«ΚΑΤΣΕ ΝΑ ΣΟΥ ΜΟΛΟΓΗΣΩ»-του Βασίλη Μαλισιόβα

πρόλογος: Γ. Τράπαλης – σελ. 272, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2020.

Γράφει ο ΠΕΤΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΙΔΗΣ
νεοελληνιστής φιλόλογος – συγγραφέας

Παραμυθητική είναι η ανάγκη του ακάματου ερευνητή και ιστοριοσυλλέκτη Βασίλη Μαλισιόβα να ανατρέξει στο παρελθόν της ιδιαίτερης πατρίδας του Ηπείρου (ειδικώς των ορεινών και αγροτικών συνοικισμών του νομού Άρτης, με επίκεντρο τη γενέτειρά του Μαρκινιάδα Άρτης) και να διασώσει «ιδέαν τινά» της προπολεμικής (προ του 1940), πολεμικής και έν τινι βαθμώ μεταπολεμικής ζωής των ανθρώπων τους.
Είναι παρηγορία που αγγίζει το βαθύ υπόστρωμα της ψυχής του, σαν μια θεία λειτουργία κατά την οποία ο Χρόνος σαν Μέγας Αρχιερεύς διαβάζει από τα κατάστιχά του τις αγνές ψυχές.
Μια Ανάσταση, στην οποία σμίγουν εν τω αυτώ ζώντες και τεθνεώτες, μια Υπέροχη αλλά και Υπερβατική Ένωση που σαν θαύμα ή σαν μέσα από ρήγμα σεισμού ο φιλίστωρ συγγραφέας επιζητεί.

Ένα ευμέγεθες Σώμα Ανθρώπων (όλοι οι συμμετέχοντες μοιάζουν να συναιρούνται σε ένα και μόνο Σώμα) που κι αν πέρασαν, ή κι αν περνούν ακόμη από τον δρόμο της ζωής, αφήνουν πίσω τους τα βαθιά ίχνη ή τα ευλογημένα τους κατάλοιπα, ταγμένοι σε έναν ανώτερο Σκοπό, υποταγμένοι όπως φαίνεται σε μιαν Υψηλή Ιδέα, που θα μπορούσε να είναι «το συλλογικό καλό», «η επιβίωση, συμβίωση και πρόοδος μιας κοινότητας ή τοπικής κοινωνίας».
Αίμα από το αίμα τους κι ο συγγραφέας, ανοίγει θέση στην πλατιά και ευρύχωρη ψυχή του για να χωρέσουν οι ιστορίες τους, ήτοι οι ψυχές των προπατόρων, συγγενών και συγχωριανών του. Αυτό πρέπει να είναι τελικά το μεδούλι της παρηγορίας για τον νοήμονα και φιλόπονο συγγραφέα: η σωτηρία, εν τέλει, αυτών των ψυχών, μέσα από τον ατόφιο, αυθεντικό και ακριβώς-πιστώς μεταγραφέντα στο χαρτί Λόγο τους. Ο Λόγος τους είναι η Μεγάλη Πύλη που, καθώς ανοίγει, αφήνει να διεισδύσει το φως ώς τα έγκατα της ψυχής τους.

Και καθώς ο Βασίλης Μαλισιόβας διασώζει, γαληνεύει εν μακαριότητι, καθώς συγκρατεί, μαγεύεται και αιχμαλωτίζεται θρέφοντας και την δική του ψυχή, καθώς «ανασκάπτει», καταγράφει και ευρίσκει, καθώς αείποτε συγκεντρώνει, ταυτίζεται οργανικά – ψυχικά με όλα τα ευρήματα, τα πράγματα των «παρελθόντων» και προεχόντως τους φορείς και κληρονόμους τους, που μετέχουν στην πλουτοφόρα ανασκαφή. Αυτούς που, αν η Επιστήμη της Τοπικής Ιστορίας βαφτίζει κάπως ουδέτερα «πληροφορητές» και «χρονομάρτυρες», η Συνείδηση του συγγραφέα αδιστάκτως και αισθαντικώς, παραδεχόμενη, καλεί «ήρωες».
Ως άλλος Οδυσσεύς, που ωστόσο ποτέ δεν έφυγε από το Θιάκι του, ο συγγραφέας Βασίλης Μαλισιόβας δεν γυρνά απλώς, σαν αδιάφορος τουρίστας, στους γενέθλιους τόπους, ή στο όνομα μιας τυπικής υποχρέωσης, επιστρέφει με την καρδιά ανοιχτή στέρνα, ως/σαν ευεργέτης, κτίζοντας λέξη λέξη ένα μικρό λόγω οικονομίας και κομψότατο Μουσείο Αναμνήσεων και Μαρτυριών.

