεσία, όμως ο ηρωισμός του στις μάχες απέδειξε ότι δεν ήταν χαριστική η εμπιστοσύνη που του έδειξε ο πατέρας του. Μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Γενναίο και ηρωικός επίσης στις μάχες ήταν ο χαρισματικός πρωτότοκος αδελφός του Πάνος, που ήταν μορφωμένος, έξυπνος και γενναίος. Ατυχώς για την Επανάσταση τον δολοφόνησε η φατρία των Μαυροκορδάτου, Κουντουριώτη και Κωλέττη κατά τον εμφύλιο.
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης αγωνίστηκε σε όλες τις μάχες με τον πατέρα του και σε όσες εκείνος τον απέστειλε, όπως και τον Πάνο. Στη νεκρολογία του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, που έγραψε η πολιτική εφημερίδα «Ο Αιών» αναφέρεται σχετικά: «Ιδού ο μέγας της Επαναστάσεως πολίτης, πάντοτε αποβλέπων προς την ελευθερίαν της Πατρίδος…και πάντοτε χαίρων όλου του λαού την ειλικρινή αγάπην. Πατέρα τον ωνόμαζεν ουχί μόνη η Πελοπόννησος αλλά και αι Νήσοι και η Στερεά, υπέρ των οποίων απέστειλε πολλάκις (1821, 1822, 1825 και 1827 ) τους υιούς του Πάνον και Γενναίον». (Εφημ. «Ο Αιών», αρ. φ. 417, 10 Φεβρουαρίου 1843, και «Τα κατά την κηδείαν του Μακαρίτου Θεοδ. Κολοκοτρώνη» (Συμπληρωμένο ανάτυπο του 1843, Επιμέλεια – συγγραφή Γ.Δ.Κουρκούτας, Εκδ. Πελασγός, Αθήνα, 2021, σελ. 80).
Με τη στρατιωτική διαγωγή και με τη γενναιότητα που επεδείκνυε στις μάχες ο Γενναίος Κολοκοτρώνης είχε αποκτήσει την εκτίμηση ακόμη και των αντιπάλων του πατέρα του. Ένας από αυτούς, ο Ανδρέας Λόντος σε επιστολή του προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη έγραψε: «Πόσον έκαμε το χρέος του ο Γενναίος είναι περιττόν να σας κάνω περιγραφήν επειδή τον γνωρίζετε…». Σε επιστολή του προς την κυβέρνηση ο Ανδρέας Ζαΐμης, άλλος αντίπαλος του Θεοδ. Κολοκοτρώνη, ζητούσε όσοι έμεναν άπραγοι μέσα στα τείχη του Ναυπλίου να ενταχθούν στο ένοπλο σώμα του «αξίως καλουμένου Γενναίου Κολοκοτρωνίδου». Ακόμη και ο Ιμπραήμ θεωρούσε τον Γενναίο τη σοβαρότερη απειλή εναντίον του και για το λόγο αυτόν επιζητούσε την πάση θυσία κύκλωση και αιχμαλωσία του. (Βλ. σχ. Ιωάννη
Β. Δασκαρόλη «Γενναίος Κολοκοτρώνης», Εκδ. Παπαζήση, σελ. 143 – 144).
Η στρατιωτική αξία του Γενναίου Κολοκοτρώνη φάνηκε κυρίως κατά τον πόλεμο εναντίον του Ιμπραήμ. Η φατρία που κυβερνούσε και κρατούσε φυλακισμένο τον πατέρα του έδειξε ανικανότητα στρατιωτική και ο Ιμπραήμ αλώνιζε. Τότε και μπροστά στην κατακραυγή του λαού η κυβερνητική φατρία αναγκάστηκε να απελευθερώσει τον Γέρο του Μοριά για να αντιμετωπίσει την κατάσταση… Τα πράγματα ήσαν εξαιρετικά δύσκολα, όμως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μαζί με τον Γενναίο και άλλους οπλαρχηγούς κράτησαν ζωντανή την Επανάσταση.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1825 ο Ιμπραήμ εκστράτευσε πανστρατιά στην Επαρχία Μιστρά, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα στην επαρχία αυτή. Ο Κολοκοτρώνης ήταν στην Αργολίδα και όταν έμαθε την εκστρατεία του Ιμπραήμ διέταξε το υπό τον Νικηταρά και τους άλλους οπλαρχηγούς στράτευμα να κινηθεί κατά το Γεωργίτσι και την Καστανιά, χωριά στα δυτικά της Επαρχίας, και να κτυπήσουν εκεί τα αποσπάσματα του Ιμπραήμ. Ταυτόχρονα διέταξε το στρατόπεδο των Βερβένων και του Αγίου Πέτρου, υπό τους Λόντο, Κανέλλο Δεληγιάννη, Νοταρά, Γενναίο και Χατζή – Μιχάλη να τραβήξουν στην ανατολική πλευρά της Επαρχίας, κατά τις θέσεις Μπασαρά, Βαμβακού και Βέροια.
Ο Θεόδ. Κολοκοτρώνης πέρασε από την Αργολίδα στο Λεωνίδιο και ενώθηκε με τα αναφερθέντα στρατεύματα. Ενωμένοι οι Έλληνες ενεπλάκησαν σε μάχες με τους Τουρκοαιγυπτίους στα χωριά Κοσμά, Γεράκι και Μαρί και τους ενίκησαν, ανακουφίζοντας έτσι τους κατοίκους των περιοχών αυτών που προηγουμένως είχαν λεηλατηθεί από τον Ιμπραήμ… (Φωτάκου «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Εκδ. Νέο – Ιστορικής Βιβλιοθήκης, Αθήναι, 1955, Τόμος 4ος, σελ. 592-593).
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης ήταν, όπως ο πατέρας του, στη δυσμένεια της Αντιβασιλείας. Όμως ο Όθωνας τον έκανε υπασπιστή του κα υποστράτηγο. Eκείνος του έμεινε πιστός έως την εξορία του και πήγε μαζί του στην Ιταλία. Τον Μάϊο του 1862 για λίγους μήνες ανέλαβε πρωθυπουργός. Τον δέχθηκε πλησίον του και ο νέος βασιλιάς Γεώργιος Α΄, τον οποίο εκπροσώπησε στον γάμο του διαδόχου της Ρωσίας. Σύζυγός του ήταν η Σουλιώτισσα Φωτεινή Τζαβέλλα και απέκτησε μαζί της επτά παιδιά, δυο γιούς, τους Θεόδωρο και Κωνσταντίνο και πέντε θυγατέρες. Απεβίωσε στις 23 Μαΐου 1868 από ανίατη ασθένεια.-