Λένε πολλές ιστορίες στον Νότο του Κόσμου…
Λένε πως στα νερά του Ειρηνικού, στην ακτή της Χιλής απέναντι απ’ τη Νήσο Μότσα, στις 20 Νοεμβρίου 1820, ένας μεγάλος λευκός φυσητήρας επιτέθηκε και βύθισε το φαλαινοθηρικό Essex που είχε αποπλεύσει απ’ το λιμάνι του Ναντάκετ, στον βόρειο Ατλαντικό, δεκαπέντε μήνες πριν απ’ το ναυάγιο.
Λένε πως ο τεράστιος λευκός φυσητήρας επιτέθηκε στο Essex επειδή οι φαλαινοθήρες είχαν σκοτώσει μια θηλυκιά φάλαινα και το μικρό της.
Λένε πως χρειάστηκαν πολλές βάρκες για να πιάσουν τον μεγάλο λευκό φυσητήρα που τον αποκαλούσαν Μότσα Ντικ και που ήταν είκοσι έξι μέτρα μήκος ,και πως , τη στιγμή του θανάτου του , είκοσι χρόνια μετά την βύθιση του Esssex, είχε πάνω από εκατό καμάκια καρφωμένα στο σώμα του.
Λένε πως, τις νύχτες με πανσέληνο, μπροστά στην ανατολική ακτή της ακατοίκητης Νήσου Μότσα , φαίνεται ν΄ αναδύεται απ΄ τα βάθη της θάλασσας ένας τεράστιος λευκός φυσητήρας , ίδιου χρώματος με το φεγγάρι ( Η πραγματική ιστορία του Μότσα Ντικ ενέπνευσε, εν μέρει, τον Χέρμαν Μέλβιλ για το αριστούργημά του: Μόμπι Ντικ, ή Η φάλαινα (1851)).
Ναι. Λένε πολλές ιστορίες στο Νότο του Κόσμου …
Μία από αυτές τις ιστορίες μας λέει και ο νοτιοαμερικάνος συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα :
Ένα καλοκαιρινό πρωινό του 2014, στο Πουέρτο Μοντ της Χιλής , εμφανίστηκε μια φάλαινα φυσητήρας που είχε εξοκείλει στην ακτή με τα βότσαλα. Είχε μήκος δεκαπέντε μέτρα , και το σταχτί της σώμα ήταν ασάλευτο.
Κάποιοι ψαράδες είπαν πως το κήτος είχε μάλλον χάσει το δρόμο του, κάποιοι άλλοι ότι μπορεί και να΄ χε δηλητηριαστεί απ΄ όλα αυτά τα σκουπίδια που ρίχνονται στη θάλασσα , και όλοι όσοι ήμαστε γύρω απ΄ το μεγάλο θαλάσσιο κήτος , κάτω απ΄ τον γκρίζο ουρανό του Νότου , το τιμήσαμε με μια μακρά , βαριά σιωπή. Ώσπου ήρθε ένα καϊκι και κάποιοι πήδηξαν στο νερό κρατώντας χοντρά σκοινιά που τα έδεσαν στο ραχιαίο πτερύγιο , την ουρά του ζώου. Μετά , πολύ αργά, το καϊκι τράβηξε νότια , σέρνοντας το άψυχο σώμα του θαλάσσιου γίγαντα.
«Τι θα την κάνουν την φάλαινα ;» ρώτησε ένα μικρό αγόρι ,έναν ψαρά.
«Θα τη σεβαστούν» είπε χαμηλόφωνα ο ψαράς. «Όταν βγουν στ΄ ανοιχτά , νότια του κόλπου , θα την ανοίξουν , θα την αδειάσουν για να μην επιπλέει, και θα την αφήσουν να βυθιστεί στο κρύο σκοτάδι του ωκεανού.»
Σε πολύ λίγο , το καϊκι και η φάλαινα εξαφανίστηκαν κι όλοι αποχώρησαν απ΄ την ακτή , όλοι εκτός από το αγόρι. Κάποιος το πλησίασε «Είμαι και εγώ λυπημένος » είπε στο παιδί . «Από εδώ είσαι ;»
«Ναι» είπε . «Είμαι λαφκέντσε. Ξέρεις τι σημαίνει; »
«Άνθρωπος της θάλασσας» απάντησε ο άνδρας.
«Και εσύ γιατί είσαι λυπημένος; » ρώτησε το παιδί.
«Για τη φάλαινα. Τι λες να΄ παθε»
«Για σένα είναι μια φάλαινα νεκρή , για μένα , πολύ περισσότερα πράγματα .Η δική σου λύπη και η δική μου δεν είναι ίδιες » απάντησε το αγόρι.
Μετά το αγόρι έδωσε στο χέρι του άνδρα κάτι που καλά καλά δε χωρούσε στο δικό του. Ήταν ένα κοχύλι. « Βάλ΄ το στ΄ αυτί σου, κι η φάλαινα θα σου μιλήσει» είπε ο μικρός λαφκέντσε κι έφυγε τρέχοντας .
Ο άνδρας έκανε αυτό που του΄ χε πει. Και κάτω από τον γκρίζο ουρανό του Νότου , μια φωνή του μίλησε με το αρχαίο ιδίωμα της θάλασσας.
Η μνήμη της φάλαινας αρχίζει να μιλάει για τον άνθρωπο, για τον κόσμο της , γι΄ αυτά που έμαθε από τους ανθρώπους , για τη συνάντησή της με μιαν άλλη φάλαινα , για τα κίνητρα των ανθρώπων, για ένα μεγάλο μυστικό, για…
Διαβάστε το.
Ο Luis Sepulveda (Λουίς Σεπούλβεδα) γεννήθηκε το 1949 στο Ovalle, στο βορρά της Χιλής. Συμμετείχε σε φοιτητικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στο στρατοκρατικό καθεστώς της χώρας του, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού του στη φυλακή, και με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας, αποφυλακίστηκε, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα, δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους ινδιάνους Σουάρ και αποκόμισε εμπειρίες που άλλαξαν την αντίληψή του για τον κόσμο και του πρόσφεραν το υλικό για το πρώτο του μυθιστόρημα: «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» (opera, 1993).
Στρατεύτηκε στο διεθνές τάγμα «Σιμόν Μπολίβαρ» και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας. Το 1980 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και συνδέθηκε με την οικολογική οργάνωση Greenpeace. Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο. Του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία. Στα ελληνικά κυκλοφορούν: «Ο κόσμος του τέλους του κόσμου» (opera, 1994), «Όνομα ταυρομάχου» (opera, 1995), «Patagonia express» (opera, 1996), «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει» (opera, 1997), «Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer» (opera, 1997), «Hot Line» (opera 1998), «Αν δεν έχεις πού να κλάψεις» (opera 1998), «Χρονικά του Περιθωρίου».
Εκδόσεις Opera σελ. 86