Με τη στάση του αυτή, είναι βέβαιο πως δίδει ένα διδακτικό παράδειγμα ή πρότυπο ζωής σε όλους μας. Διδάσκει καθέναν οδοιπόρο του κόσμου τούτου να αναρωτηθεί κάποτε για το «πόθεν» της προέλευσής του, τον κεντρίζει να μην πορεύεται μηχανικά και τυφλά προς τα εμπρός αλλά να κινήσει, έστω και για κάποιες στιγμές, προς τα πίσω, ανάδρομα προς το ρεύμα του χρόνου.
Για τον Βασίλη Μαλισιόβα το ταξίδι της λαογραφικής έρευνας, που το αναπτύσσει κυριολεκτικά σώματι και ψυχή, με ολόθερμο ζήλο και ατράνταχτο κι ασίγαστο μεράκι, είναι πηγή πραγματογνωσίας αλλά και αυτογνωσίας, γενικής και ειδικής. Μαθαίνοντας για την Ήπειρο και την Άρτα, μαθαίνει τι ήταν η νεότερη Ελλάδα προ ενός —και περισσότερο—αιώνος. Ποιοι άνθρωποι – μικροί ημίθεοι στα αλήθεια τη σήκωσαν στις πλάτες τους, ποιοι Ήρωες της Κάθε Μέρας πολέμησαν για τα ιερά και τα όσια, υπέρ βωμών και εστιών, ποιοι βιοπαλαιστές – ταγοί του καθημερινού καθήκοντος νότισαν τα χώματά της με τον ιδρώτα, το δάκρυ και το αίμα τους.

Παρατάσσοντας τη μία μετά την άλλη τις «παλιακές», όπως τις ονομάζει, ιστορίες, που σε αυτή τη συλλογή συγκεντρώνει, οι οποίες μετά πάσης βεβαιότητος μόνον τον πυρήνα της αρχικής έκτασής τους συγκρατούν, ένεκα της εκδοτικής αναγκαιότητας σύμπτυξης και περικοπής τους, ο Βασίλης Μαλισιόβας φωτίζει έναν τρόπο ζωής σχεδόν άγνωστο στους συγκαιρινούς του, και δη στους κατοίκους των αστικών κέντρων, έναν τρόπο ζωής κάποιων αλλοτινών γενεών της νεότερης Ελλάδας, που δίχως άλλο έβαλαν τα θεμέλια της μετάβασης στον σύγχρονο μεταπολεμικό και εν πολλοίς μοντέρνο νεοελληνικό κόσμο.
Αυτές οι γενιές, δηλαδή, που μοιάζουν με γέφυρες ηπειρώτικες (κι όχι ευάλωτες ξυλογέφυρες) που άντεξαν τα φορτία πολλών χρόνων, γέννησαν και ανέθρεψαν εν μέσω απερίγραπτων κακουχιών και δυσκολιών τους παίδες των δεκαετιών του 1920 και 1930 κι αυτές οι τελευταίες με τη σειρά τους τούς νεότερους των δεκαετιών του 1950 και 1960, ώστε, εν τέλει, να σχηματίζεται, εν είδει μιας σκυταλοδρομίας, μια παράδοση γενεών, εν προκειμένω στα τιμημένα ηπειρώτικα χώματα, σαν ένας Μέγας ποταμός αείρροος, που από την πηγή του και βαίνοντας ολοένα προς τα εμπρός κατευθύνεται προς τη θάλασσα. Τη Θάλασσα του Χρόνου.

