Οι ορεινές διαδρομές και τα αγροτικά Χάνια της Άρτας
Έρευνα της Αναστασίας Καρρά *
Η είσοδος έμενε όλη τη μέρα ανοικτή, ενώ το βράδυ, για λόγους ασφάλειας, έκλεινε με βαριά ξύλινη ή σιδερένια πόρτα, την «πορτάρα». Αυτή από την εσωτερική πλευρά, της αυλής, έκλεινε με σιδερένιες αμπάρες, τα «κολντεμίρια». Στην πίσω πλευρά του χανιού, απέναντι από αυτή της κεντρικής πύλης, υπήρχαν στο ισόγειο οι στάβλοι, «αχούρια», και οι αποθήκες χόρτου που είχαν πρόσβαση από την αυλή. Στο υπόλοιπο τμήμα του ισογείου και προς τη μεριά του δρόμου υπήρχαν μαγαζιά—συνήθως καπηλειά, αλλά και φούρνοι, μπακάλικα, «ναλμπάντηδες» (=πεταλωτήδες) ή «παϊτάρηδες» (πρακτικοί κτηνίατροι). Στα δωμάτια, που βρίσκονταν στον όροφο, η είσοδος γινόταν από σκεπαστή στοά, το «χαγιάτι», που έβλεπε μέσα στην αυλή του χανιού. Το χαγιάτι σ’ όλο τούτο μήκος έκλεινε με «μπαρμακλήκια»(=κιγκλιδώματα) ξύλινα.Τα δωμάτια συνήθως δεν είχαν όλα τις ίδιες διαστάσεις, αλλά υπήρχαν «οντάδες» ( = μεγάλα δωμάτια) και «ονταδάκια» (= μικρά δωμάτια) προορισμένα για εμπόρους ή απλούς ταξιδιώτες. Μερικές φορές ένα ή δύο δωμάτια του χανιού θερμαίνονταν με τζάκι.
Εκτός όμως από τα τυπικά εμπορικά χάνια των πόλεων υπήρχαν και τα απλά λαϊκά ή χάνια ζώων που ήταν κτίσματα μικρότερης κλίμακας. Συνήθως μονώροφα, χωρίς ιδιαίτερο εσωτερικό ή εξωτερικό γνώρισμα και κατασκευασμένα από μπαγδατί. Χρησίμευαν κύρια σαν λαϊκές κατοικίες ή για στάβλισμά των ζώων στην εσωτερική τους αυλή και διαμονή των ταξιδιωτών στο μοναδικό πολλές φορές δωμάτιο που διέθεταν. Τα χάνια ζώων μπορούν να θεωρηθούν σαν συμπληρωματικά των τυπικών εμπορικών, εξαιτίας του ότι χρησίμευαν για διαμονή των χωρικών που έρχονταν στην πόλη από την παραμονή της ημέρας της εβδομαδιαίας λαϊκής αγοράς. Τα απλά λαϊκά χάνια ή «χάνια ζώων» κυρίως βρίσκονταν σε μικρά επαρχιακά κέντρα ή πάνω σε δρόμους όχι πολυσύχναστους. Είναι κτισμένα στον τύπο του ισόγειου χανιού γύρω από μία κεντρική αυλή. Αποτελούνται από μικρούς συνεχόμενους κλειστούς χώρους οργανωμένους γύρω από έναν κεντρικό ανοικτό, μέσα σε μάντρες ή περιτοιχισμένες αυλές.
