Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου-Κουμουλλή
Την είδα σ’ ένα σταθμό, μεσάνυχτα να περιμένει το τρένο… Πάει κι έρχεται, χαράζοντας κύκλους τον ένα πάνω στον άλλο αργά, σαν να ‘χει ξεχαστεί. Στη σκέψη μου έτσι τριγυρίζει: στην άκρη της πλατφόρμας σκύβει μήπως και ξεκρίνει κάποιο σημάδι. Απομακρύνεται. Φεύγει και ξανά γυρίζει. Θ’ αργήσει πολύ, ώσπου να ξημερώσει. Μα πού είναι; Σε ποιον άραγε σταθμό να ’χει ξεχαστεί κι η κόρη της μαζί; Α, να και μια νέα κοπέλα με το μικρόφωνο στο χέρι. Από κάπου, ποιος ξέρει από πού, κάτι θα πήρε τ’ αυτί της κι έτρεξε, μπας και προλάβει, πριν την προλάβουν άλλοι, να βγάλει την είδηση πρώτη η δική της εφημερίδα. Πικρό το μεροκάματο, απαιτητικό… «Το τρένο περιμένετε;» αν και φως φανάρι, ρωτά η ρεπόρτερ. «Πέστε μου, θα ξέρετε εσείς. Γιατί αργεί;». «Ποιον περιμένετε;» «Την κόρη μου». Μόνες οι δυο στο σταθμό, η καθεμιά με τον δικό της καημό, του ρεπορτάζ η κοπέλα με το μπεζ μπουφάν, που κάνει κοντράστ με τη μαυροφορεμένη γυναίκα. Είναι ακόμα νωρίς, πολύ νωρίς ν’ αναδυθεί το έγκλημα απ’ το σκοτάδι στο φως της μέρας. Αδυσώπητο θ’ αποκαλυφθεί σ’ όλο του το μεγαλείο! Ρωτούσε με ζωγραφισμένη την αγωνία στο πρόσωπό της! Λες να ’χε σαν μάνα διαισθανθεί το μη αναμενόμενο, όμως αναπότρεπτο της μοίρας το γραμμένο; Όχι! Δε γίνεται! Πώς να ’φτανε ως εκεί ο νους της!
Δε θ’ αργούσε το κακό να γίνει, το ’λεγαν. Πως δε γινόταν να μη γίνει υποστήριζαν με βεβαιότητα οι ειδικοί. «Βιαστείτε, κάντε κάτι, πριν συμβεί», φώναζαν, όμως σε ώτα μη ακουόντων, επαναπαυμένων στην καρέκλα της εξουσίας και με την έννοια τους στα δικά του ς παιδιά. Πού πόνος για τα ξένα. Της Ελλάδας τα παιδιά, που γι’ αυτήν πολεμάνε, ξένα και ξεχασμένα. Δεν πάνε να καούν. Και κάηκαν! Όχι απλά κάηκαν – ΕΞΑΫΛΩΘΗΚΑΝ. Το λέμε, το γράφουμε κι όμως μας είναι αδύνατο να το πιστέψουμε, ιδίως κι όσα έγιναν, για να συμβεί το ΕΓΚΛΗΜΑ. Και να βλέπεις εκείνη τη μάνα μαύρα μεσάνυχτα ολομόναχη να περιμένει, να ρωτά κι απάντηση καμιά να παίρνει απ’ το κορίτσι του μεροκάματου. Τι να της έλεγε; και μάλιστα να είναι η πρώτη, πως το παιδί της δε θα ’ρθει; Κι ας περιμένει μια ζωή τη ζωή που χάθηκε;. Ίσως και να ’χει εξαερωθεί, κι ούτε το κοκκαλάκι της τότε θα βρει, για να το θάψει.
Την είδα, μόνη ξανά, στριφογυρίζοντας μες στα συντρίμμια, δίχως να μιλά, να ψάχνει με σκυμμένο το κεφάλι, μη και ξεκρίνει ένα απ’ όλα να ’ναι του παιδιού της, έστω ένα απ’ τα κομμάτια. Ο ήλιος κρύβεται απ’ την ντροπή και η μέρα κλαίει. Δάκρυα βροχής στάζουν, λες χοή στα νιάτα τα χαμένα, τα νεκρά. Κι η μάνα ακόμα περιμένει, τι άλλο, παρά το όνειρο, αν αυτό τη λυπηθεί, να της τη φέρει. Αυτή η αλήθεια δεν αντέχεται…
Ίσως γι’ αυτό κι εκείνοι που ’βαλαν τον ανθό της νιότης σε σακούλες λένε τόσα ψέματα, χωρίς να ντρέπονται!