(η) Αριστερά, κάποτε…

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

Μερικούς τους είχα γνωρίσει. Τον Μπάμπη Δρακόπουλο, τον Λεωνίδα Κύρκο και τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη απ’ τον «Ρήγα» και το πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσωτερικού. Μάλιστα τον Λεωνίδα, ευρωβουλευτή τότε, τον είχα φιλοξενήσει και στην φοιτητική εστία της Κομοτηνής εξαιτίας της ένδειας των κομματικών ταμείων να τον στείλουμε σε ξενοδοχείο. Τον Κώστα Κάππο τον γνώρισα αργότερα, όταν είχε φύγει απ’ το ΚΚΕ.
Απ’ τους άλλους θάθελα να είχα γνωρίσει την Έλλη Παππά, τον Ηλία Ηλιού, τον Αλέκο Αλαβάνο και τον Μήτσο Κωστόπουλο.

Μιλάω για εμβληματικά πρόσωπα της Αριστεράς, δηλαδή Αριστερούς με το Α κεφαλαίο που συνεντευξιάζονται με την Όλγα Μπακομάρου κι αυτές οι συναντήσεις, ποιούσες το ήθος μιας άλλης Αριστεράς, αποτέλεσαν το corpus του νέου βιβλίου της «Αριστερά, κάποτε…16 + 1 συνεντεύξεις».
Οι συνεντεύξεις αυτές, συναντήσεις με τον Αλέκο Αλαβάνο, τον Μίμη Ανδρουλάκη, τον Μανώλη Γλέζο, την Μαρία Δαμανάκη, τον Μπάμπη Δρακόπουλο, τον Ηλία Ηλιού, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Κώστα Κάππο, τον Λεωνίδα Κύρκο, τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, τον Μήτσο Κωστόπουλο, τον Ανδρέα Λεντάκη, τον Νίκο Μπελογιάννη, τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, την Αλέκα Παπαρήγα και την Έλλη Παππά αρχίζουν το 1977 και τελειώνουν τον Απρίλιο του 2008.

Κι ήταν αυτά τα πρόσωπα, ο πλούτος των ιδεών μιας πληθυντικής Αριστεράς, οι πορείες με τεμνόμενες ή τεθλασμένες γραμμές, το όνειρο, η πίστη, οι διαψεύσεις, οι ήττες, για κάποιους η παραίτηση. Για τους περισσότερους το βλέμμα ήταν στραμμένο στο μαρτυρολόγιο του χθες, σένα αιματοβαμμένο παρελθόν – κληρονομιά του εμφυλίου, της Βάρκιζας, του κράτους των νικητών.

Πορεύτηκαν με τα λάβαρα και τα τραγούδια τους, πότε μαζί και πότε χωριστά, ομνύοντας σε αξίες και όνειρα που κληροδότησε η ιδεολογία τους μέσα στον χαμό του πολέμου, στον εφιάλτη της εξορίας, στα βασανιστήρια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Είναι οι άνθρωποι που καταδικάστηκαν για τις ιδέες τους, που διώχτηκαν για την δράση τους κι είναι άνθρωποι που απογαλακτίστηκαν απ’ την πολιτική και κομματική τους μήτρα επιλέγοντας άλλες πορείες.

Οι συναντήσεις της Μπακομάρου ξαναγράφουν το βιβλίο μιας ανεύρετης, για τους πολλούς, Αριστεράς, της Αριστεράς του «κάποτε» απέναντι στην Αριστερά του «τώρα». Ανασυνθέτουν το πρόσωπο μιας αναζήτησης όταν η Πολιτική ήταν κυρίαρχη, όταν οι ιδέες ήταν κυρίαρχες, όταν τα προτάγματα ήταν κυρίαρχα. Σκιαγραφούν ανθρώπους της Αριστεράς, οι περισσότεροι στα δικά τους μετερίζια, που το μπόι τους έφτανε τον ίσκιο τους. Ήταν άνθρωποι με πάθος, με ήθος, με πίστη. Κάποιοι απ’ αυτούς, ταπεινοί και σεμνοί, συνέχιζαν να ονειρεύονται σε μικρά διαμερίσματα του Γκύζη, της Νέας Σμύρνης και των Εξαρχείων. Άλλοι, κοσμοπολίτες με την αύρα του πολίτη του κόσμου, με παιδεία , παραστάσεις και επιρροές των νεομαρξιστών του Παρισιού, κι άλλοι μνημεία Ιστορίας, ζώσα συνείδηση μιας μυθικής Αριστεράς σε καιρούς δύσκολους, σκοτεινούς, καιροί που μύριζαν θάνατο.

