Ζωές άδειες και αποξεχασμένες

Γράφει ο 
Νίκος Μπιλανάκης*

Τις βλέπω από την κάμερα που πρόσφατα εγκαταστήσαμε στο σπίτι, για να μπορούμε να επιβλέπουμε όλες τις ώρες του εικοσιτετράωρου τη μητέρα της γυναίκας μου. Βλέπω τη Χρύσα, τη μητέρα της, και την Αλίνα, την φροντίστριά της. Αν δεν ξέρεις ποια είναι ποια, κινδυνεύεις να μην τις ξεχωρίσεις. Μοιάζουν ολόιδιες έτσι που στέκονται και οι δύο ακίνητες, καρφωμένες και έξω λες από τον χρόνο, με έκφραση παγωμένη να κοιτούν προς το ίδιο σημείο, λες και δεν έχουν καμία σχέση με τα διαδραματιζόμενα στο δωμάτιο ή έξω απ’ αυτό.

Η Αλίνα, η φροντίστρια, σηκώνει εξήντα δύο χρόνια κούρασης και ογδόντα δύο κιλά λύπης. Κατάγεται από τη Γεωργία. Ζούσε ήσυχα σε ένα μικρό χωριουδάκι κοντά στην Τιφλίδα με την οικογένειά της, τον σύζυγο και τα δυο της παιδιά, όταν το 2002, το ένα απ’ αυτά, η κόρη της, αρρώστησε και έπρεπε να χειρουργηθεί στο εξωτερικό, στην Τουρκία μάλλον όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν οι Γεωργιανοί. Επειδή δεν μπορούσαν να καλύψουν το οικονομικό κόστος της επέμβασης, η Αλίνα αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό, οπουδήποτε, να κάνει οποιαδήποτε δουλειά έβρισκε, να καταφέρει να μαζέψει τα λεφτά που χρειάζονταν για να σωθεί το παιδί της. Το ίδιο πράγμα άλλωστε έκαναν εκείνο τον καιρό πολλοί άλλοι συμπατριώτες της, φεύγοντας από τη χώρα, αναζητώντας τα οικονομικά μέσα, για να μπορέσουν να επιβιώσουν οι ίδιοι και οι δικοί τους. Βρήκε εύκολα έναν μεσάζοντα, που τη συνέστησε σ’ ένα κύκλωμα διακίνησης, που ανέλαβε να τη μεταφέρει στην Ελλάδα έναντι χιλίων πεντακοσίων δολαρίων. Έτσι κι έγινε. Στην αρχή πήγε Τουρκία, μετά Κωνσταντινούπολη και από εκεί, αφού πέρασε με τα πόδια παράνομα τον Έβρο, βρέθηκε στην Ελλάδα. Από την Αλεξανδρούπολη κατευθύνθηκε γραμμή για την Άρτα. Είχε μια μακρινή θεία εκεί, που δούλευε ήδη τρία – τέσσερα χρόνια, φροντίζοντας μεγάλους ανθρώπους, και αυτή τράβηξε την Αλίνα κοντά της. Αμέσως βρέθηκε και για την ίδια μια παρόμοια εργασία. Από τότε, από το 2002, ξεκίνησε να εργάζεται φροντίζοντας γέρους, και στην ίδια δουλειά παρέμεινε μέχρι τώρα. Είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια. Σε μια πόλη που ακόμα δεν περπάτησε. Σε μια πόλη που δεν γνώρισε κανέναν άλλον άνθρωπο, πλην της μακρινής θείας και των συγγενών των γερόντων που φρόντιζε. Δουλεύοντας είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, μένοντας συνέχεια στα σπίτια των γερόντων αυτών. Διαθέσιμη κάθε ώρα και λεπτό της ημέρας και της νύχτας, να παραστέκεται σε αυτά «τα πλάσματα με το ολάνοιχτο σαν τσέπη στόμα και τα μάτια με το κίτρινο ασπράδι, που κάποτε θα ήταν κι αυτωνών διάφανο και δροσερό σαν αμυγδαλανθός» όπως λέει η Καρυστιάνη. Μην παίρνοντας ρεπό, δεν τα χρειαζόταν, δυο ώρες μια φορά τον μήνα ήθελε μόνο, να βγαίνει για να πηγαίνει μέχρι το Ταχυδρομείο και να ταχυδρομεί στην οικογένειά της τα λεφτά που έβγαζε. Και με αυτό τον τρόπο, κατάφερε όλο αυτόν τον καιρό να ξοφλήσει τα χρήματα που χρωστούσε στον διακινητή, μάζεψε και τα λεφτά που χρειαζόταν για την εγχείρηση της κόρης της. Αλλά όταν ήταν να γυρίσει πίσω στο χωριό της στη Γεωργία, αρρώστησε ο άντρας της και χρειάστηκε να κάτσει ακόμα λίγο, να μαζέψει και για αυτόν το απαιτούμενο ποσόν. Έτσι πέρασαν τα χρόνια, τόσα χρόνια. Πάντα στην Άρτα, κάνοντας την ίδια δουλειά. Και την ίδια διαδρομή ως το Ταχυδρομείο. Αλλάζοντας μόνο σπίτια και γέρους, που όλοι είχανε άνοια. Κι όταν πέρυσι ήρθε ο γιος της να την επισκεφτεί στην Άρτα, κατάλαβε ότι είχαν περάσει πάρα πολλά χρόνια, αφού ένιωσε πως δεν ήξερε πλέον το παιδί της. Δεν ήξερε τι φαγητό του άρεσε, τι τσιγάρα κάπνιζε, τι μουσική άκουγε, τι χρώμα μαλλιών προτιμούσε να έχουν οι κοπέλες του… Και αφού κι η κόρη της είχε παντρευτεί κι είχε πάει στο δικό της σπίτι κι ο άντρας της είχε στο μεταξύ πεθάνει, αποφάσισε να παρατείνει εδώ τη διαμονή της, λίγα χρόνια ακόμα και να γυρίσει μια και καλή στο χωριό της όταν θα ‘παιρνε τη σύνταξη της. Αλλά μέχρι τότε το ‘χε αποφασισμένο, μια φορά τον μήνα θα πήγαινε στο Ταχυδρομείο, σχηματίζοντας στον δρόμο με την διαδρομή αυτή ένα ομφάλιο λώρο, για να την κρατά ζωντανή!

