Λαογραφικά Λιχνίσματα

Το τηγάνισμα

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Το τηγάνισμα! Μόλις ακούγαμε τον ήχο, ε ρε και τι χαρές κάναμε… Σίγουρα,απόλυτη η βεβαιότητα, η μάνα μας τηγάνιζε πατάτες. Εξαιρετικό φαγητό! Κάθε μέρα και να το είχαμε δεν θα λέγαμε όχι. Βέβαια η ανάγκη το έφερνε. Μήπως είχαμε να φάμε και τίποτε άλλο καλύτερο; Εκείνα τα καμπρολάχανα φύτρωσανγια τα καλά στην κοιλιά μας. Καθημερινά! Ακατάπαυστα. Λάχανα βρασμένα να δουν τα μάτια σας.
Υπό αυτές τις συνθήκες οι τηγανητές πατάτες ήταν χλίδα.
Και από μακριά τις οσμιζόμασταν. Κι ούτε ακούγαμε την προτροπή της μάνας μας: «Φάε και λίγο ψωμάκ’ να ρουπώσεις. Δεν θα χορτάσεις με τις πατάκες».

Σιγά μην ξέραμε από άμυλα και σάκχαρα. Από το πρωί ως το βράδυ στο ποδάρ’ήμασταν. Από πού κι ως πού να μας πιάσουν εμάς χοληστερίνες και σάκχαρα.
Αυτό ήταν το φυσιολογικό τηγάνισμα. Να δείτε το άλλο. Εκεί στο πεζούλι της εκκλησίας η εξομολόγηση της «τηγανισμένης» πεθεράς. Που αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που ο γιόκας της «γκαβώθηκε για τα καλά» και «αλυσοδέθηκε με ‘κείνη την σουλτούκω», -ούτε το όνομά της δεν έλεγε- «και μού τηγανίζ’ εμένα το ψάρ’ στα χείλη».
«Τι να σ’ πω μωρήΜήτραινα, δενανακατεύομαι εγώ αλλά να, όταν περνάει για το μαγαζί σειέται και λυγιέται». «Δεν με νοιάζει εμένα, αλλά λυπάμαι εκείνο το παιδί μ’ που έγινε τηγανόψωμο αληθινό. Ας κάν’ ό,τιθέλ’. Εγώ τα ‘φαγα τα ψωμιά μ’».

Τηγάνι, τηγανίτες, τηγανίσματα, τηγανόψωμο, τηγανοκουβέντες και τηγανοβαρεμένος κατά το ταμπλαβαρωμένος. Όλα τα ανακάτευαν, σε μία όμως πάντοτε απέδιδαν την ένοχή κατά το «τα στραβά κουλούρια μόνο η νύφ’ τα φτιάχν’». Κι αφούξεβάφτιζαν όλες τις νύφες του χωριού, πάλι κατέληγαν στη δικιά τους. «Την πήρε ξεβράκωτη κι ανοίγ’ ένα στόμα, τι να σ’ πω. Σαν του ζουρλού ο κώλος».
Σιγά σιγά όμως τα πράγματα άλλαξαν. Τα χωριά έμειναν άδεια από ανθρώπους «έρμα μαντριά γεμάτα λύκους», αλλά οι λύκοι κατέβηκαν και στο άστυ και «κατά μάνα, κατά τάτα κατά νιο και θυγατέρα». Οι νύφες έγιναν πεθερές και όπως ήξεραν, όπως πέρασαν κι ό,τι άκουσαν απ’ το χωριό οι καινούριες πεθερές. «Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του ουδέ τηντρίχα άλλαξε ουδέ την κεφαλή του». Ο λύκος ο καψαλός, το παράπονό της, τηγανίζεται από τη νύφη. «Αλλιώς τα περίμενα εγώ κι αλλιώς μού τα έφερε ο γιόκας μου. Αυτή δεν ακούει κανέναν. Κάν’ του κεφαλιού της. Και γω κάθομαι καιξεροψήνομαι και ξεροτηγανίζομαι εδώ μέσα κι αυτή φουρλατάει στους δρόμους».

Καθημερινό το πρόβλημα, μόνιμη η αγανάκτηση της πεθεράς. Άσχετο αν παιδιαρίζει, το μοτίβο είναι συγκεκριμένο και ο εξάψαλμος ακατάπαυστος. Πίσω από τις πλάτες. Μπροστά δεν ξάδειασαν. Ο φόβος είναι διαρκής. Ανοίγουν και οινύφες κάποτε κάποτε το στόμα και τότε, άστα να πάνε. «Κατέβασε ο Άραχθος».
Το ξεκατίνιασμα είναι έντονο, διαρκές και να γελάει και το παρδαλό κατσίκι.Η σημειολογική εξέταση της πεθεράς -τότε, που αποδίδεται πλέον με τον τίτλο «λύκος καψαλός» και η σύγκρισή της με τη σημερινή τοιαύτη μας αποδίδειένα κράμα -για την σημερινή μιλάω- που δεν διαφέρει καθόλου από τα όρνια, τα αρπακτικά που πέφτουν με βουλιμική διάθεση. Να αρπάξουν, να τσαλακώσουν,να διαλύσουν προσωπικότητες για να «καταξιωθούν».

Να καλύψουν τα υπαρξιακά τους κενά και τα συνεχόμενα αδιέξοδά τους. Στην ουσία μεταφορικά και κυριολεκτικά να καταλάβουν θέση στο Δαφνί…