Θωμάς Ψύρρας: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Το ουρλιαχτό δεν χωράει σε λόγια και περιγραφές.
Σαν τον εφιάλτη που βλέπεις νύχτα και σε συνταράζει και, το πρωί,
όταν πας να τον αφηγηθείς, βγαίνει κούφιος και ψόφιος
Ο Θωμάς Ψύρρας γεννήθηκε το 1954 στον Τύρναβο της Θεσσαλίας. Σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Υπήρξε εκδότης του εκπαιδευτικού περιοδικού Σημείο, µέλος της ομάδας του περιοδικού Αυτό και του περιοδικού Γραφή. Μελέτες και άρθρα του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Γραφή, Σημείο, Αντί και στις εφημερίδες Ελευθερία, Αυγή, Ελευθεροτυπία και Καθημερινή. Κείμενά του ανθολογήθηκαν στα σχολικά βιβλία των Νέων Ελληνικών. Μεταξύ άλλων έχει εκδώσει το μυθιστόρημα ΜαράνΑθά (Κέδρος, 2004), το οποίο παρουσιάστηκε το 2009 στο θέατρο σε σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη µε πρωταγωνίστρια τη ΓιασεµήΚηλαηδόνη. Από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορούν τα βιβλία του Κιλελέρ, στον ήλιο μοίρα (2010), Θα βοσκήσω το μαύρο (2017) και Τι απομένει απ’ τη φωτιά (2022), το οποίο μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του πρόσφατου μυθιστορήματός σας Τι απομένει απ’ τη φωτιά;
Μια τυχαία συνάντηση με έναν εκπατρισμένο και μετανάστη Αρμένιο και μια νύξη στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Σολζενίτσιν για κάποιους ανώνυμους Έλληνες φυλακισμένους στην Ουγγαρία. Δύο ερεθίσματα σε διαφορετικές στιγμές, ασύνδετα μεταξύ τους, έγιναν αιτία να πάρει μπροστά η αφήγηση.
Ποιες ήταν οι πηγές που σας βοήθησαν να γράψετε το βιβλίο;
Πολλά βιβλία της τοπικής θεσσαλικής Ιστορίας (π.χ. Παπαγιάννης, Αρσενίου), τοπικές αρχειακές πηγές, η πολύ πλούσια παραγωγή για τα στρατόπεδα εργασίας και τις συνθήκες στη Σοβιετική Ένωση (Σαλάμοφ, Τοντόροφ, Κέσλερ κ.ά.) και πλήθος μαρτυρίες για τους Έλληνες της Τασκένδης. Χρειάστηκα χάρτες, φωτογραφίες, αναζήτηση σε αρχεία κ.λπ. Θεωρώ ότι η πραγματολογική στοιχείωση σε ένα αφηγηματικό κείμενο είναι βασικό μέλημα του συγγραφέα, κι όχι μόνο για λόγους αληθοφάνειας. Άλλωστε αυτή η επιδίωξη, νομίζω, φαίνεται καθαρά στο Τι απομένει απ’ τη φωτιά.
Ο Αρμένιος ΑρτέμΑμπαριάν, γεννημένος στην Ελλάδα, άνθρωπος με διπλή ταυτότητα, καταγράφει τη ζωή του σε μια επιστολή που απευθύνει στον γιο μιας συμμαθήτριάς του. Γιατί όταν τον ρωτούν απαντά ότι είναι Έλληνας και Αρμένιος;
Ο ήρωάς μου δεν έχει διπλή ταυτότητα. Με πολλές ταυτότητες πορεύεται (εθνικές, κοινωνικές και ιδεολογικές). Αν και ο ίδιος μέσα του έχει απαντήσει. Έχει την αίσθηση της ενότητας ενός εαυτού με πολλά «πρόσωπα», που το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Ο Αρτέμ είναι ιδιαίτερα σύνθετος ήρωας. Παρότι ελάχιστα αναφέρεται στα ψυχολογικά του, αποκτά ένα πρόσωπο εξαγνισμένο στην εγκαρτέρηση.