Αυτή η Αριστερά, με αυτούς τους Αριστερούς, σήμερα δεν υπάρχει. Υποτάχθηκε νωρίς στην δύναμη της εικόνας υποθηκεύοντας την δύναμη της υπεραξίας της. Παγιδεύτηκε σε σχέδια ή πράξεις κυβερνητισμού με έκθετο το πρόσημο των αποσκευών της. Φαλκίδευσε την πορεία της ακκιζόμενη αυτάρεσκα, υπονομεύοντας την σχέση αντιπροσώπευσης με την λαϊκή τάξη και τους ανθρώπους της, πράγμα που φαίνεται άλλωστε στις πάλαι ποτέ λαϊκές γειτονιές της Αθήνας, εκεί δηλαδή που η πληθυντική Αριστερά χάνει έδαφος , εκεί που η ακροδεξιά επελαύνει.

Διαβάζεις κι ακούς για τον Κάππο, άνθρωπο φρικτά βασανισμένο, άνθρωπο κυνηγημένο, σεμνό, ταπεινό, για δεκαετίες στρατευμένο στο ΚΚΕ, ναπαντά αφοπλιστικά για το όραμά του λέγοντας «…το όραμά μου ήταν πάντα το καλό της εργατικής τάξης και του λαού. Ακόμα κι όταν η χούντα με βασάνιζε στον Διόνυσο, κι όταν συνερχόμουν από την αφασία στο Μπογιάτι, η πίστη ότι ο λαός σκεφτόταν και προσδοκούσε ο,τι και εγώ, μου έδινε κουράγιο για να μπορέσω να επιζήσω…».
Και η Μπακομάρου συνεχίζει «…Δεν έχει δικό του σπίτι, δεν έχει λογαριασμό στην τράπεζα, δεν έχει τίποτα δικό του, η γυναίκα του δεν εργάζεται. Προσπαθώ να φανταστώ το διαμέρισμα του στου Γκύζη, αυτόν να βοηθάει τα παιδιά στα μαθήματα…».

Ακούς τον Κύρκο να μιλά για την γυναίκα του με τρυφερότητα «…γνωριστήκαμε στο Πανεπιστήμιο, όπου σπουδάζαμε και οι δύο ιατρική, συνδεθήκαμε το ’46 όταν βρεθήκαμε μαζί σε κοινούς δρόμους και αγώνες. Όταν το ’49 ήμουν κρατούμενος στις φυλακές Αβέρωφ, μελλοθάνατος, εκείνη βρισκόνταν στο απέναντι κελί…. οι άρρωστοι της θυμούνται ακόμα την απέραντη τρυφερότητα και το κουράγιο που τους έδινε…. κι οι διώκτες της θα θυμούνται ίσως, πόσες φορές αυτό το πλασματάκι ντρόπιαζε τη βία που εκπροσωπούσαν…».

Ο Ηλιού που μετέφραζε, κι αυτός, «Θουκιδίδη», αγαπούσε το θέατρο, το μπριτζ και το σκάκι, ομιλούσε την γαλλική, εξομολογήθηκε «…έμεινα εξορία σε δύο δόσεις. Απ΄ το 1947έως το 1951 – Ικαρία, Μακρονήσι, με βασανιστήρια, μετά Αη Στράτη, όπου εξόριστος, βγήκα για πρώτη φορά βουλευτής. Στη διάρκεια της χούντας, διαφορετικό το δρομολόγιο : Ιππόδρομος, Γιούρα και τέλος το νοσοκομείο των φυλακών, όπου έμεινα ως το 1970, τον περισσότερο καιρό σε απόλυτη απομόνωση, που ήταν σκληρότερη και από τα βασανιστήρια. Στον Ιππόδρομο κακοποιήθηκα πολύ, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί ο διαβήτης από τον οποίο υποφέρω …».

