Η Φυγή

Της Χαράς Παπαβασιλείου

Ξένη: «Όταν πέσαμε για ύπνο, δεν πέρασε απ’ το μυαλό μας πως ήταν η τελευταία νύχτα που θα κοιμόμαστε στη θαλπωρή του σπιτιού μας. Για τελευταία φορά και την άλλη μέρα πρωί αρχίσαμε να κατεβαίνουμε και τα σκαλιά του. Και πιο πολύ απ’ τα μπογαλάκια στα χέρια μας νιώθαμε βαριά την καρδιά μας. Δεν θα τ’ ανεβαίναμε ποτέ ξανά. Μπροστά λοιπόν εμείς, πίσω οι μεγάλοι. Τελευταίος κατέβηκε ο θείος κρατώντας τα κλειδιά. Σαν έφτασαν στην αυλή η θεία μας η Καλογριά κι η Καλομάνα, στάθηκαν κι έφεραν ένα γύρο το βλέμμα τους. Απ’ όλα είχε ο κήπος μας τέτοια εποχή. Λύγιζαν τα κλαδιά τους απ’ τον καρπό! Μελιτζανιές, ντοματιές… Μας αποχαιρετούσαν μ’ εκείνη τη μυρωδιά που αγκάλιαζε το σπίτι μας τα καλοκαίρια.

»Ο θείος μας έμπηξε τη φωνή, βλέποντας τις γυναίκες να καθυστερούν. Ίσως κιόλας, για να διώξει τη λύπη. Κάθε λίγο και λιγάκι οι γυναίκες σκούπιζαν τα μάτια τους. Κι ο θείος: «Τη ζωή μας», έλεγε, δυναμώνοντας τη φωνή του όλο και πιο πολύ, λες κι ήθελε να δώσει στον εαυτό του πρώτα κουράγιο γι’ αυτά που εγκαταλείπαμε στα χέρια του εχθρού.
»Έγειρε την αυλόπορτα κι έβαλε το μεγαλύτερο απ’ την αρμάθα κλειδί στην κλειδαριά. «Μην το βρουν ανοιχτό, σαν να τους λέμε κι από πάνω: Ορίστε, περάστε», είπε. Και γυρίζοντάς το με πείσμα μουρμούρισε με θυμό: «Παλιότουρκοι. Να μη σας γίνει χαλάλι». Ήταν άνθρωπος αψύς. Το άδικο τον αγρίευε. Θεριό τον έκανε!
»Κείνη την ώρα στη γειτονιά κι άλλοι αμπάρωναν τις πόρτες τους κι έπαιρναν το δρόμο με τα πόδια για το λιμάνι του Τσεσμέ, των Λίτζων ή της Αγριλιάς. Ο δήμαρχος αρνήθηκε να μας παραχωρήσει αραμπά, για να μη σπείρουμε τον πανικό. Έτσι κι αλλιώς όμως οι αραμπάδες απαγορεύονταν κείνες τις μέρες, για να μην παρεμποδίζεται ο στρατός στο πέρασμά του για τον Τσεσμέ. Μπροστά ο προστάτης μας, πίσω εμείς. Μαζί μας ήρθε και η Μαρία με το παιδί της. Ο άντρας της, μας είπε, έλειπε στη Σμύρνη».

Κατάμεστος από κόσμο ο αμαξιτός δρόμος. Ποτάμι που ζητούσε διέξοδο στη θάλασσα. Με μπόγους στους ώμους ή κρεμασμένους στα χέρια προχωρούσαν γυναίκες, άνδρες, παιδιά. Μάνες με τα μωρά αγκαλιά. Γαντζωμένα στις φουστάνες των γιαγιάδων τα μεγαλύτερα πήγαιναν. Νέοι και νιες φορτωμένοι το άχθος της ζωής, πριν προκάμουν να γευτούν τη χαρά της, ακολουθούσαν το ρεύμα. Πού άραγε θα τους έβγαζε; Τα κανονάκια της οπισθοφυλακής βαστούσαν την άμυνα δίνοντας χρόνο να φτάσουν στα καράβια οι φαντάροι. Αφού διέσχισαν κακοτράχαλα βουνά, πεδιάδες και ποτάμια πολεμώντας τον εχθρό, κατευθύνονταν τώρα προς τη θάλασσα κι εκείνοι. Αδημονούσαν. Στο γαλάζιο της βλέμμα αντίκριζαν την ελπίδα πως θ’ αντάμωναν τους αγαπημένους τους. «Θάλασσα, θάλασσα», φώναζαν αναζωπυρώνοντας τρεις χιλιετίες μετά την ιαχή των Μυρίων: «Θάλαττα θάλαττα». Αυτή ήταν η σωτηρία τους τότε και τώρα: της πατρίδας τους η ακριβή αγκαλιά, πλούτος και γλυτωμός. Τα παρατημένα όμως στην τύχη τους άλογα, μόλις έπιναν με βουλιμία το αλμυρό της νερό ψοφούσαν».
Σούρουπο έφτασαν στο λιμάνι της Αγριλιάς ο πατήρ Αναστάσιος με την υπόλοιπη οικογένεια κι έσμιξαν με τους άλλους που είχαν κατακλύσει το λιμάνι. Μόνο των Φώτων έβλεπε κανείς τέτοιο ανθρωπολόι. Μα τότε ήταν ο κόσμος της χαράς, του πανηγυριού! Και τούτος της συμφοράς. Τα καΐκια πηγαινοέρχονταν στις ακτές της Ερυθραίας, σώζοντας εκατοντάδες ζωές.

Ξένη: «Όσοι τον άκουσαν τον άκουσαν. Οι άλλοι πήγαν κακήν κακώς», έλεγε η μάνα μου για τον θείο της τον παπά, που είχε συμβουλέψει τους Αλατσατιανούς να φύγουν.
»Ήταν νύχτα. Πίσσα σκοτάδι γύρω μας. Στο καΐκι ήμασταν πολλοί, τόσοι, που εγώ και η Διονυσία βουτούσαμε το χέρι μας στο νερό. Ο καϊκτσής μας είπε να μην κινηθεί κανείς, ούτε ν’ ανάψει τσιγάρο, μη μας πάρει είδηση κάνα τούρκικο καράβι. Καθώς πηγαίναμε για τη Χίο, ακούγαμε τα κανόνια του Αβέρωφ που βαστούσαν την άμυνα κι ένας εκεί κοντά μας πλατσούριζε στο νερό, ζητώντας μας βοήθεια. Η βάρκα του είχε βουλιάξει. Με κίνδυνο να βουλιάζαμε κι εμείς, ο καϊκτσής τον τράβηξε και τον έκατσε δίπλα του στο τιμόνι. Μέχρι που φτάσαμε στο λιμάνι, μοιρολογούσε το γιο του. Δεν ήξερε κολύμπι και πνίγηκε. «Σαν μ’ έπιασε απ’ τον ώμο, τον έσπρωξα εγώ ο πατέρας φονιάς», έλεγε και ξανάλεγε θρηνολογώντας. Αλήθεια, ψέματα; Ποιος ήξερε… Ο καθένας νοιαζόταν για τη δική του ζωή». (Απ’ το μυθιστόρημά μου «Υπόσχεση. Με του Αιγαίου τα κύματα 1922).