Νάγια Δαλακούρα: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Η Νάγια Δαλακούρα γεννήθηκε το 1980 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Κομοτηνή. Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με κατεύθυνση Αρχαιολογία. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακών διπλωμάτων στη Μουσειολογία από το Πανεπιστήμιο του Leicester της Αγγλίας και στην Αρχαιολογία από το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είναι διδάκτωρ Εθνογραφικής Μουσειολογίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Από το 2003 εργάζεται στο Υπουργείο Πολιτισμού ως αρχαιολόγος-μουσειολόγος. Έχει εκπονήσει πολλές μουσειολογικές μελέτες και συμμετείχε στην οργάνωση περιοδικών και μόνιμων εκθέσεων. Παράλληλα, δραστηριοποιείται ενεργά στη μουσειακή μάθηση. Έχει σχεδιάσει και υλοποιήσει πλήθος εκπαιδευτικών προγραμμάτων και έχει εκδώσει πλούσιο μουσειακό εκπαιδευτικό υλικό. Από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος κυκλοφορούν τα βιβλία της: Μεταγράφοντας την τέχνη. Μουσεία, πινακοθήκες και χώροι πολιτισμικής κληρονομιάς ως τόποι δημιουργικής γραφής (μαζί με τον Σπύρο Κιοσσέ), Θεοί του Ολύμπου, Το λιμάνι των χαμένων γυναικών, Θράσσα: Η μάγισσα της Θράκης, Το λουλούδι της θάλασσας και Ο χορός του αετού, το οποίο μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Ποιο ήταν το έναυσμα για να γράψετε το μυθιστόρημα Ο χορός του αετού;
Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα βαθιά βιωματικό κείμενο και πυροδοτήθηκε από τις προσωπικές μετα-μνήμες μου από οικογενειακές αφηγήσεις για την ημινομαδική ζωή στα σαρακατσάνικα τσελιγκάτα της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης των αρχών του 20ού αιώνα. Για μένα, πέρα από τον σεβασμό στον συγκεκριμένο πολιτισμό του παρελθόντος, ο οποίος έχει μικρό αποτύπωμα στη λογοτεχνία, ήταν και η απόδοση τιμής στους προγόνους μου.

Ο τίτλος είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Ο τίτλος έχει συμβολική διάσταση και παραπέμπει στο ελεύθερο και δυνατό πνεύμα του αετού, τον οποίο αγαπούν πολύ οι Σαρακατσάνοι και εξυμνείται συχνά στα τραγούδια τους.

Ένας δάσκαλος επιλέγει να πάει να διδάξει το καλοκαίρι του 1926 στους Σαρακατσάνους της Ξάνθης. Ενώ το έργο του είναι τόσο δύσκολο, για ποιο λόγο νιώθει ιδιαίτερη χαρά;
Ο δάσκαλος ήρωας του μυθιστορήματος ανήκει στη μειοψηφία των εκπαιδευτικών των αρχών του 20ού αιώνα που αποκηρύσσουν τις παλαιές πειθαρχικές μεθόδους και εφαρμόζουν τη βιωματική μάθηση. Η μάθηση στο άτυπο θερινό καλυβοσχολείο των Σαρακατσάνων τού δίνει τη δυνατότητα να διδάξει στο βουνό χρησιμοποιώντας τη φύση ως τροφό για τους μαθητές του, τους οποίους παροτρύνει να αφουγκράζονται τον κόσμο γύρω τους και να σέβονται κάθε ζωή που συνυπάρχει μαζί τους στη φύση.

Ο τσέλιγκας τον υποδέχεται και τον φιλοξενεί. Παρ’ όλες τις συστάσεις του επιθεωρητή, διακρίνει ότι ο δάσκαλος είναι παθιασμένος και αγαπά το έργο του και τους μαθητές του. Πώς ένας άνθρωπος που δεν είχε πάει ποτέ σε σχολείο κάνει την καλύτερη διάγνωση;
Ο τσέλιγκας γνωρίζει από την προγονική του παράδοση ότι «το ξύλο έχει δύο άκρες». Η ίδια παράδοση του δίδαξε να αφουγκράζεται την αύρα των ανθρώπων και να βασίζεται στη διαίσθηση, η οποία σπάνια κάνει λάθος.
Τα παιδιά τον αγαπούν, δεν τα δέρνει, τα μαθαίνει να αγαπούν τη φύση και η έκπληξη είναι ότι τους διαβάζει βιβλία.

