Για την μνήμη- και τον άλλον
Γράφει ο Νίκος Μπιλανάκης
Η μνήμη, όπως και η αίσθηση του χρόνου, δεν είναι προεγκαταστημένη στον νού του ανθρώπου. Στην αρχή, όλα είναι άχρονα και ο χρόνος δεν έχει ακόμα χωρισθεί σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Όλα βιώνονται σε ένα συνεχές, αιώνιο παρόν. Στην άχρονη αυτή φάση, το κάθε ανθρώπινο βρέφος βρίσκεται σε μια κατάσταση παραδείσιου συγκυτίου με την μητέρα του, διαπλέοντας ακόμα τη χώρα εκείνη όπου όλες οι ανάγκες και όλες οι επιθυμίες γεννιούνται, συνοδευόμενες από την ικανοποίηση τους, που συμβαίνει αυτοστιγμή.
Η συνακόλουθη εξέλιξη κάθε ανθρώπου συντελείται μέσω του διαχωρισμού του, της διάκρισης του από το ενωτικό συγκύτιο με τη μητέρα, και της εξορίας του από τον παράδεισο. Διαχωρισμός και εξορία που δημιουργεί απώλεια και εγγράφει απουσία και έλλειψη στον νεογέννητο άνθρωπο. Έλλειψη, που συνειδητοποιείται όταν η μητέρα άλλοτε θα ικανοποιεί, και άλλοτε θα ματαιώνει τις επιθυμίες του βρέφους. Η διαδοχή αυτών των ικανοποιητικών και ματαιωτικών γεγονότων είναι που θα προκαλέσει, όμως, την εκκίνηση της εμπειρίας του εαυτού και των ορίων του, του άλλου και της διαφοροποίησης από αυτόν. Και εν τέλει του ίδιου του χρόνου αφού η απαρτίωση αυτών των εμπειριών, θα οδηγήσει το ανθρώπινο βρέφος στην αναγνώριση του παρελθόντος ως μνήμης, της προσδοκίας ως μέλλοντος αλλά και της ενεστώσας περιόδου ως διακριτό παρόν. Με αυτό τον τρόπο, οι ενστικτώδεις βιολογικές ανάγκες του βρέφους, που είτε ικανοποιούνται είτε ματαιώνονται, θα μετασχηματιστούν σε ψυχολογικές και θα συντελέσουν στη δόμηση του βρεφικού Εγώ αλλά και στην εκκίνηση της μνήμης, που θα εμπεριέχει τον χρόνο.
Η μνήμη, λοιπόν, θεμελιώνεται, και εκκινεί ο χρόνος του ανθρώπου, χάριν της πρώτης συνάντησης του με τον πιο σημαντικό Άλλον, την μητέρα του. Αργότερα, στην πορεία της ζωής του, το ανθρώπινο όν θα συναντήσει πολλούς άλλους ανθρώπους, θα περπατήσει πολλούς τόπους και θα διαπραγματευτεί πολλές ιδέες. Οι συναντήσεις του αυτές, η αλληλεπίδραση του με τους άλλους και το περιβάλλον, όλο αυτό το βιωμένο υλικό θα καταχωρηθεί στον νού του, εμπλουτίζοντας την μνήμη του. Η μνήμη, πάντα προσωπική, θα εμπεριέχει όσα συνέβησαν σε αυτές τις συναντήσεις, θα μαρτυρεί τον παρελθόντα χρόνο του.
