Ως γνωστόν στην αρχαιοελληνική εποχή, από την εμφάνιση κι εγκατάσταση των πρώτων ελληνικών φύλων στη χώρα μας, η τότε διαμορφωθείσα σταδιακά ελληνική κοινωνία ήταν για πολλούς αιώνες κατατμημένη σε κοινωνίες, οι οποίες ζούσαν χωριστά μεταξύ τους αλλά συγκροτημένες με δικό τους οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Οι διάφορες δηλαδή κοινωνίες, μικρές ή μεγάλες σε πληθυσμό, ήταν ενταγμένες η καθεμιά ξεχωριστά στις λεγόμενες «πόλεις – κράτη» που ήταν διάσπαρτες μέσα στην τότε ελληνική επικράτεια. Και η καθεμιά εξ αυτών των πόλεων στην κλασική εποχή, κατά τον A. Aymand), «ήταν μια κοινότητα πολιτών τελείως ανεξάρτητη, κυρίαρχη πάνω στους πολίτες της, συνδεδεμένη στενά με τη λατρεία και η οποία κυβερνιέται με δικό της νομοθετικό πλαίσιο».
Και ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του μας αναλύει διεξοδικά για το «τι εστί πόλις» και ποιος ο σκοπός καθεμιάς εξ αυτών. Αλλά δεν θα σταθώ εδώ με μακροσκελή αναφορά στα όσα αναφέρει ο σταγειρίτης φιλόσοφος για την «πόλιν», τη σύστασή της και το σκοπό για τον οποίο αυτή είχε συσταθεί, καθώς και τις υποχρεώσεις των απαρτιζόντων την πόλη πολιτών, διότι δεν είναι εδώ αυτός ο στόχος μου. Απλώς θα ήθελα να προσθέσω στα παραπάνω ότι άλλες από αυτές τις πόλεις – κράτη λειτουργούσαν με δημοκρατικό τρόπο και ήταν ανοιχτές για τους επισκέπτες τους κοινωνίες, ενώ άλλες ήταν κλειστές κοινωνίες , με αυστηρό και μιλιταριστικό νομοθετικό πλαίσιο και με καχυποψία προς τους ξένους επισκέπτες τους.
Και ως δυο τέτοιες πόλεις – κράτη με διαφορετικό πολιτικό σύστημα εκάστη εξ αυτών θα αναφέρω τη δημοκρατική πόλη των Αθηνών και την ολιγαρχική Σπάρτη. Και με τις δυο αυτές ισχυρές πόλεις είχαν συμμαχήσει πολλές άλλες μικρότερες σε δύναμη ελληνικές πόλεις, τόσο για οικονομικούς κάποτε λόγους αλλά κυρίως για να έχουν τη στρατιωτική προστασία τους και βοήθεια στα δύσκολα από εξωτερικούς εχθρούς, πληρώνοντας και προσφέροντας βεβαίως τα δέοντα στους προστάτες τους.
Επιπλέον στις αρχαίες ελληνικές πόλεις, ανεξάρτητες ή και συνασπισμένες με άλλες σε ευρύτερους σχηματισμούς, οι πολίτες τους είχαν τη δική τους εδαφική ακεραιότητα , ήταν συνειδητοποιημένοι ότι συνδέονταν με κοινούς δεσμούς, με υποχρεωτική τήρηση και σεβασμό στους νόμους, τους θεσμούς και τις παραδόσεις τους. Και στις περισσότερες εξ αυτών κυρίαρχος ήταν ο λαός, ο οποίος με τις συνελεύσεις του έπαιρνε τις αποφάσεις του για εσωτερικά και εξωτερικά θέματα που τους αφορούσαν. Κορυφαία πόλη βέβαια, στην οποία ο λαός εξέφραζε ελεύθερα τη γνώμη του στην «Εκκλησία του δήμου» ήταν η Αθήνα που έμελλε στους επόμενους αιώνες , νυν και αεί, να είναι η πόλη θαύμα της αρχαιότητας.
Ωστόσο δεν έλειψαν από τις ελληνικές τότε πόλεις οι εμφύλιες διαμάχες που είχαν επιφέρει κατά καιρούς μεγάλες καταστροφές σε πολλές εξ αυτών. Πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων αναφέρονται πάρα πολλές στην ελληνική ιστορία, όπως όμως μας αναφέρει και συσπειρώσεις αυτών για κοινή αντιμετώπιση των εξωτερικών εχθρών που τους απειλούσαν με εισβολή και υποδούλωση κατά καιρούς. Και ως παράδειγμα αναφέρω την αντιμετώπιση των Περσών σε ιστορικές μάχες παγκόσμιας σημασίας.