Η Χρύσα είναι η μητέρα της γυναίκας μου. Είναι εβδομήντα τεσσάρων χρόνων κι είναι ήδη εννέα χρόνια στην άνοια. Αλτσχάιμερ είπανε οι γιατροί. Στο παρελθόν ήτανε μια δυνατή γυναίκα. Απ’ όταν γνώρισε τον άντρα της, τον στέριωσε και μεγάλωσε με αγάπη και φροντίδα τα παιδιά τους. Συνεισέφερε και στα οικονομικά της οικογένειας, στην αρχή δουλεύοντας με το κομμάτι φασόν στο σπίτι, καθαρίστρια σε μια επιχείρηση αργότερα. Ήταν καλά μέχρι πριν από δέκα χρόνια που άρχισαν τα πρώτα προβλήματα. Στην αρχή ξεχνούσε τι είχε φάει μόλις την προηγούμενη, τα παλαιά τα θυμόταν όλα, δυσκολευόταν να βρει κάποιες λέξεις, κάποια στιγμή χάθηκε γυρίζοντας από το μανάβικο. Τα πράγματα γίναν όμως πολύ χειρότερα απ’ όταν έπαθε το εγκεφαλικό, παροδικό ευτυχώς! Από τότε δεν μαγείρευε πια, αφού είχε ξεχάσει τις συνταγές των φαγητών, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει μια συζήτηση γιατί δεν θυμόταν τι είχε ειπωθεί από τους συζητητές, δυσκολευόταν να χειριστεί το σώμα της και σκουντουφλούσε στα έπιπλα ή σταμάτησε να ανεβαίνει σκάλες. Τελευταία, οι λέξεις δεν υπήρχαν για αυτήν όπως υπήρχαν για τον υπόλοιπο κόσμο. Είτε θα παρέμενε στη σιωπή, είτε θα έλεγε μια μόνο λέξη, π.χ. τη λέξη «που» εννοώντας «πού είναι ο άντρας μου;» ή τη λέξη «πάνω» εννοώντας «νοσηλεύεται ακόμα πάνω στο νοσοκομείο;». Όταν βέβαια θυμόταν πως είχε άντρα, που δεν θυμόταν πως πέθανε μόλις πριν ένα μήνα, μετά από μια σύντομη παραμονή του πάνω στο νοσοκομείο. Έχοντας ξεχάσει ακόμα και τα ονόματα των παιδιών της, που δεν αναγνώριζε πλέον. Κι όλα αυτά συνέβαιναν με μια απάθεια που την έκανε να μοιάζει τόσο επαρκής, ολομόναχη μέσα στο τίποτα και στο πουθενά που βρισκόταν!