Η μνήμη όμως δεν εμπεριέχει απλά το παρελθόν. Η μνήμη έχει το επιπλέον χρέος να νοηματοδοτήσει το παρελθόν, κάνοντας τον εγκλεισμένο σε αυτό χρόνο, να αποκτήσει νόημα. Η μνήμη αποτελεί ένα διαρκές εργοτάξιο μέσα στο οποίο το άτομο εγγράφει και δομεί τις αναμνήσεις του, τις ανακαλεί και ερμηνεύει τις νοηματικές συνηχήσεις και αντιφάσεις αυτών των μαρτυριών, συλλαμβάνοντας τα τυχόντα κενά και εξηγώντας τα ανεξήγητα. Στη διαδικασία αυτή δεν ανακαλούνται απλά από μια τράπεζα παρελθούσης μνήμης, με τρόπο παθητικό, κάποια θραύσματα βιωμένης πραγματικότητας, αφού αυτά επαναφερόμενα, ερμηνεύονται και έτσι αλλοιωμένα και πλέον νοηματοδοτημένα, εναποτίθενται πάλι πίσω στις μνημονικές κρύπτες τους, που πλέον δεν εμπεριέχουν μόνο ράκη παλαιών εμπειριών αλλά και τμήματα νεο-ανασκευασμένων εμπειριών. Με την ανάμνηση επαναμορφοποιούμε τα στοιχεία της μνήμης μας σε περίπλοκες κατασκευές που εμπεριέχουν και βιωμένο υλικό και κατασκευασμένα “άλλοτε” και “αλλού”, έτσι που όλα μαζί να δένουν και να νοηματοδοτούν το ιστόρημα της ζωής μας, να οδηγούν σε ένα συμπέρασμα και να αποτελούν την δική μας αλήθεια.
Το μέλλον μετασχηματίζεται σε παρόν, το εφήμερο παρόν δημιουργείται και ταυτόχρονα αποχωρεί και όλα μετασχηματίζονται σε παρελθόν, και όλαν πρέπει να φυλάσσονται στη μνήμη μας. Η μνήμη μας, όμως, σαν κάθε νοητική λειτουργία, υπόκειται στην φθορά της ύλης που εδράζεται. Η αρτιμέλεια και η λειτουργικότητα της μνήμης μας, είναι μοιραίο, συνεχώς απειλείται! Η μνήμη όμως είναι άκρως απαραίτητο να διαφυλαχθεί άθικτη, όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, για να μπορέσει να διαδραματίσει τον σημαντικό της ρόλο, να επιτρέψει δηλαδή στον άνθρωπο που την κατέχει να στηριχτεί σε αυτήν και να συνεχίσει να θρώσκει, να εκτυλίσσεται προς τα πάνω σαν κισσός, περιελισσόμενος τριγύρω της Η απάλειψη της μνήμης ενός ατόμου σημαίνει απάλειψη του διαφυλασσόμενου εντός της χρόνου και ευθεία αμφισβήτηση του ιδιωτικού του χώρου. Και απώλεια της αληθείας του. Πόσο ένας άνθρωπος, αλήθεια, παραμένει ο ίδιος άνθρωπος όταν φτάνει να ξεχάσει τους ανθρώπους, τους τόπους και τις ιδέες που τον έφεραν ως εδώ; Από πόση λησμονιά και πάνω παύει ο άνθρωπος να είναι αυτός που ήταν;
Αν εγώ ξεχάσω τους άλλους, κάτι που σε απόλυτο βαθμό θα συμβεί όταν εγώ σταματήσω να ζώ, τότε αυτοί θα πάψουν να υπάρχουν, έστω σαν (μετα)φερόμενη από εμένα μνήμη. Απαλείφονται και χάνονται και οι άλλοι, αν πάψω εγώ να τους θυμάμαι και σαν περιουσιακό φορτίο να τους κουβαλώ! Η μνήμη λοιπόν αποτελεί διαδικασία που μεταφέρει τους άλλους. Και όσο αυτοί θα υπάρχουν, ως μνήμη μου, τόσο και εγώ που τους μεταφέρω, θα συνεχίσω να υπάρχω. Αν αυτοί πάψουν να υπάρχουν, πως θα συνεχίσω να υπάρχω εγώ;
Αν κάποιος ξεχαστεί από τους άλλους, τούτο θα σημάνει ότι δεν υπήρξε ποτέ. Η ολοκληρωτική απάλειψη της μνήμης της ύπαρξης ενός προσώπου, με την καθολική διαγραφή των μαρτυριών που βεβαιώνουν την ύπαρξη του, αποτέλεσε εξ άλλου την αυστηρότατη τιμωρία που επέβαλλε κάποτε η Σύγκλητος της αρχαίας Ρώμης στους τρομερότερους των παραβατών του νόμου, και λεγόταν «καταδίκη μνήμης» (damnatio memoriae).
Υπάρχεις όσο σε μνημονεύουν οι άλλοι και αυτοί υπάρχουν όσο εσύ τους μνημονεύεις! Η μνήμη σου εμπεριέχει την αλήθεια σου αλλά το κλειδί της το χουν πάντα οι άλλοι!