Εδώ με την ευκαιρία θα ήθελα να αναφέρω ότι οι αρχαίοι Έλληνες, μπορεί να ζούσαν, στις διαμορφωθείσες πόλεις, με τρόπο ξεχωριστό μεταξύ τους, χωρίς δηλαδή μια ενιαία ελληνική κυβέρνηση για όλους, αλλά είχαν τη βαθιά τους πεποίθηση και γνώση ότι αποτελούσαν συλλήβδην ένα έθνος, το ελληνικό έθνος. Και τα συνδετικά εκείνα στοιχεία που τους ένωναν ήταν το «όμαιμον», το «ομόγλωσσον», το «ομόθρησκον» και το «ομότροπον» θα έλεγα εν πολλοίς.
Είχαν δηλαδή άπαντες τη συναίσθηση ότι είχαν την ίδια από το μακρύ παρελθόν τους καταγωγή, μιλούσαν την ίδια κατά βάση γλώσσα, με τις όποιες μικροδιαφορές στις κατά τόπους διαλέκτους που τους χαρακτήριζαν. Επιπρόσθετα κοινά στοιχεία ήταν η λατρεία των ίδιων θεών, καθώς τα ήθη και τα έθιμά τους και γενικότερα ο τρόπος ζωής τους είχε πολλά κοινά σημεία που έκαναν πιο σφιχτό το δέσιμό τους. Μάλιστα από τα 776 π. Χ. μαζεύονταν από όλες τις ελληνικές πόλεις κάθε τέσσερα χρόνια στην αρχαία Ολυμπία αθλητές για τους Ολυμπιακούς αγώνες , σταματώντας κατά τη διεξαγωγή τους τις όποιες εχθρικές και πολεμικές διαμάχες μεταξύ τους .
Όλα αυτά τα παραπάνω κοινά γνωρίσματα που τους ξεχώριζαν ως έθνος ισχυροποιούσαν την ελληνική ταυτότητά τους, την οποία ουδέποτε απεμπόλησαν στη μακραίωνη ιστορία τους , είτε ως φίλοι είτε ως εχθροί κάποτε μεταξύ τους.
Κι έτσι πορεύθηκαν οι αρχαίοι Έλληνες πρόγονοί μας για πολλούς αιώνες, από ό, τι γνωρίζουμε μέσα από αδιάσειστες ιστορικές πηγές, μέχρις ότου ανέβηκε στο βασιλικό θρόνο της Μακεδονίας ο γιος του Αμύντα, ο Φίλιππος. Ο βασιλιάς αυτός με την πολιτική του έμελλε να αλλάξει άρδην το ρου της ελληνικής ιστορίας και να αποτελέσει τον ενωτικό κρίκο όλων των τότε Ελλήνων.
Και χωρίς να θέλω να επεκταθώ στην πολιτική που άσκησε ο Φίλιππος, μέσω των πολέμων του, θα αναφέρω αδρομερώς τα κυριότερα ιστορικά γεγονότα, τα οποία συνέβησαν τότε και που συνέβαλαν τελικά στην πρώτη πανελλήνια ένωση των Ελλήνων το 338. π.Χ. με μια κεντρική πλέον εξουσία γι αυτούς στο μετέπειτα και επί μακρόν.
Όταν λοιπόν ο Φίλιππος ανέλαβε την εξουσία στη Μακεδονία, οι Έλληνες της νότιας Ελλάδας βρίσκονταν σε εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ τους. Συγκεκριμένα οι Αθηναίοι πολεμούσαν με τους πρώην συμμάχους τους Χίους, Ρόδιους , Βυζάντιους που ήθελαν να αποσκιρτήσουν από την αθηναϊκή ηγεμονία. Οι Θηβαίοι από τη δική τους πλευρά νικώντας στα Λεύκτρα τους Λακεδαιμόνιους στράφηκαν στη συνέχεια εναντίον των Φωκέων και οι Λακεδαιμόνιοι εναντίον των άλλων πελοποννησιακών πόλεων.
Ο Φίλιππος το 357 π. Χ. από τη μεριά του καταλαμβάνει την Αμφίπολη και από το 352 διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις στη Θεσσαλία, την Ήπειρο μέχρι την Ιλλυρία. Απέτυχε να κατακτήσει περιοχές της νότιας Ελλάδας και στράφηκε προς την Θράκη και τον Ελλήσποντο μεριά, καταλαμβάνοντας μάλιστα και το Ηραίο Τείχος. Οι Αθηναίοι σε εκείνες τις περιοχές είχαν μεγάλα συμφέροντα και με τις κατακτήσεις των Μακεδόνων θα πλήττονταν καίρια.