Στην πόλη της Άρτας υπήρχαν πολλά χάνια καταγραφή των οποίων έχει γίνει από τον Κ. Τσιλιγιάννη στο βιβλίο του «Σεργιάνι στην παλιά Άρτα» (Τσιλιγιάννης, 2013). Τα παλαιότερα χάνια ήταν : στην ανατολική πλευρά της πόλης το μεγάλο χάνι του Καπούτση και στη δυτική το χάνι της Ι. Μονής Κάτω Παναγιάς. Όσον αφορά το τελευταίο, από μια χειρόγραφη ενθύμηση σε λευκό φύλλο παλαιού βιβλίου με τίτλο «Διδαχαί» του Ηλία Μηνιάτη στη βιβλιοθήκη της Μονής Κάτω Παναγιάς Άρτης πληροφορούμαστε ότιτο 1864 ο Ηγούμενος της Κάτω Παναγιάς Χρύσανθος τελειοποίησε το ξενοδοχείο που ήταν στο Μουχούστι και αφού αγόρασε από τους αδελφούς Ζέρβα το μισό παντοπωλείο στην ενορία Παντοκράτορα, ενέγειρε νέες οικοδομές και άλλο ωραίο ξενοδοχείο. Πρόκειται για την παλαιότερη γραπτή μαρτυρία σχετικά με τα χάνια στην πόλη της Άρτας.( Καιροφύλας, 1929)
“Το χάνι του Σιαδήμα στην οδό Αγίας Σοφίας, εκατό μέτρα από την πλατεία Μονοπωλίου, είχε μικρό εσωτερικό χώρο για χάνι, όπου έμεναν φορτηγά ζώα και κάρα και εσωτερικό πανδοχείο. Μετά, την λειτουργία του χανιού ανέλαβαν οι αδελφές του Σιαδήμα Μαρία και Πολυξένη, ως ιδιοκτήτριες του ακινήτου, οι οποίες έμεναν μόνιμα στα πάνω δωμάτια. Κάτω έμενε η οικογένεια Χαρίλαου Κατσούδα με τις τελευταίες ένοικες τη Μαρία και Πολυξένη Τσούνη……….Μπαίνοντας στην πύλη του χανιού δεξιά, υπήρχε υποτυπώδες καραμελάδικο. Εκεί ο Γιώργος Γούσιας κατασκεύαζε καραμέλες, τις οποίες πουλούσε ο ίδιος σ’ένα πάγκο στο Μονοπλιό. Δίπλα υπήρχε η καρβουναποθήκη του Μήτση Αλέξη, ο οποίος ήταν γαμπρός του ράφτη Δημοσθένη Γκεσούλη, και ύστερα ήταν εκεί ο Ζαβιτσιάνος ο πεταλωτής, δίπλα στην οικία Ράπτη.” (Τσιλιγιάννης, 2013)
Τα αγροτικά χάνια-
α) με αυλή, β) χωρίς αυλή
Στην τρίτη κατηγορία περιλαμβάνονται τα χάνια της υπαίθρου ή αγροτικά χάνια. Πρόκειται για κτίσματα που ανάλογα με τον τύπο της κάτοψης διακρίνονται σε δύο υποκατηγορίες
– αυτά που διαθέτουν αυλή και
-τ’ άλλα που είναι ένας απλός κλειστός χώρος προορισμένος για κοινή εξυπηρέτηση ταξιδιωτών και υποζυγίων ταξιδιωτών και υποζυγίων.
Σε αντίθεση με τα κοινά χάνια των πόλεων, τα αγροτικά χάνια ήταν κτισμένα έξω από τις πόλεις, σε χωριά ή στη διαδρομή των εμπορικών δρόμων. Πιο συγκεκριμένα, σε επίκαιρα σημεία της πορείας- στο μέσο ενός δάσους, πάνωσε πέρασμα (δερβένι) και πάντα κοντά σε πηγή, ρέμα ή βρύση. Πολλές φορές δίπλα ή και μέσα στο χάνι υπήρχε μικρό στρατιωτικό φυλάκιο, το «καραούλ». Τα αγροτικά χάνια σπάνια ήταν κτίσματα μεγάλων διαστάσεων, συνήθως μονώροφα, λιθόκτιστα ή κατασκευασμένα από «μπαγδατί». Αποτελούνταν από μια αυλή που στο βάθος έκλεινε από ένα χαμηλό στάβλο, ταυτόχρονα και αποθήκη του χανιού. Στο μπροστινό μέρος της αυλής υπήρχε κοινή αίθουσα, προορισμένη για ξενώνας, κουζίνα και κατοικία του «χαντζή». Πολύ σπάνια υπήρχαν δίπλα στην κοινή αίθουσα και ένα ή δύο δωμάτια επιπλέον, συνήθως για φιλοξενία σημαντικών προσώπων. Οι άλλες δύο πλευρές της αυλής έμεναν ελεύθερες από κτίσματα και περιβάλλονταν από πέτρινο τοίχο ύψους 1,50-2,00 μ.
Να πως περιγράφει ο Hobhouse ένα χάνι στη διαδρομή Άρτα -Γιάννενα στις αρχές του 1800 :«Στρίψαμε και μπήκαμε στο χάνι μούσκεμα από τη βροχή και εμείς και οι αποσκευές μας…το χάνι του Άγιο-Δημήτρη…πολύ καλό στάβλο…Ανεβήκαμε στο δωμάτιο από την ξύλινη σκάλα. Μαζί με τέσσερις Τουρκαλβανούς κι έναν παπά για συγκάτοικους. Δώσαμε να μας βράσουν μερικά αυγά στο μικρό κρασοπουλειό δίπλα στο Χάνι. Δώδεκα νομάτοι στο ίδιο δωμάτιοκαι όλοι, έξω από τον παπά και τον Κερκυραίο, κοιμήθηκαν με τα πιστόλια τους δίπλα στο μαξιλάρι, όχι τόσο από φόβο, όσο από συνήθεια. Το πρωί έβρεχε ραγδαία.»