Πώς ο Γιάννης Κοντούλης, ο δάσκαλος, συνδυάζει όλα αυτά τα στοιχεία;
Ο δάσκαλος ανήκει στην κατηγορία των ρωμαλέων δασκάλων που πιστεύουν ότι η εκμάθηση των γραμμάτων στα παιδιά είναι βαθιά ευθύνη και απαιτεί προσωπική θυσία. Παράλληλα, θεωρεί ότι ο μεγαλύτερος δάσκαλος στη ζωή είναι η ίδια η φύση, γι’ αυτό και συχνά μεταφέρει την τάξη από το καλύβι στο δάσος. Στη φύση αξιοποιεί τις εμπειρίες των μαθητών και τους προσφέρει πολυαισθητηριακές εμπειρίες, ώστε να τους παρακινήσει για γνώση. Συχνά αξιοποιεί έργα λογοτεχνίας, όπως τα Ψηλά βουνά του Παπαντωνίου, για να προτρέψει τους μαθητές να παρατηρούν τα αστέρια που δεν παύουν να λάμπουν, να θυμούνται ότι μετά τη βροχή εμφανίζεται το ουράνιο τόξο, να έχουν ανοιχτά φτερά, να πέφτουν και να ξανασηκώνονται, να αντιμετωπίζουν τους φόβους τους, να παλεύουν ακόμη και όταν δεν πιστεύουν ότι θα τα καταφέρουν. Ο συνδυασμός των παραπάνω κάνει τον δάσκαλο ιδιαίτερα αγαπητό στους μαθητές του, αλλά και σε όλο το τσελιγκάτο.

Η κόρη του τσέλιγκα η Παναγιώτα μαθαίνει να διαβάζει και σύντομα γίνεται η καλύτερη μαθήτρια. Πώς ένας μαθητής ή μια μαθήτρια εξελίσσεται τόσο γρήγορα;
Η Παναγιώτα αποδεικνύει αυτό που γνωρίζουν όλοι οι εκπαιδευτικοί: πως η δίψα για μάθηση υπερπηδάει τις μαθησιακές δυσκολίες. Όταν δε η σχολική διδασκαλία προσφέρει κίνητρα και εστιάζει στον μαθητή, παράγει θεαματικά αποτελέσματα. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, η εξέλιξη της Παναγιώτας οφείλεται στην εκπαιδευτική προσέγγιση του δασκάλου και στα ποικίλα κίνητρα που της πρόσφερε ώστε να κερδίσει το ενδιαφέρον της.

Οι καιροί περνούν και ο δάσκαλος φεύγει. Γιατί όμως ο δάσκαλος και η Παναγιώτα δημιουργούν μεταξύ τους έναν άτυπο δεσμό;
Η Παναγιώτα βρήκε στον δάσκαλο έναν καθοδηγητή για την κατάκτηση της γνώσης, που της είχαν αρνηθεί οι δικοί της επί χρόνια. Ο δάσκαλος βρήκε αποτυπωμένη στο πρόσωπο της μαθήτριάς του μια πηγή έμπνευσης και πρόσφορο έδαφος για να της εμφυσήσει την αγάπη του για τη γνώση. Δεσμοί τέτοιου είδους, όπως είναι οι δυνατοί δεσμοί ενός δασκάλου με τους μαθητές του, βασισμένοι στην αμοιβαιότητα, τον ουσιαστικό διάλογο και την ειλικρίνεια εξελίσσονται συχνά σε δεσμούς ζωής.