Κι αν αναφέρομαι σαυτούς τους ανθρώπους, άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους, είναι για να θυμίσω ότι το ήθος είναι συνώνυμο της σεμνότητας.
Ότι η δύναμη των ιδεών (τους), η δύναμη του χαρακτήρα τους, η πίστη τους για ένα καλύτερο αύριο τους κράτησε όρθιους στην δύσκολη στιγμή, στις πολλές δύσκολες στιγμές.

Σαν αυτή που ο φακός αιχμαλώτισε στο εξώφυλλο του βιβλίου : τον Νίκο Μπελογιάννη με την Έλλη Παππά την τελευταία ημέρα της δίκης τους, το 1952.
Διάβαζα το βιβλίο της Μπακομάρου πρόσφατα, ταυτόχρονα με το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα. Έκανα συγκρίσεις και μελαγχολούσα.
Αναρωτιόμουν, μαζί με τους πολλούς, τι σχέση μπορούσε να έχει αυτό που έβλεπα κι αυτό που άκουγα με όσα διάβαζα, με όσα ψηλαφούσα στο σώμα μιας ηττημένης αλλά ανίκητης Αριστεράς και όσων, στο όνομά της, στρατεύτηκαν μαζί της.

Διάβαζα την Παπαρήγα, την Έλλη Παππά, τον Παπαγιαννάκη κι αναρωτιόμουν που πήγε άραγε αυτή η Αριστερά των Ιδεών, που είναι οι Αριστεροί που αφήνουν το στίγμα και το βαρύ αποτύπωμα σε μέρες που «καριέρες μυθικές το ήθος πειρατεύουν». Έβλεπα κι άκουγα απίθανα πράγματα, εγώ, ένας όχι φίλο – Συριζαίος, και δεν ξέρω πραγματικά αν έφτανε ο μοναχικός και περήφανος δρόμος της Όλγας να σώσει κάπως τα προσχήματα, στον κλυδωνιζόμενο χώρο (της).
Θυμάμαι τα συνέδρια του «Ρήγα», του ΚΚΕ εσωτερικού, της ΕΑΡ , του ΚΚΕ αργότερα όταν η Πολιτική και η Αριστερά ήταν το επίδικο.

Θυμάμαι συγκρούσεις ιδεών, συγκρούσεις με διακύβευμα, συγκρούσεις με νόημα.
Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ, μετά το θάνατο του ιδρυτή του και τον οιονεί απογαλακτισμό των επιγόνων του, στα συνέδρια του παρήγαγε Πολιτική, συγκρούονταν σχολές σκέψης.
Σήμερα τα πράγματα είναι αλλιώς. Η Πολιτική απουσιάζει, είναι αφυδατωμένη. Η πληθυντική Αριστερά ούτε σφυγμό, ούτε βηματισμό έχει. Η εικόνα κυριαρχεί σε βάρος της ουσίας. Η παρα-πολιτική εμπεδώνεται ευτελίζοντας κάθε εκδοχή ανάτασης, κάθε προσπάθεια η Αριστερά να γίνει πρωταγωνιστής.

Παρά τους αστερίσκους, τις επιφυλάξεις και κάποτε την απορία πολλών από μας, το ΚΚΕ πορεύεται προσπαθώντας να νοηματοδοτήσει το μέλλον του μέσα από ένα ηρωικό αλλά και ζοφερό παρελθόν. Κι αυτό δεν αρκεί.
Η Αριστερά από παρίας, από ακίνδυνη πρέπει ξανά να γίνει προκλητική και επικίνδυνη.

Τα ψιμύθια των εκπροσώπων της παραμόρφωσαν την εικόνα και την διαδρομή της.
Απ’ την άλλη, όσες φορές κι αν ξαναδιαβάσουμε το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου δεν είμαι σίγουρος σύντροφοι αν τα τραύματα μιας τραγωδίας, αν ένα «πουκάμισο αδειανό» χωρίς την «Ελένη» του δίνει την απάντηση σε όσα ζητάμε. Είπαμε , «η Αριστερά είναι μια διαρκής ευαισθησία». Και μια «στενοχώρια» θα πρόσθετα.