Λαογραφικά Λιχνίσματα
« Το ξελεχώνιασμα»
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Σαράντα μέρες λεχωνιά, εννιά μήνες γκαστριά και ελεύθερη πλέον η κυρά…Έτοιμη για το επόμενο».
Λέγοντας λεχώνα εννοούμε τη γυναίκα που γέννησε πρόσφατα και έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι ή, σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες, κλεισμένη στο σπίτι για σαράντα ημέρες. Μεταφορικά η λέξη αφορά άνθρωπο τεμπέλη, οκνηρό και φυγόπονο, που μένει μόνιμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι. («Στράβωσε τους καναπέδες. Ώρες ολόκληρες κάθεται, σαν λεχώνα»). Η λεχώνα, λοιπόν, μαζί με το λεχωνούδι (λεχνούδ’), δηλαδή το νεογέννητο βρέφος, «το κοπανέλι», περίμεναν να περάσουν οι σαράντα μέρες από τη γέννα. Καθόντουσαν στο λέχος, δηλαδή στην κλίνη, το συζυγικό κρεβάτι. Λοχεία επομένως ονομάζουμε το χρονικό διάστημα των έξι εβδομάδων μετά τον τοκετό. Είναι ασφαλώς μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος για τη γυναίκα, καθώς σηματοδοτεί πληθώρα αλλαγών -βιολογικών, ανατομικών, ορμονικών- τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχολογία της. Σ’ αυτές τις εβδομάδες οι περισσότερες αλλαγές που έχουν γίνει στην εγκυμοσύνη και τον τοκετό «υποστρέφουν», το λένε οι επιστήμονες, και το σώμα επανέρχεται σταδιακά περίπου στην ίδια κατάσταση, όπως πριν από την εγκυμοσύνη.
Απαραιτήτως δίπλα στο κρεβάτι (κρεβάτι σπάνια, σαρμανίτσα είχαν) του νεογέννητου μωρού τοποθετούσαν μία σκούπα, ένα φαράσι, λίγο ψωμί και πολύ αλάτι, για προστασία και γούρι. Επιπλέον η λεχώνα έπρεπε να προσέχει σε πολλά και να κάνει πλείστα. Κι αυτό «για να μην της κοπεί το γάλα». Πρώτα πρώτα δεν έπρεπε να φυσά τη φωτιά. Με το φύσημα εφευγε ό,τι τους προστάτευε. Μετά τη δύση του ηλίου δεν επιτρεπόταν να απλώσει ρούχα είτε δικά της είτε του νεογέννητου. «Ερχόταν οι διαόλ’ και τα έπαιρναν ή τα μαγάριζαν.» Επίσης μετά τη δύση του ηλίου δεν έπρεπε να δέχεται επισκέψεις. Αυστηρά απαγορεύονταν να βγάζει το παιδί έξω τη νύχτα. Κίνδυνος «να αρρωστήσει και να το πιάσει κακό μάτ’.» Όταν πλέον σαράντιζε, το πρώτο που έπρεπε να κάνει ήταν να πάει στην εκκλησία μαζί με το μωρό να πάρουν την ευχή. Έπαιρνε ο ιερέας το παιδί μέσα στο ιερό και το έκανε τρεις βόλτες γύρω από την Αγία Τράπεζα, αν ήταν κορίτσι το τοποθετούσε μπροστά στην Παναγία, αν ήταν αγόρι μπροστά στο Χριστό. Στο τέλος της ακολουθίας ο ιερέας αποθέτει το βρέφος μπρος στη Ωραία Πύλη, απ’ όπου το παραλαμβάνει η μητέρα, αφού προσκυνήσει την εικόνα του Κυρίου. Είναι μια συμβολική πράξη που δείχνει ότι το παραλαμβάνει από τα χέρια του Θεού.
Ακολούθως πήγαινε με την οικογένειά της στο σπίτι της μητέρας της, η οποία τους έκανε το τραπέζι. Να πούμε ότι η σεξουαλική επαφή απαγορεύονταν παντελώς. Εάν μαθεύονταν κάτι τέτοιο «φωτιά στον κόρφο τους.» Εάν δηλαδή για σαράντα μερες παρέμεινε αφιστίκωτη, τότε επιστρέφοντας από την εκκλησία μιλούσαν και παινευόντουσαν όλοι πως «επέστρεψε η Παναγία με το μωρό της». Σε διαφορετική περίπτωση, «άστα να πάνε». Πολλά άκουγε φανερά. Περισσότερα κρυφά.
Από την αρχαία εποχή προέρχεται η πίστη πως όταν γεννηθεί ένα παιδί πηγαίνουν και το επισκέπτονται οι Μοίρες.(Οι Μοίρες, ήταν οντότητες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Εμφανίζονται ως τρεις γυναικείες μορφές που κλώθουν. Η κλωστή που κρατούν στα χέρια τους, συμβολίζει την ανθρώπινη ζωή, δεικνύοντας έτσι το πόσο μικρή και αδύναμη μπορεί αυτή να είναι.
Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ -συμβολίζει το παρόν-, γνέθει το νήμα της ζωής, η δεύτερη, η Λάχεσις -το μέλλον-, μοιράζει τους κλήρους, καθορίζει τι θα «λάχει» στον καθένα. Η τρίτη Μοίρα, τέλος, η Άτροπος -το παρελθόν-, κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των ανθρώπων. Συνεπώς οι Μοίρες ευθύνονται για τα καλά και τα κακά της ζωής του κάθε θνητού, από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του.)
Οι μοίρες έπρεπε να βρουν το παιδί καθαρό γι αυτό η μητέρα μαζί με τη μαμή την Τρίτη ημέρα τα έπλεναν. Να πούμε ακόμη πως οι Μοίρες στο σπίτι της λεχώνας πηγαίνουν βράδυ. Η μεγαλύτερη κρατάει ψαλίδι. Η άλλη αδράχτι και η μικρότερη ρόκα ή λυχνάρι. Η μία γνέθει, η άλλη τυλίγει την κλωστή, και κάθε τυλιξιά είναι και ένας χρόνος ζωής για το νεογέννητο. Όταν τελειώσουν, η μεγαλύτερη κόβει με το ψαλίδι της την κλωστή κι αυτό καθορίζει πότε θα πεθάνει ή αν κρατάει η μικρότερη λυχνάρι, η δεύτερη βάζει το φιτίλι και η μεγαλύτερη το λάδι. Από την ποσότητα που θα βάλει στο λυχνάρι το παιδί θα μεγαλώσει ή θα πεθάνει.