Η πολιτική της κλιματικής ουδετερότητας απαιτεί ριζικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της οικονομίας
Άρθρο του Τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτη Φάμελλου
Η συζήτηση για τα διακυβεύματα της επόμενης χρονιάς, και ειδικότερα για την ενεργειακή πολιτική του 2020, πρέπει να γίνει σαφώς στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για μία κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη το 2050. Πρόκειται για μία ιστορική απόφαση, η οποία θα επιφέρει ριζικές αλλαγές στους τομείς που συνδέονται με το περιβάλλον και την ενέργεια, αλλά και γενικότερα στην οικονομία της Ένωσης και κάθε κράτους-μέλους.
Η ενσωμάτωση του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας στο παραγωγικό μας μοντέλο συνεπάγεται σοβαρές αλλαγές στον τρόπο που ζούμε (καταναλωτικό πρότυπο, μεταφορές, κατοικία) και παράγουμε. Ενώ ο στόχος μας φαίνεται να είναι κοινός, είναι σίγουρο ότι διαφέρουν και οι αναγνώσεις του όρου, η οδός προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, και φυσικά η κοινωνική κατανομή των αποτελεσμάτων της. Οφείλουμε να εξασφαλίσουμε ότι η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα θα είναι βιώσιμη και στα τρία επίπεδα, οικονομικό, περιβαλλοντικό και κοινωνικό.
Τα πρώτα δείγματα γραφής της παρούσας κυβέρνησης ως προς το αναπτυξιακό μοντέλο, δυστυχώς, δεν είναι ενθαρρυντικά. Ο πρόσφατος «αναπτυξιακός» νόμος του κυρίου Γεωργιάδη δεν περιείχε καμία τομεακή προτεραιότητα, ούτε καν στην καινοτομία, ενώ επέλεξε να αγνοήσει την Αναπτυξιακή Στρατηγική και τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης, τους οποίους είχε ενσωματώσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η υποτίμηση, εκ μέρους της κυβέρνησης, της κοινωνικής παραμέτρου της ανάπτυξης, υποδηλώνει ότι κάποιο τμήμα της κοινωνίας κινδυνεύει να μείνει πίσω σε αυτήν την διαδικασία μετάβασης.
Σε αυτό το περιβάλλον, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) αποτελεί τον οδικό χάρτη για τη χώρα μας, ένα τεχνικό και πολιτικό κείμενο για την ενεργειακή μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, το μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική κρίση. Το ΕΣΕΚ οφείλει να απαντάει στο γνωστό ως ενεργειακό τρίλημμα (energy trilemma). Το τρίλημμα αφορά στην εύρεση της χρυσής τομής μεταξύ τριών προκλήσεων και συγκεκριμένα μεταξύ της κλιματικής, περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, της ενεργειακής ασφάλειας (εφοδιασμού), και της εξασφάλισης πρόσβασης στο αγαθό της ενέργειας σε χαμηλό κόστος.
Ως εκ τούτου, το Αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα οφείλει να απαντάει επαρκώς και στις τρεις παραπάνω προκλήσεις. Και σαφώς η σύνδεσή του με τα συμφέροντα της χώρας, το κόστος παραγωγής, την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, την κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη, το καθιστούν ιδιαίτερα κρίσιμο πεδίο άσκησης πολιτικής και σίγουρα, εντελώς ακατάλληλο πεδίο για δημιουργία εντυπώσεων.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, από τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης, προχώρησε σε μια λανθασμένη επιλογή, ιδιαίτερα κρίσιμη για τη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης. Επέλεξε να μην διατηρήσει κανένα εργαλείο άσκησης ενεργειακής πολιτικής και να ιδιωτικοποιήσει το σύνολο των δικτύων και των ενεργειακών φορέων. Με απλά λόγια, η υλοποίηση του ΕΣΕΚ αφήνεται στην «όρεξη» των ιδιωτών, κάτι που συνάδει απόλυτα με τη σκληρά νεοφιλελεύθερη ιδεολογική της επιλογή, την ιδιωτικοποίηση των πάντων.
Η ΝΔ, μετά την ιδιωτικοποίηση των δικτύων ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου (ΔΕΔΔΗΕ, ΑΔΜΗΕ), αλλά και την ιδιωτικοποίηση όλων των ενεργειακών εταιρειών (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, ΕΛΠΕ), πρέπει να απαντήσει στον ελληνικό λαό αν τελικά η πολιτεία θα έχει την ευθύνη υλοποίησης του ΕΣΕΚ ή οι ιδιώτες. Και βέβαια πρέπει να απαντήσει πώς θα διασφαλίσει ότι οι ιδιώτες θα προτάξουν την επίτευξη των στόχων κλιματικής ουδετερότητας, την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και την ισότητα στην πρόσβαση στην ενέργεια, με χαμηλές τιμές για τον τελικό καταναλωτή, έναντι του κέρδους των επιχειρήσεων τους.