Έτσι περιγράφει ο Hobhouse την άφιξη στο Χάνι του Άγιο-Δημήτρη (όπως το ονομάζει)με το φίλο του το Βύρωνα και το Φλέτσερ, το γκρινιάρη υπηρέτη του ποιητή. Η ημερομηνία ήταν 4 Οκτωβρίου 1809 και αυτό το παράξενο τρίο νεαρών Εγγλέζων πήγαινε καβάλα από την Άρτα στα Γιάννινα, όπου ο Βύρων ήλπιζε να συναντήσει τον Αλή- Πασά……Χάνι ονομαζόταν ένα πανδοχείο συνήθως με δύο πατώματα, μέσα σε μια αυλή. Το κάτω πάτωμα, που ήταν πέτρινο, ήταν στάβλοςγια τα άλογα, ενώ το επάνω, που ήταν ξύλινο, περιείχε ένα ή περισσότερα δωμάτια γυμνά από έπιπλα μεκάγκελα που τον ανέβαιναν από μια εξωτερική σκάλα. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν σπαρτιάτικες. Το φαγητό, αν υπήρχε, ήταν απαίσιο, και κοιμόσουν σ’ένα δωμάτιο γεμάτο ποντικούς, κάτω από μια στέγη που έσταζε, με τον διαρκή φόβο να σε ληστέψουν. Κατά τη γνώμη του αιδεσιμότατουThomas Smart Hughes, ενός ιδιότροπου και γκρινιάρη καθηγητή που ταξίδεψε στην ίδια περιοχή το 1913-14, το τουρκικό Χάνι ήταν «το ίδιο το άντρο της βρωμιάς». Αλλά ήταν το μόνο κατάλυμα που υπήρχε για τους ταξιδιώτες στις αγροτικές περιοχές κατά μήκος της δημοσιάς, εκτός από τα μοναστήρια…..» (Ουώρντ, 1990).
Εκτός όμως από τον τύπο του αγροτικού χανιού με αυλή που περιγράψαμε, υπήρχε και δεύτερος, το αγροτικό χάνι χωρίς αυλή. Αυτό αποτελούνταν από δύο συνεχόμενους χώρους κτισμένους ο ένας πίσωαπό τον άλλο, που επικοινωνούσαν με ενδιάμεση πόρτα. Η είσοδος των ταξιδιωτών με τα υποζύγιά τους στο χάνι γινόταν δια μέσου του πρώτου χώρου, της κοινής αίθουσας, προς το δεύτερο, το στάβλο, όπου, αφού άφηνανζώα και εμπορεύματα, επέστρεφαν στον πρώτο.
* Η Αναστασία Καρρά είναι λέκτορας Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Λιθογραφία η οποία απεικονίζει ντόπιους σε ένα χάνι στη Κόρινθο οι οποίοι ασχολούνται με τις χειρονακτικές εργασίες τους, φορτώνοντας δέματα στις καμήλες τους.Σχεδιαστής: [Stackelberg, OttoMagnusBaronvon], Χαράκτης: [Gille, C], Εκδότης: [Helmlehner], Τόπος έκδοσης χαρακτικού: [Berlin]
Άρτα 1917:Το γνωστό κι από ένα σκαρίφημα του Α. Ορλάνδου “Χάνι του Μιχάλη”, ένα από τα πολυάριθμα πανδοχεία της παλιάς Άρτας. Το κτίριο, που βρίσκονταν κοντά στο ιστορικό γεφύρι, διέθετε όπως όλα τα χάνια, ευρύχωρη αυλή, στην οποία οδηγούσε φαρδιά τοξωτή αυλόθυρα. Στην πτέρυγά του προς το δρόμο υπήρχαν καταστήματα, όπως το κρεοπωλείο που διακρίνεται αριστερά. Στον όροφο υπήρχαν δωμάτια διατεταγμένα, όπως φαίνεται, γύρω από μια υαλόφρακτη κρεββάτα. Ένα δωμάτιο προεξείχε σχηματίζοντας «σαχνισί», με το πάτωμά του να στηρίζεται στους δυο ραδινούς λίθινους κίονες του προπύλου, που βρίσκονταν εμπρός από την αυλόθυρα. (Φωτο Αριστοτέλης Ζάχος & Περιγραφή Σ. Μαμαλούκος, Καθηγητής Αρχιτεκτονικής, Παν. Πατρών)