Σε κάποιο σημείο αυτής της εμπροσθοτενούς πορείας του Δυνάστη Χρόνου, στέκεται και ο Βασίλης Μαλισιόβας, οξυδερκής παρατηρητής και ανήσυχος – φιλοπερίεργος λαογράφος.
Με το βλέμμα του πάντα ζωηρό, ικανό να αναγιγνώσκει και να ερμηνεύει εύστοχα τα γεγονότα του παρόντος, αισθάνεται ως οφειλή να το στρέψει τώρα και προς το παρελθόν, ώστε να απαθανατίσει στο χαρτί εικόνες ζωής άγνωστες (ή στην καλύτερη περίπτωση λησμονημένες, ακόμη και από τους σεβάσμιους καταθέτες που κατά καιρούς συναντά [αυτούς που δεν ντρέπονται να προδώσουν την αλλοτινή πενία τους, που εμείς, παραδόξως, την υποδεχόμαστε ως αναμφισβήτητο θησαυρό]).
Αυτές οι «παλιακές», όπως τις ονομάζει, ιστορίες διασυνδέονται με θαυμαστό τρόπο με τις ιστορίες του παρόντος χρόνου, και αυτή η διασύνδεση αποτελεί μιαν άλλη γέφυρα, έναν τρόπο σύναψης και προπαντός σύγκρισης του παρόντος με το παρελθόν.
Όταν ένας άνθρωπος του καιρού μας ακούει αυτές τις ιστορίες, και ειδικά όταν τις ακούει και με τα αυτιά αλλά και με την ψυχή του, είναι αδύνατον να μην αισθανθεί μείγμα αυθεντικών συναισθημάτων να ανακινείται μέσα του: ανάμεσα σε αυτά η έκπληξη και ο θαυμασμός για τον μεγάλο αγώνα και κόπο των ανθρώπων των εποχών εκείνων, ο πόνος και η συμπάθεια για τη διέλευσή τους μέσα από οδούς συνεχόμενης ταλαιπωρίας και παντοειδούς δοκιμασίας, πρωτίστως, δε, ως κορυφαίο όλων των συναισθημάτων, η συγκίνηση.

Το γενικό μήνυμα του βιβλίου δεν είναι ο —παθολογικός— εξωραϊσμός της δυστυχίας και της ένδειας, αλλά η προβολή της ανθρώπινης αγωνιστικότητας εν μέσω των πιο δυσχερών βιοτικών συνθηκών. Ο συγγραφέας είναι σαν να συμβουλεύει τον άνθρωπο του καιρού του να αναζητήσει μέσα του τα σωτήρια για τις δύσκολες ώρες αποθέματα της υπομονής και της ευστροφίας. Όποιος έχει ασκημένο το μυαλό κι έτοιμη την ψυχή, μπορεί να προσαρμόζεται ακόμη και στα πιο απρόβλεπτα συμβάντα του βίου. Αν πλησιάσει το τότε τη ζωή τού σήμερα, διαπιστώνεται πως αναφορικά με το πλέγμα των ανθρώπινων αναγκών απόλυτη ομοιότητα ή ταύτιση συμβαίνει. Δεν μεταβλήθηκαν οι ανάγκες του ανθρώπου, παραμένουν οι ίδιες σε κάθε εποχή, είτε αυτές έχουν να κάνουν με τη διατροφή, τη στέγαση, την ένδυση, την υπόδηση, τη θέρμανση κ.λπ. Αυτό που μεταβάλλεται είναι το οπλοστάσιο των υλικών μέσων, ενώ μεγάλη απειλή πλέον θεωρείται η εξάντληση των φυσικών πόρων σε όλο τον πλανήτη. Οι Ηπειρώτες πληροφορητές κλείνοντας το μάτι στον άνθρωπο της πόλης είναι σαν να του λένε: Αν μάθεις να ζεις και με τα λίγα ή το… τίποτα, δεν θα σε τρομάζει καμία έλλειψη, καμία επί τα χείρω μεταβολή.

