Λαϊκοί οργανοπαίχτες και πανηγύρια
Της Κατερίνας Σχισμένου
Φέτος τα πανηγύρια απαγορεύτηκαν καθώς και κάθε άλλη μορφή μαζικών εκδηλώσεων που σημαίνει πως η φετινή χρονιά έχει μια άλλη διάσταση σε σχέση με τον πολιτισμό και την γενική κοινωνική έκφραση.Η ΄Ηπειρος αυτή την εποχή αποχαιρετούσε το καλοκαίρι και τους ξενιτεμένους της με τα πανηγύρια. Με τους λαικούς οργανοπαίχτες και μουσικές.
Οι τοποτηρητές της λαϊκής ψυχής και ρυθμού που χρόνια κυκλοφορούσαν στα ορεινά της Ηπείρου παίζοντας σε πανηγύρια και γλέντια σε γάμους και σε γιορτές…Άνθρωποι αγνοί με το ρυθμό στο αίμα και την ψυχή τους βγαλμένο μέσα από κρήνες και πηγές από ανάσες ανέμων και θροϊσματα δασών.
Ένα βιολί κι ένα λαούτο και μια φωνή ένας κελαηδισμός από πτυχές άγνωστες και μακρινές από πάθη ενός ολόκληρου λαού, που συνόδευε τη νύφη, τραγουδούσε τη φεγγαροπρόσωπη-μικρή φεγγαροπρόσωπη, του ήλιου θυγατέρα, συ μ’έκανες κι αρνήθηκα και μάνα και πατέρα, για κρυφά ερωτικά πάθη- Ξύπνα περδικομάτα μου ,κι`ήρθα στο μαχαλά σου.
Χρυσά στολίδια σου φερα,να πλέξεις στα μαλλιά σου. , μαντατοφόροι ενός άλλου πολιτισμού -για μαύρα μάτια χάνομαι για καστανά πεθαίνω γι’ αυτά τα καταγάλανα σχίζω τη γη και μπαίνω….που έχει σβήσει ή έστω ψυχορραγεί μέσα από κακές απομιμήσεις και κακοφωνίες με μικρές πάντοτε εξαιρέσεις.
Από την εποχή της επαναστάσεως, που εκδιωγμένοι οπλαρχηγοί μετατρέπονταν σε οργανοπαίχτες για να ζήσουν, «ήρθαμε να παίξουμε»έλεγαν. «Δε θέλουμε» απαντούσαν κι έκαναν να τους διώξουν. Τότε εκείνοι έδειχναν τα καριοφίλια τους: «θα παίξουμε». Και έπαιζαν. Όπως έλεγαν τότε, έπαιζαν «στανικώς», δηλαδή με το στανιό. Με την απειλή των όπλων έπαιζαν συνέχεια το «λαγιαρνί» και «γιομάτο» κι έπειτα μάζευαν τα χρήματα, την αμοιβή τους. Ποιος τολμούσε να μιλήσει. Η λαϊκή παροιμία «Το λαγιαρνί και το γιομάτο και τα λεφτά στο πιάτο» είναι η απάντηση των οργανοπαικτών εκείνων, στις εύλογες διαμαρτυρίες των ακροατών, για το ότι δεν ήξεραν τίποτα άλλο να παίξουν. Το ελληνικό κράτος του Όθωνα που μετέτρεψε οπλαρχηγούς σε μουσικούς. Λαϊκές δυνατές ψυχές που τριγυρνούσαν τραγουδώντας την δική τους απελευθέρωση αφού απελευθέρωσαν τον τόπο τους, στάχτες και δάφνες της ιστορίας μας.
Επίσης τα όργανα που έπαιζαν μέχρι τέλη του περασμένου αιώνα αλλά και μέχρι το 1940, ήταν τα έγχορδα, τα μπουράς, μπαγλαμάς, βουζούκι (καμία σχέση με το σημερινό μπουζούκι), λιογκάρι, όλα της ίδιας μουσικής οικογένειας, αλλά με παραλλαγές στις χορδές, στα διαστήματα, οπότε και στον ήχο, το πνευστό νάϊ που έμοιαζε με τη τζαμάρα, αλλά ήταν πολύ γλυκόλαλο, το ντέφι μεγάλο σαν ταψί, που κρατούσε τον χρόνο (νιχό) και το οποίο σήμερα έχει εξαφανιστεί απ τις κομπανίες, με εξαίρεση αυτούς που επιμένουν παραδοσιακά.
Όλοι οι λαϊκοί οργανοπαίχτες ήταν πρακτικοί και αυτοδίδακτοι ή μαθήτευαν κοντά σε άλλους μουσικούς, αρκετοί οργανοπαίχτες έπαιζαν περισσότερα από ένα όργανα. Έπαιζαν άλλα όργανα σε κλειστούς και άλλα σε ανοιχτούς χώρους. Οι περισσότεροι οργανοπαίχτες είχαν τη μουσική ως δεύτερη δουλειά. Ένας λόγος που αρχίζουν να εκλείπουν οι παλιοί οργανοπαίχτες είναι ότι δεν υπάρχουν αντικαταστάτες τους. Τα παιδιά των περισσότερων μουσικών δεν ακολουθούν το επάγγελμα του πατέρα τους με αποτέλεσμα να διακόπτεται η μουσική συνέχεια που συναντούσαμε σε προηγούμενες δεκαετίες. Αλλάζουν οι συνθήκες διαβίωσης, αρχίζει να εκλείπει ο παραδοσιακός γάμος το παραδοσιακό πανηγύρι και γιορτή, οι λαϊκές εκδηλώσεις.
Στη δεκαετία του 1970 ενώ από τη μια μεριά εγκαταλείπουμε τις παραδόσεις για να ακολουθήσουμε τον σύγχρονο τρόπο ζωής, από την άλλη έχουμε μια στροφή προς τη λαογραφία και το φολκλόρ. Σε κάθε επαρχιακή πόλη δημιουργούνται πολιτιστικοί σύλλογοι με παραδοσιακά χορευτικά συγκροτήματα, αρχίζουν να ερευνώνται οι παραδοσιακές στολές του κάθε τόπου καθώς και η παραδοσιακή μουσική. Όλα αυτά στην αρχή ως μια προσπάθεια διάσωσης και αργότερα ως μια προσπάθεια προβολής του κάθε τόπου μέσα από την πολιτιστική του παράδοση όπως κι εμείς….
Πολλοί καιροί με δέρνουνε
μα οι κλώνοι μου δε σπούνε
γιατί ‘χω ρίζες δυνατές
στη γη και με κρατούνε…..
Έτσι είναι και το δημοτικό τραγούδι η δημοτική μας μουσική και παράδοση…καιροί βάναυσοι και δύσκολοι, καιροί κρίσης και απόκρισης με κλώνους δυνατούς και βαθιές ρίζες που ελπίζουμε ν΄αντέξουν σε κάθε άγριο άνεμο…
Φωτ. Αρχείο- Χρ. Τούμπουρου.