Η κακιά πεθερά
Γράφει ο Χρήστος Α.Τούμπουρος
Υπάρχουν, δε λέω, ιστορίες που αφορούν νύφες και πεθερές που είχαν άριστες σχέσεις. Και φυσικά καλοπόρεψαν. Φοβάμαι πως παλιά δεν ήταν και τόσο ρόδινη η κατάσταση και ιδιαίτερα η συμβίωση πεθεράς και νύφης. Γιατί μην ξεχνάμε η πατριαρχική οικογένεια τους είχε όλους κάτω από την κοινή στέγη. Παππούδες, γιαγιάδες, πεθερές, πεθεροί, παιδιά, νύφες και κούτσ’κα όλα μαζί «στεγάζονταν» και «στοιβάζονταν» κάτω από το ίδιο κεραμίδι. Και, αν το κεραμίδι τύχαινε να ήταν κατασκευής και ιδιοκτησίας του παππού, άστα να πάνε. Προσοχή απαξάπαντες και «τα σκυλιά δεμένα».
Και αν ακόμη κάποιος «καλόβουλος» πει πως αυτά «πάνε, πέρασαν», νομίζω πως ξεγελιέται. Η αστική λαογραφία, κάποτε θα τα γράψει. Θα γράψει ότι ακμάζουν και σήμερα φαινόμενα «συμπίεσης της νύφης μέχρι να της βγει το λάδ’, να της μαζέψουμε τα στ’μόνια για να μην φουρλατάει δώθε, κείθε».
Έχουμε γράψει και παλιότερα πως το φαινόμενο που ονομάζεται «Πεθερά» είναι ανεξάντλητο. Στο σημείωμα αυτό θα αναφερθούμε σε δυο περιπτώσεις. Η μία αφορά την πεθερά – κέρβερο που νομίζει πως κατέχει την απόλυτη γνώση και γι’ αυτό, ειδικά η νύφη, απαιτείται να ακούει, να υπακούει και να πράττει καταπώς αυτή παραγγέλλει. Και η «παραγγελιά» πρέπει να εκτελείται, και η νύφη να προσκυνά. Άλλωστε «της έφεξε για τα καλά. Σαββατογεννημένη. Όλοι οι άγγελοι έψελναν όταν γεννιoύνταν αυτή. Μπήκε σε σπίτι μοναστήρι η παλιοδευτεράτζα». Δεν χρειάζεται να έχει γνώμη, να διατυπώνει άποψη και να «χάν’ τον χρόνο της στα γράμματα και στα βιβλία. Δεν δίνουν φαΐ αυτά.» Και για κάθε ενδεχόμενο και προς πάσαν προφύλαξη καλό είναι να φυλάγονται οι νύφες και να προσέχουν πριν φάνε γλυκά κατασκευασμένα «ιδίοις χερσίν» από την πεθερά, κυρίως χαλβάδες σιμιγαλένιους, γιατί «κυκλοφορούν» κάτι δηλητηριάσεις, άλλο πράμα.
Η άλλη περίπτωση αφορά την «πεθερά εξ αποστάσεως». Ο γιόκας της παντρεύτηκε την ομορφονιά και ζει πλέον σε άλλη πόλη. Τι κι αν έκανε οικογένεια, τι κι αν έχει επαγγελματικές υποχρεώσεις, τι κι αν τα έξοδα πολλών επισκέψεων στο πατρικό σπίτι είναι αυξημένα και ως εκ τούτου δυσβάστακτα˙ αυτή το χαβά της. «Ου, ευτυχώς που έφυγε νωρίς ο πατέρας του και θα πήγαινε σκαστός από την κατάντια του. Την μάζωξε η άλλ’, τον έφερε γύρα στην ποδιά της, και τον καπίστρωσε». Και η συνέχεια. «Βέβαια αυτή είχε μάνα και πατέρα; Τον σπούδασα, εγώ ξέρω πώς τον σπούδασα. Αχ, με όνειρα. Πάει, τον πήρε αυτή η σουλτούκω.»
Κι αρχίζει το σχέδιο σε εφαρμογή. « Καλά παιδί μου, καλά να περνάς. Τα παιδιά καλά είναι; Πάντα καλά.» Ποτέ, μα ποτέ δεν θα ρωτήσει για τη νύφη. Αν μιλήσει μ’ αυτή, -«αυτή» είναι η νύφη- εκεί την «παίρνει και τη σηκώνει». «Καλά περνάω εγώ. Έκανα το καθήκον μου, μεγάλωσα και σπούδασα το γιο μου, τι άλλο θέλω. Να πιω ένα ποτήρι νερό από τα χέρια της νύφης; Α, μπα. Δε χρειάζεται…» Και συνεχίζει με το γιο. «Η μάνα είναι να βρίσκεται εδώ, να πίνει πίκρες και να κουβεντιάζει με τα τείχια». Ώσπου στο τέλος θα προβεί και στην καλή πράξη. «Σας έστειλα τα εισιτήρια για το Πάσχα. Τα κάνω δώρο στα παιδιά. Να έρθουν, να περάσουν λίγο καλά». Τώρα, αν είχε προγραμματίσει η οικογένεια κάτι τέτοιο ή αν μπορεί να πραγματοποιήσει ή ακόμα κι αν θέλουν τα παιδιά, ποσώς μας ενδιαφέρει. «Αμ, τι θα τη ρώταγα κιόλας».
Πρόκειται για έναν συνεχή πόλεμο πεθεράς κατά της νύφης που ενίοτε φτάνει σε εξόντωση. Αναμένει την έκρηξη. Και στα δύο «είδη» πεθεράς το χάσμα είναι βαθύ. Δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο να «γιομίσει». Πραγματικά, πιστεύω πως δεν είναι δυνατόν να δώσει κάποιος συμβουλή σε τέτοιες περιπτώσεις. Προβληματίστηκα… Έψαξα και νομίζω πως βρήκα τη λύση. Και η λύση είναι μία. Αυτό δηλαδή που έκανε ο Κρητικός. «Την πεθερά μου έβαλα/ ψηλά στον Ψηλορείτη/ να την βλέπουνε οι οχτροί/ να μην πατούν στην Κρήτη.» Αντί για Κρήτη, ας βάλουμε Τζουμέρκα, Ραδοβίζια, Βλαχέρνα… Επικρατεί ο ελεύθερος στίχος. Δενχρειάζεται ομοιοκαταληξία…