Η Χρύσα και η Αλίνα ζουν σιωπηλές στο ίδιο σπίτι τους τελευταίους μήνες. Πίσω από την ίδια πόρτα που η Χρύσα έχει βγάλει πολλές δεκαετίες ταπεινής και ταπεινωμένης ζωής. Η Χρύσα και η Αλίνα, πλέον, καρφωμένες στις ίδιες ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες του διαμερίσματος, μοιάζουν «σαν μισοφαγωμένα κουλούρια σε τσαλακωμένη χαρτοσακούλα». Με τη Χρύσα να στριφογυρίζει συνέχεια με τα γεμάτα αρθριτικά δάκτυλά της την άκρη του κουβερλί που είναι απλωμένο πάνω της, για να μην κρυώνει. Να το στριφογυρίζει επίμονα, ξανά και ξανά, επί ώρες, μέρες και νύχτες, βδομάδες και μήνες. Και κατά καιρούς με το άδειο βλέμμα της να επιθεωρεί το δωμάτιο, κάτι σαν συνηθισμένος έλεγχος ρουτίνας, για να επιβεβαιώσει πως τα πράγματα της -πειστήρια της δικής της ζωής- είναι ακόμα στη θέση τους. Όπως είναι και οι πολλές απλωμένες στα έπιπλα χρωματιστές φωτογραφίες των εγγονιών της, πότε στο σχολείο τους, πότε στο ποδόσφαιρο, στο πάρτι, στον στρατό με τη στολή εξόδου τους, πιασμένες σε προπολεμικές κορνίζες να μοιάζουν σαν ενέχυρα σε μια αιτούμενη παράταση ζωής.

Η Αλίνα βοηθά τη Χρύσα να σηκωθεί από το κρεβάτι κάθε πρωί, τη βοηθά στο μπάνιο, τη βοηθά να μετακινηθεί στο καθιστικό, στο να φάει. Η Χρύσα ουσιαστικά δεν μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς τη βοήθεια της Αλίνας. Περνάνε πολλές ώρες μαζί στο καθιστικό, καθισμένες μπροστά στην τηλεόραση που η Χρύσα και η Αλίνα κοιτούν με άδειο βλέμμα αλλά δεν βλέπουν, αφού η κάθε μια -για δικούς της λόγους- δεν καταλαβαίνει τι λέει. Καθισμένες η μία δίπλα στην άλλη, μέσα στη σιωπή. Αφημένες σαν σακιά να κοιτάζουν την τηλεόραση που βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση που βρίσκεται το νοσοκομείο και το Ταχυδρομείο, να κοιτάζουν τη ζωή τους που φεύγει, έφυγε, πάει, ήδη ταριχευμένες και αποξεχασμένες στη θέση τους!

Ως συμπέρασμα: Η Άνοια δεν πλήττει μόνο τον ασθενή αλλά όλη την οικογένεια, που επίσης πάσχει μαζί του. Στην Ελλάδα –που σήμερα γνωρίζουμε ότι περίπου 200.000 άτομα πάσχουν με άνοια, ενώ σε κάθε άτομο που νοσεί, υπολογίζουμε ότι αντιστοιχούν δύο-τρεις ακόμα άλλοι άνθρωποι για να τον φροντίζουν σε τακτική βάση- εκτιμάται ότι ο συνολικός αριθμός ανθρώπων που βρίσκονται σε ανάγκη (ασθενείς από άνοια και Ήπια Γνωστική Διαταραχή και τους φροντιστές τους) αγγίζει το ένα εκατομμύριο ανθρώπων. Και όσο το προσδόκιμο επιβίωσης των ανθρώπων αυξάνει, θα αυξάνεται και ο αριθμός των ατόμων με άνοια και θα επιβαρύνονται όλο και περισσότερες οικογένειες από τις συνέπειες αυτής της νόσου. Στην Ελλάδα η οικογένεια του ατόμου με άνοια αναλαμβάνει συνηθέστερα τη φροντίδα του. Προσλαμβάνοντας έμμισθους φροντιστές, κυρίως γυναίκες μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας με χώρα καταγωγής συνηθέστερα από τις πρώην ανατολικές χώρες. Χωρίς προηγούμενη εμπειρία στη φροντίδα ατόμων με άνοια, χωρίς καμία εκπαίδευση σε θέματα άνοιας. Οι έμμισθες φροντίστριες, αναλαμβάνοντας το βάρος αυτής της φροντίδας, επωμίζονται και τις επιπτώσεις στην υγεία τους από το βαρύ φορτίο που αναλαμβάνουν.

(*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Ηπειρωτικό Αγώνα στις 8/2/2024.)