Και ακριβώς τότε, όταν ο Φίλιππος απειλούσε όλο και περισσότερο τη νότια Ελλάδα και όταν οι Ολύνθιοι ζήτησαν τη βοήθεια της Αθήνας για να τον πολεμήσουν, αφού ήδη είχαν αποσκιρτήσει από τη συμμαχία του, ο δεινός ρήτορας Δημοσθένης αναλαμβάνει να ξεσηκώσει τους Αθηναίους εναντίον του Φιλίππου, καθώς και τους Έλληνες της νότιας Ελλάδας. Διέβλεπε με την οξυδέρκειά του τον μεγάλο κίνδυνο να φτάσει ο «βάρβαρος», όπως αποκαλούσε τον Φίλιππο, μέχρι και την Αθήνα , να καταλάβει αυτή και τη νότια Ελλάδα και να καταλύσει το δημοκρατικό τους πολίτευμα. Αποφασίζει λοιπόν να δράσει δυναμικά στην «Εκκλησία του δήμου», όπου εκφώνησε και τους μνημειώδεις και πύρινους Φιλιππικούς και Ολυνθιακούς λόγους του.
Οι Αθηναίοι πεισθέντες από τον ρήτορα κινήθηκαν εναντίον του Φιλίππου με άλλους συμμάχους τους αλλά όχι με τη δέουσα προετοιμασία κι αποφασιστικότητα. Το αποτέλεσμα ήταν ο Φίλιππος με τον υιό του Αλέξανδρο να παραταχθούν το 338 π.Χ. στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας για τη μεγάλη και αποφασιστική μάχη με τους Έλληνες της νότιας Ελλάδας.
Σ’ εκείνη την ιστορική σύγκρουση οι Μακεδόνες με καλά εξοπλισμένο στρατό και με άριστο σχέδιο στρατηγικής στη διεξαγωγή της μάχης συνέτριψαν τους αντιπάλους τους κι έγιναν κυρίαρχοι ολόκληρης της τότε Ελλάδας. Και η μάχη εκείνη είχε μεγάλη σημασία για τους Έλληνες, διότι με την επικράτηση του Φιλίππου ενώθηκε για πρώτη φορά ο ελληνισμός, έστω και δια της βίας.
Ο Φίλιππος ένα χρόνο μετά από την ιστορική εκείνη νίκη του συγκάλεσε στην Κόρινθο το «Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων» ή «Πανελλήνιο Συνέδριο», κατ΄άλλους, με τη συμμετοχή των ελληνικών πόλεων, πλην Λακεδαιμονίων. Μέσω αυτού του Συνεδρίου αποφασίστηκε ο πόλεμος εναντίον των Περσών προς εκδίκηση, σταμάτησαν μεταξύ των πόλεων κρατών οι εχθροπραξίες και προστατεύθηκαν οι μικρότερες πόλεις από τις αυθαιρεσίες των ισχυρότερων. Οι Μακεδόνες είχαν γίνει πλέον οι ηγεμόνες της Ελλάδας για τα επόμενα 100 χρόνια.
Τέλος, για τους αιώνες που ακολούθησαν από τότε μέχρι στις μέρες μας, οι Έλληνες και μεγαλούργησαν μονιασμένοι και επίδοξους εισβολείς κατακτητές κατατρόπωσαν για να είναι πάντα ελεύθεροι αλλά και αμέτρητες άλλες φορές μπήκαν σε εμφύλιες συγκρούσεις με πολλούς νεκρούς, μίση και άλλες καταστροφές που στοίχισαν ακριβά στη χώρα μας και στο έθνος μας.
Είθε οι ηγέτες μας να ακολουθούν πάντα τη δημοκρατική και ειρηνική οδό επίλυσης των όποιων εσωτερικών κι εξωτερικών διαφορών, τόσο προς όφελος του λαού μας αλλά και την καλή συνύπαρξη με άλλους γειτονικούς μας λαούς.
Κι αυτός ο τρόπος ζωής και πορείας μας προς το μέλλον είναι πρωτίστως θέμα του ίδιου του λαού μας, ο οποίος πρέπει να απαιτεί πάντα το καλύτερο αλλά και να εθίζεται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις στη σωστή του παιδεία και την αγάπη του για τη δημοκρατία, τη μάθηση της ιστορίας του, την ελευθερία του και προκοπή του.