«Διάλογος»

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

-Στη χαλατσούκα, το παλιόσπιτο του Κωσταντή, σμίχτ’καν τα παρασάνταλα και δόστου χάλεμα ο Κότσιος, μόλις χαλέπωσε, σήκωσε τα πόδια εκείνο το παλιοχαλέπιτο, η Βασίλω. Έγινε χαμός απ’ τις μπαζοβγαινούλες κι αλίμονο και χαλασιά τ’ς άμα το μάθ’ η μάνα τ’ς. Θα τ’ς κρεμάσ’ το τομάρ’ στη σκιά.

-Τι μ’ λες; Καλά έγιναν τέτοια πράγματα και δεν το πήρα χαμπ΄ρ’; Ντιπ μπροστά στα μάτια μας; Μια χαψιά τόπος είναι μέχρι τ’ν καλύβα.
-Και δυο και εκατόν δυο χαψιές να ήταν, άμα την βαρέσ’ στο κεφάλ’ θέλ’ πολύ; Ούι μανούλα μ’ ούι. Μια και δυο διάβ’κε για να την ποτίσ’ ο μουστερής. Άμα είναι ξερ’κό το χωράφ’ διψάει πολύ για νερό. Και το λίγο και την κατεβασιά πνίγ’.
-Είναι νταβραντισμένος ο Κότσιος. Το ‘πνιξε στο νερό το χωράφ’.
-Μπα, κι αυτή δεν πάει πίσω. Την ξέρω εγώ. Μεγάλ’ κωλοσούσα. Θα σειόταν και λυγιόταν μπροστά τ’. Πολύ ήθελε έπειτα ο Κότσιος; Δεν ήθελε.
-Πολύ, ξεπολύ τη δ’λειά τ’ έκανε. Μη νομίζεις τοχ’ χορτάτο το χαμπέρ’ της.

-Τι να σ’ πω. Την παντρολογούσα με τον Βασίλ’ τον λεβέντ’, το καρποστάλ’ του χωριού κι αυτή έκανε πως δεν τον ήθελε..
-Τον ήθελαν όμως όλες οι γ’ναίκες του χωριού, παντρεμένες και ανύπαντρες, σαν λιμασμένες έκαναν.
-Δεν τον ήθελε λέει γιατί δεν είχε μαλλιά στο κεφάλ’. Τι να της έλεγα;
-Να της έλεγες πως εκεί που χρειάζονταν -από κάτω- είχε τούφες μαλλιά. Ολόκληρ’ βελέτζα θα έφκιανε. Θα τλουπώνονταν καλά και θα θαραπαύονταν στη ζέστη.
– Αυτά π’ λες. Αμ, εκείν’ η Θανάσω που έδιωξε τον Μήτρο και πήρε εκείνο το ζαβζέκ’, τάχα πως δεν είχε έχος ο Μήτρος. Τόσα μπλάρια είχε ο πατέρας της.
-Μπα, μπλάρ’ ήταν κι αυτό. Δεν έκανε για παντρειά. Από πίσω απ’ το βρακί τ’ς μάνας του θα είναι πάντα κολλημένος. Ρούπ’ παραπέρα!

-Τι λες; Και τώρα πού είναι αυτός;
-Τον χαζοπαντρεύουν στην Αθήνα. Μπορεί να μας φέρ’ και καμιά φλοκαρισμέν’ εδώ και να γιλάσ’ και το παρδαλό κατσίκ’.
-Δε στέκεται χαμπέρ’Αθηναίικο εδώ. Θα σ’κωθεί και θα φύγ’. Θα μείν’ ο Μήτρος με το μπρέλ’ στο χέρι.
-Τι μ’ λες; Μαθ’μένος είναι. Μ’ φαίνεται πως φυστοκούμπουρο έχ’. Δεν καν’ χωριό με τέτοιο. Θέλ’ βαρβάτ’ μανιβέλα.
-Και τώρα να πούμε και τα δ’κά μας. Φτάν’ μη γίνουμε και κουτσομπόλες! Δεν μας νοιάζ’ εμάς για τον άλλο κόσμο. Εμείς κ’τάμε το κατ’κιό μας.
-Έτσι είναι. Καλά τα λες.

-Δε μ’ λες; Εκείνο το παιδί του αγωγιάτ’, ο Γιώργος είναι καλό παιδί, εργατικό, από καλή φαμπλιά και με έχος. Τι λες; Να σιάξω προξενιό; Ταχιά να γίν’ κι ο γάμος.
-Να κάτσεις στ’ αυγά σ’. Η κοπέλα η δ’κιά θα πάρ’ δάσκαλο. Μόλις τελειώσ’ ο Νίκος του μυλωνά εκεί στη Βελά, θα την παντρέψουμε.
-Ούχ μανούλα μ’. Ώσπου να τελειώσ’ αυτός δάσκαλος, και έρθ’ καταδώ θα τόχ’ στο μούσκιο τόσα χρόνια; Θα σαπίσ’. Μπρέσκλα θα γίν’.

-Άει να χαθείς από κει παλιοκουτσουμπόλα που θα πεις χελώνα το δ’κό μ’ το παιδί. Είναι φεγγαροπρόσωπη, καρποστάλ’ αληθινό.
-Έτσι που τη θέλ’ς εσύ θα την έχεις να φέγγ’ μόνο το βράδ’. Φέξε μας και γλίστρησε τότε… Βάλτην και στο ράφ’ να μπαγιατέψ’ για τα καλά. Κι άμα βρεις γαμπρό, να αλληθωρίσω εγώ.
-Α, να χαθείς παλιοκουσκουσούρα…
(Τα άκουσα, τα άκουσα πριν από πενήντα και… χρόνια. Τα θυμάμαι, τα θυμάμαι. Ξεχνιούνται αυτά;)

Και για να συνεννοούμαστε…
χαλιατσούκα: πρόχειρη καλύβα, το παλιόσπιτο
παλιοχαλέπιτο: το χάρβαλο, το ερείπιο. Μεταφορικά ο άχρηστος άνθρωπος.
χαμπέρι: το γεννητικό όργανο της γυναίκας
μπρέλ’: το αιχμηρό απόκομμα θάμνου, αλλά και μεγάλο αγκάθι. Μεταφορικά: το γεννητικό όργανο της γυναίκας
φυστοκούμπουρο: κοντόκαννο εμπροστογεμές όπλο. Λειτουργούσε όπως και η φύστα, αλλά είχε μικρότερο βεληνεκές.
παλιοκουσκουσούρα: η κουτσουμπόλα. Αρχηγός.)