Η περιγραφή που κάνει ο Αρτέμ μοιάζει σαν μια οδύσσεια. Πόσο επηρεάζει έναν άνθρωπο αυτή η συχνή αλλαγή τόπου διαμονής;
Δεν είναι καθαυτή η μετακίνηση το πρόβλημα. Είναι κάτω από ποιες συνθήκες αναγκάζεσαι να μετακινηθείς. Γιατί ειδικά η βίαιη μετακίνηση διαμορφώνει λογής πρόσωπα: διωκόμενος, διωγμένος, φυγάς, εκπατρισμένος, ξένος, μετανάστης… Το καθένα από αυτά τα πρόσωπα έχει διαφορετικό συναισθηματικό προσδιορισμό, χρειάζεται διαφορετικό χειρισμό, έχει διαφορετικό ιδεολογικό βάρος. Η διαχείρισή τους είναι η μέγιστη δυσκολία. Και εκεί πιθανώς συνθλίβονται ζωές.
Ποια είναι γι’ αυτόν η αληθινή πατρίδα;
Είναι η παιδική και εφηβική του ηλικία, ο χώρος που επώασε μια επιθυμία ή ένα όνειρο ζωής. Εκεί που φύτεψε ένα αμπέλι (που δεν το φύτεψε παρά μόνο με τα λόγια). Πατρίδα είναι εκεί που γυρνάει ο νους του.
Η Ιστορία δεν σε ρωτάει. Σε παίρνει σαν το άχερο και σαν την ανεμίδα στο αλώνι και σε πάει.
Ο Αρτέμ θέλει να γράψει, να πει όλα αυτά που του συνέβησαν. Γιατί ο γραπτός λόγος είναι η καλύτερη μορφή μαρτυρίας για όσα συμβαίνουν ή συνέβησαν σε έναν άνθρωπο;
Ο Αρτέμ –όπως χιλιάδες άλλοι που πέρασαν αντίστοιχα βάσανα και διώξεις– δεν θέλει να γράψει. Γι’ αυτό παιδεύεται πολύ με τη γραφή. Μόνο επειδή έδωσε μια υπόσχεση και πρέπει να την τηρήσει. Οι άνθρωποι σαν αυτόν παραμένουν στην εγκαρτέρηση της σιωπής. Για έναν λόγο και μόνο: φοβούνται να βάλουν λόγια στο χαρτί, γιατί δεν φτάνουν οι λέξεις να μεταδώσουν το βιωμένο κακό. Το ουρλιαχτό δεν χωράει σε λόγια και περιγραφές. Σαν τον εφιάλτη που βλέπεις νύχτα και σε συνταράζει και, το πρωί, όταν πας να τον αφηγηθείς, βγαίνει κούφιος και ψόφιος.
Μικρά Ασία, γερμανική Κατοχή, Εμφύλιος.
Γιατί και στις τρεις περιόδους ο ήρωάς σας είναι μπλεγμένος σε απίθανες ιστορίες;
Δεν υπάρχει «γιατί», φίλε μου! Η Ιστορία δεν σε ρωτάει. Σε παίρνει σαν το άχερο και σαν την ανεμίδα στο αλώνι και σε πάει. Η Ιστορία δεν νοιάζεται για το μεμονωμένο άτομο. Κοίτα την Ουκρανία. Αυτοί οι άνθρωποι μέχρι χτες είχαν μια ταχτοποιημένη ζωή. Και ξαφνικά με ένα σακίδιο βρίσκονται στον δρόμο κυνηγημένοι. Γιατί; Μπορείς να απαντήσεις με λογής βαθυστόχαστες αναλύσεις. Αλλά το δικό τους «γιατί», το «γιατί» του μεμονωμένου ατόμου δεν απαντιέται.
Πώς καταλήγει ο Αρτέμ να γίνει ένα από τα ανώνυμα θύματα της Ιστορίας;
Αυτή είναι η δουλειά της λογοτεχνίας. Να μιλήσει και γι’ αυτά. Αν δεν το κάνει, κι αν κυρίως το αποκρύψει, πρόκειται για συνενοχή.