Αργότερα, ο δάσκαλος είναι αντάρτης του ΕΑΜ κυνηγημένος από τους Βούλγαρους κατακτητές. Προσπαθεί να κρυφτεί τραυματισμένος και οι νομάδες τον βοηθούν. Γιατί υπάρχουν πάντα άνθρωποι που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για τους άλλους;

Γιατί η ανθρώπινη φύση είναι βαθιά συμπονετική. Η αλληλεγγύη και η συμπόνια αντικατοπτρίζονται σε όλη την ιστορία του ανθρώπου.
Όταν γίνει καλά, ο Γιάννης αντιλαμβάνεται ότι σωτήρας του είναι η παλιά μαθήτριά του, η Παναγιώτα. Ποιοι βρίσκονται ανάμεσα στον Γιάννη και την Παναγιώτα, που εμποδίζουν να εξελιχθεί ένας μεγάλος έρωτας;
Ανάμεσά τους, πέρα από την οικογενειακή κατάσταση της Παναγιώτας η οποία απαγορεύει τη διάδραση με το άλλο φύλο, βρίσκεται ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα, εκείνο των Σαρακατσάνων. Το σύστημα αυτό είναι αυστηρά ενδογαμικό, διέπεται από κανόνες και ηθικές αξίες που διατηρούνται αναλλοίωτες για αιώνες και εμποδίζει την εισβολή εξωκοινοτικών στοιχείων. Στο πλαίσιο αυτό η ανάπτυξη οποιουδήποτε δεσμού μεταξύ μιας ανδρωνυμικής Σαρακατσάνας και ενός «άνομου» μη Σαρακατσάνου φαντάζει αδύνατη.

Αυτό που κερδίζει τον αναγνώστη είναι η αγάπη που φανερώνεται σε όλες τις σελίδες του βιβλίου για τους ανθρώπους της φύσης και τους Σαρακατσάνους. Από πού πηγάζουν αυτά τα όμορφα αισθήματα;
Η αγάπη μου για τους Σαρακατσάνους οφείλεται τόσο στη σαρακατσάνικη εκ πατρός καταγωγή μου, όσο και στην πολύχρονη επιστημονική ενασχόλησή μου με τη συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα. Πρόκειται για έναν πολιτισμό του παρελθόντος ο οποίος, όπως και πολλοί άλλοι παραδοσιακοί πολιτισμοί, ήταν συνυφασμένος με τη φύση, εμπνεύστηκε από αυτή και παρήγαγε άυλα και υλικά δημιουργήματα που την εξυμνούν. Ήταν σχεδόν αδύνατον για μένα να μη θαυμάσω τον πολιτισμό αυτόν στην ολότητά του. Αναπόφευκτα η αγάπη αυτή αποτυπώθηκε και στη λογοτεχνική γραφή μου.

Η φανταστική ιστορία σας γίνεται συναρπαστική κατά την ανάγνωση. Μήπως η εγρήγορση ή κάποιο άλλο τέχνασμα μας γοητεύει και διαβάζουμε με ευχαρίστηση το βιβλίο σας;
Αυτό είναι κάτι στο οποίο θα πρέπει μάλλον να απαντήσουν οι αναγνώστες μου, εφόσον η ευχαρίστηση της ανάγνωσης είναι προσωπική υπόθεση και ο κάθε αναγνώστης γοητεύεται από διαφορετικά στοιχεία της αφήγησης, τεχνάσματα ή μη!

Ποια είναι η μέχρι τώρα ανταπόκριση των αναγνωστών στην κυκλοφορία του μυθιστορήματος;
Σε κάθε βιβλίο ο αναγνώστης συνδέεται διαφορετικά με τους ήρωες ή τα γεγονότα που πραγματεύεται το κείμενο. Στον Χορό του αετού θα έλεγα πως είναι αρκετά σαφής η βιωματική σχέση των Σαρακατσάνων αναγνωστών με το κείμενο, γεγονός που πυροδοτεί μνήμες ή μετα-μνήμες και τους συγκινεί πολύ. Το ίδιο δυνατή παρατηρώ πως είναι η σχέση που αναπτύσσουν οι εκπαιδευτικοί αναγνώστες με τον δάσκαλο ήρωα του βιβλίου.