Η Νέα Δημοκρατία υιοθετεί ένα παλιό, παρωχημένο και αποτυχημένο μοντέλο για την πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών. Η συνταγή των αθρόων ιδιωτικοποιήσεων της δεκαετίας του ’80 και του ’90 ανήκει πλέον στο παρελθόν. Αντίθετα, εδώ και μία δεκαετία σχεδόν, παρατηρείται, στην Ευρώπη, μία αντίστροφη τάση επαναδημοτικοποίησης / επανακρατικοποίησης υποδομών, σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία. Αιτία της αντίστροφης τάσης είναι η αρνητική εμπειρία των ιδιωτικοποιήσεων, που είχε ως χαρακτηριστικά την αύξηση των τιμών των υπηρεσιών, την υποβάθμισή τους, καθώς και την καθυστέρηση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Αυστρία, η Κύπρος, η Δανία, η Ισπανία, η Φινλανδία και η Γαλλία, επιλέγουν να διατηρούν έλεγχο του δημοσίου στον ενεργειακό τομέα. Η ισχυρή παρουσία του δημοσίου στις ενεργειακές υποδομές είναι ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί η ισορροπία στο «ενεργειακό τρίλημμα», καθώς και να διασφαλιστεί ότι η Ελλάδα θα επιτύχει τους περιβαλλοντικούς και κλιματικούς της στόχους με ασφάλεια και χωρίς αποκλεισμούς.
Το «αναπτυξιακό» μοντέλο που εφαρμόζει η ΝΔ είναι ιδεοληπτικό και αναχρονιστικό και καταδικασμένο να αποτύχει. Ήδη, από τις πρώτες της επιλογές, κινδυνεύει η χρηματοδότηση των έργων ΑΠΕ, γιατί ακόμα και ο Ειδικός λογαριασμός ΑΠΕ θυσιάζεται για λόγους πολιτικής επικοινωνίας, αλλά και η ορθολογική και ολοκληρωμένη χωροθέτηση των έργων ΑΠΕ. Αυτό το κρατικοδίαιτο, παρασιτικό και αδιαφανές πολιτικό, και σίγουρα όχι αναπτυξιακό, μοντέλο μας οδήγησε στην χρεωκοπία.
Σήμερα, η ενεργειακή αγορά δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης ποικίλων μορφών επιχειρηματικότητας (ιδιωτικής, κοινωνικής και δημόσιας). Τώρα, ειδικά, που η Ελλάδα βρίσκεται εκτός του ασφυκτικού κλοιού της Μνημονιακής επιτροπείας, μπορούμε να αξιοποιήσουμε την τεχνολογική καινοτομία, μέσα όμως σε ένα δίκαιο και διάφανο πλαίσιο ανάπτυξης και επενδύσεων, ώστε, οι νέοι, το πολύτιμο αυτό ανθρώπινο κεφάλαιο, να εργαστούν, να προοδεύσουν και να επενδύσουν στη χώρα.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι βρισκόταν σε πλαίσιο Μνημονίου, κατάφερε αρκετά. Στον τομέα του περιβάλλοντος και της ενέργειας διαμόρφωσε ένα νέο, διαφανές πλαίσιο για επενδύσεις. Διαπραγματεύτηκε σκληρά στις ιδιωτικοποιήσεις και κατάφερε συμφωνίες που διασφαλίζουν το δημόσιο συμφέρον και την περιουσία του ελληνικού λαού. Προχώρησε το Κτηματολόγιο, κύρωσε δασικούς χάρτες, έθεσε τις βάσεις για τη χωροταξία και τις χρήσεις γης, υλοποίησε νομοθετικές μεταρρυθμίσεις (χρηματιστήριο ενέργειας, ενίσχυση ΑΠΕ μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών κ.ά.), δημιουργώντας ένα πλαίσιο ασφάλειας δικαίου για τους επενδυτές και για τους πολίτες. Θεσμοθέτησε ακόμη, τις Ενεργειακές Κοινότητες, ένα σημαντικό αναπτυξιακό εργαλείο για τους δήμους, τους πολίτες, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Σήμερα, πρέπει πρωτίστως να διασφαλίσουμε ότι, η Ελλάδα δεν θα κάνει ούτε ένα βήμα πίσω και ότι όσα πετύχαμε δεν θα πάνε χαμένα. Για αυτό, οφείλουμε, όλες οι προοδευτικές και δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου, να δημιουργήσουμε μια νέα κοινωνική συμφωνία για την Ελλάδα που μας αξίζει, για όλα και όχι για τα «δικά μας» παιδιά.
*To Άρθρο του Τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτη Φάμελλου για την ενέργεια το 2020, δημοσιεύτηκε σε ειδικό αφιέρωμα του energypress.gr