Μιλώντας για τα δικά του βάσανα, εξιστορεί τις χαμένες προσδοκίες και τους διωγμούς εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ποιες ήταν οι ζημιές που προκάλεσαν στους ανθρώπους όλες αυτές οι ανακατατάξεις στην Ευρώπη;
Δεν ξέρω αν έχουμε συνειδητοποιήσει πόσα εκατομμύρια άνθρωποι στην Ευρώπη μετακινήθηκαν βίαια, εκδιώχθηκαν, πέρασαν στην προσφυγιά μέσα στον 20ό αιώνα. Η Σκοτεινή ήπειρος του Μαζάουερ δείχνει μια εικόνα με την παράθεση αριθμών. Αλλά οι αριθμοί είναι αριθμοί και δεν μιλούν για το από πίσω βίωμα. Οι ζημιές; Με μία λέξη: «Πόνος». Ανείπωτος πόνος.
Η περιπλάνηση του Αρτέμ στην Τσεχία, την Ουγγαρία και τη Ρωσία δείχνει και τα αδύνατα σημεία των καθεστώτων. Κάποια στιγμή ο Κουντσού τον συμβουλεύει να είναι αισιόδοξος. Πόσο μπορεί να είναι αισιόδοξος ένας καταδιωγμένος;
Ο Αρτέμ είναι κρατούμενος. Δίχως κατηγορία. Η αβεβαιότητα είναι χειρότερη από την επιβεβλημένη ποινή. Σ’ αυτές τις συνθήκες η αισιοδοξία είναι συνώνυμη της καθ’ ημέραν επιβίωσης. Κι ο Αρτέμ σιγά σιγά το ενστερνίζεται και επιβιώνει.
Προσπαθεί να ερωτευτεί και συναντά την άρνηση. Μήπως η ανασφάλεια κάνει τους ανθρώπους να φοβούνται να αγαπηθούν μεταξύ τους;
Όχι. Ακόμα και στη μέγιστη ανασφάλεια οι άνθρωποι θα ερωτεύονται και θα ερωτεύονται βαθιά. Η ανασφάλεια εξοντώνει την επιδίωξη της διάρκειας. Διαλύει τη βάση του συναισθήματος. Και μάλιστα στους πραγματικά μεγάλους έρωτες, που ανθούν σε δύσκολες περιόδους, η «άρνηση» δεν είναι απόρριψη του άλλου. Είναι αντίθετα βαθιά αγάπη, έγνοια προφύλαξης για να μην πάθει κάτι ο/η αγαπημένος/η.
Και στο τέλος η Αρζεντίνα. Μια μυθική χώρα με πολλές εκπλήξεις. Γιατί και εδώ ο Αρτέμ νιώθει απελπιστικά μόνος;
Είναι πάλι ξένος. Και προσπαθεί να κρατηθεί από τη γλώσσα, από λίγους φίλους, από μοναχικούς περιπάτους. Ένας άνθρωπος που πέρασε από φυλακές είναι πάντα μόνος με τη σκιά του. Πάντα κοιτά πίσω του. Πάντα νιώθει ότι επίκειται κάποιο κακό. Και πώς να το ημερέψεις;
Το βιβλίο σας είναι γραμμένο έτσι ώστε να διαβάζεται απνευστί μέχρι το τέλος. Πώς το καταφέρατε;
Επέλεξα τον τρόπο της επιστολής, η οποία ενσωμάτωσε τη μαρτυρία του Αρτέμ. Έχω εμμονή με τον λαϊκό λόγο και τη γραμμική λαϊκή αφήγηση. Ήθελα –δίχως πολλά αφηγηματικά παιχνίδια– να γράψω μία ζωή σαν να έλεγα ένα παραμύθι.
Υπάρχουν σήμερα ολοκληρωτικά καθεστώτα σαν αυτά που αναφέρετε στο μυθιστόρημά σας ή ανήκουν μόνο στη σφαίρα της φαντασίας;
Μακάρι να ανήκαν στις σφαίρες της φαντασίας. Δυστυχώς, υπάρχουν. Και, δυστυχέστερα, συναντούν κάποιους θαυμαστές ανάμεσά μας που τα επικροτούν.