ΚΑΠΟΤΕ …ΠΑΛΙΑ

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΜΠΟΥΡΑΣ

Μέσα στη γενική κατήφεια και τη σημερινή φαινάκη , της ψεύτικης ευμάρειας των τελευταίων ετών, μερικοί ,ίσως και πολλοί θυμηθήκαμε το παρελθόν μας που δεν είχαμε και τόσα πολλά όσο σήμερα και σε αυτό το μόρφωμα που μας οδήγησε ο άκρατος και καταναλωτικός καπιταλισμός.
H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή, περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας…
Δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε, ασχέτως αν θέλαμε.
Ακόμα και οι πόνοι και άλλα μκροατυχήματα, περνούσαν με την αναμονή και διάφορα καταπλάσματα των γιαγιάδων μας . Παίζαμε με τόξα ,βέλη, κοτρώνες, ανάβαμε φωτιές τα βράδια . Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Οι μεγάλοι αργά στις αυλές ,μεσ’ τα γιασεμιά και τα μπουγαρίνια, συζητούσαν τα προβλήματά τους και έτσι δεν υπήρχαν ψυχίατροι.

Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα στο λεωφορείο και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης».
Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και… μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά.. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα.

Οι κούνιες ήταν φτιαγμένες από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες. Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα, όπως τα πατίνια με τα κλεμμένα ρουλεμάν, για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» η κοινώς ΄΄σούρχομαι΄΄ και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Εδώ για όλα τα ατυχήματα είχαμε μια γυναικολογική κλινική που μας έραβαν τα κεφάλια όταν πέφταμε στα επικίνδυνα παιγνίδια μας.
Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Ντομάτα, τυρί και ψωμί με λάδι. Κανείς δεν μπορούσε να μας βρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά.
Σπάζαμε τα κόκκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπευθύνους». Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν «έτρεχε τίποτα». Μας βαράγανε οι (όντως πολύ καλοί δάσκαλοί μας), με βίτσες και άλλα συναφή…
Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα.

Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε.
Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο.
Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Όταν πρωτοβγήκε το παγωτό ξυλάκι, πήραμε ένα με 40 δεκάρες και το φάγαμε πέντε φίλοι. Κάναμε σαν να είχαμε φάει κάτι το εξωτικό!
Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση και από πηγάδια και φυσικά ούτε λόγος για εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξίδι..

Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, NOVA, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους.
Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα – μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία.
Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Τότε, το κρυφτό ήταν “υπερπαραγωγή”: ξεκινούσε απόγευμα, αφού είχες διαβάσει και σε άφηνε η μαμά να βγεις στη γειτονιά, και τελείωνε μαζί με τις ειδήσεις των χουντοκάναλων της ΕIΡΤ και ΥΕΝΕΔ που βάζανε και τον΄΄ Παράξενο Ταξιδιώτη΄΄ στις 10 το βράδυ!
Παίζαμε ποδόσφαιρο ατελείωτες ώρες… Χάσαμε χιλιάδες μπάλες.
Άσε που όλοι είχαμε τα γόνατά μας καταχτυπημένα, αλλά δεν μας ένοιαζε! Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Παίζαμε στα στενά και περνούσε αυτοκίνητο μια φορά στις τρεις ώρες.

Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στον σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε;
Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι.
Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ.

Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά.Επίσης μαζεύαμε πείνες στα ρηχά της παραλίας ,όπου υπήρχαν άφθονες. Διαβάζαμε δανεικά, μικρό σερίφη και μικρό ήρωα. Ο σινεμάς σπάνιος αλλά κάτι το μαγικό για μας τότε!!!
Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα για να τους… βάλουμε χέρι, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room και γράφοντας ; ) : D : P>!!!!! Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε. Αυτή ήταν μια μικρή περιήγηση στο παρελθόν φίλοι μου ζώντες και ένα αφιέρωμα σε όσους χάθηκαν πρόωρα
Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»… συγχαρητήρια! Είχες την τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί….”

ΤΩΡΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΤΕ ΣΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΚΑΙ ΣΥΓΝΩΜΗ!!
ΙΣΩΣ ΚΑΠΟΙΟΙ ΘΥΜΗΜΗΘΗΚΑΝΕ ΚΑΤΙ ….! ΚΑΤΙ ΑΞΙΖΕ Η ΕΠΟΧΗ!.