Θα νιώθεις βεβαίως βασιλιάς μέσα στο βασίλειο της καλοπέρασής σου, με τα φώτα να καίνε, τα νερά να χύνονται, τα φαγιά να πετιούνται. Κι αν, ο μη γένοιτο, όλος αυτός ο Παράδεισος πάψει ξαφνικά να σου χαρίζεται, εσύ θα μπορείς, με ψυχικό κόπο αναμφίβολα, να επιβιώσεις υπό τις νέες (δυσμενέστερες) συνθήκες. Η ίδια η επιβίωση είναι ένας αγώνας, ενδεχομένως ένας πόλεμος, κι αν έχεις γυμναστεί ή προπονηθεί στις δυσκολίες, η ευμάρεια και ο ευκολιμισμός της εποχής σου θα σου επιτρέπει να μη σκέπτεσαι επ’ ουδενί τις μπόρες ή τις πλημμύρες. Να είσαι όμως έτοιμος ακόμη και για αυτές. Λάβε μέσα σου τα μέτρα ακόμη και για τα πιο μεγάλα δεινά. Προνόησε ακόμη και για τις απρόβλεπτες συμφορές. Όλα στη ζωή είναι ένας κύκλος. Και πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…
Οι χρονομάρτυρες του βιβλίου δεν είναι προγονολάτρες, παρά το γεγονός ότι επαναλαμβάνουν τις συνήθειές τους. Ακόμη κι όταν τούς δικαιώνουν οι επιλογές τους, ακόμη κι όταν οι δικές τους αξίες σώζουν τον κόσμο, παραμένουν σεμνοί και ταπεινοί. Χαϊδεύουν την άγνοια των νεοτέρων, δεν τους ενοχοποιούν, και οι ίδιοι δεν αλαζονεύονται. Έτσι κι αλλιώς, γνωρίζουν ότι τίποτε δεν μένει στον χρόνο ίδιο και ότι όλα μεταβάλλονται.

«Όπως πηγαίνει η δουλειά, έτσι θα πάμε όλοι», λέει στη γλώσσα του εύστοχα ένας. Ο άνθρωπος, γνωρίζουν, είναι μια μικρή κι ασήμαντη μονάδα μέσα στο χάος και στη δίνη του κόσμου. Αναγκαστικά, θα ακολουθήσει το ρεύμα της εποχής του, που τη διαμορφώνουν ένα σωρό εξωγενείς και εκτός της βούλησής του υπέρτεροι παράγοντες. Αλλά μοιάζει και να μας νουθετούν: να κρατάμε και τις αντιστάσεις μας, τις εφεδρείες μας, τα μυστικά αποθέματά μας. Ζώντας όπως κι εκείνοι με σοφή οικονομία, με περίσσια γνώση, με αξιοθαύμαστο μέτρο, τείνοντας μάλλον προς την έλλειψη παρά προς την υπερβολή.
Κι όταν κάθε φορά χαιρετούν τον ακάματο ερευνητή, που δεν είναι φειδωλός στην έκφραση απέραντου σεβασμού ενώπιόν τους και η αγάπη του μελαγχολεί στη σκέψη της αναπόδραστης «φυγής» τους, δεν φαίνεται να παραπονούνται για το επελευσόμενο γεγονός του θανάτου τους (…κι ας δύνανται να του μολογήσουν κι εκείνου τα σωρευμένα πάθια τους).

Τον αποχαιρετούν με μιαν ευχή που μοιάζει να είναι το πιο ωραίο ξεπροβόδισμα, ή το πιο ωραίο κέρασμα στον χωρισμό των δρόμων νιότης και γηρατειών: «Να πάρεις τα χρόνια μου, γιόκα μου, κι ακόμα περισσότερα, να τα περάσεις, να τα διπλώσεις».