Οι συγγραφείς αποκαλύπτουν…τα μυστικά τους στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΥΡΓΑΡΗΣ

Μυθιστόρημα ”Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ”

Ο λόγος που γράφω ίσως παραμένει ακόμη και σήμερα για μένα, σχετικά αδιευκρίνιστος. Θα έλεγα πως είμαι ένα απ΄αυτά τα δέντρα, που γεννήθηκαν για να παράγουν βιβλία. Μάλλον θα ήμουν δυστυχισμένος αν δεν μπορούσα να γράφω. Σα να μην εκπληρωνόταν ο σκοπός για τον οποίον γεννήθηκα. Ο λόγος που γράφουν οι άνθρωποι νομίζω, έχει να κάνει από τη μια με τον φόβο του θανάτου -και η γραφή κατά κάποιο τρόπο, είναι μια μορφή αθανασίας- από την άλλη έχει να κάνει με την επιθυμία να γνωρίσει κανείς καλύτερα και πιο βαθιά αυτόν τον κόσμο. Και σίγουρα η απομόνωση του συγγραφέα τις περιόδους που αφήνει την αγορά και κάθεται να γράψει, είναι μια απομάκρυνση για να δει τον κόσμο από απόσταση, να τον κρίνει και να τον γνωρίσει καλύτερα.

Στα πρώτα μου χρόνια της ενασχόλησής μου με τη λογοτεχνία, έγραφα ποίηση. Στην αρχή πίστευα ότι έκανα πολύ σπουδαία πράγματα, στην πορεία όμως συνειδητοποίησα πως η αληθινή ποίηση δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα. Σήμερα, πια, μετά από τριάντα πέντε χρόνια, μπορώ να πω, πως έχω γράψει γύρω στα πενήντα ποιήματα που ενδεχομένως να μπορούν να φέρουν τον τίτλο του ”ποιήματος”.
Παράλληλα και εξελικτικά με την ποίηση, ασχολήθηκα και με τον πεζό λόγο. Ο πρώτος καρπός αυτής της πορείας ήταν ”Τα διηγήματα της πλατείας” που εκδόθηκαν το 2017 από τον εκδοτικό οίκο ”Historical Quest” και είναι απλά λαϊκά διηγήματα, που άρχισαν να γράφονται από το 1995.

Το 2007 όμως άρχισα να ασχολούμαι με την ιστορία της επανάστασης του 1821 και ιδιαίτερα με την πρωτογενή έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Μια έρευνα που λαμβάνει χώρα παράλληλα με τις υπόλοιπες λογοτεχνικές μου δραστηριότητες. Καρποί αυτών των ερευνών είναι μέχρι σήμερα δύο βιβλία. Το ”Οπλαρχηγός Αθανάσιος Σκουρτανιώτης-το άγνωστο ολοκαύτωμα” που εκδόθηκε το 2010 και το οποίο θέλει αναθεώρηση βέβαια, γιατί στην πορεία ανακάλυψα πάρα πολλά καινούρια στοιχεία για τον συγκεκριμένο οπλαρχηγό, που συντέθηκε σε ένα βιβλίο το 2017 με τον τίτλο ”Στρατηγού Ευστρατίου Πίσσα-Απομνημονεύματα 1821” από τον εκδοτικό οίκο Historical Quest.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ιστορικές έρευνες όμως, εξέδωσα το 2012 το μυθιστόρημα ”Το δέντρο της αόρατης πόλης” που αντικατοπτρίζει φιλοσοφικές και κοινωνικές μου αναζητήσεις εκείνης της εποχής.

Η λειτουργία της έμπνευσης στα λογοτεχνικά κείμενα, αποτελεί κι αυτή ένα μυστήριο και λαμβάνει χώρα με διάφορους τρόπους. Σπάνια σαν έκλαμψη και περισσότερο σαν επίμονη εσωτερική διεργασία που κρατάει καιρό. Μια διεργασία χρόνια και κοπιαστική. Σαν ένα παζλ που κολλάει στον εγκέφαλό σου κομμάτι κομμάτι, πολλές φορές με μεγάλη δυσκολία. Και μιλώ για το μυθιστόρημα φυσικά. Από το θέμα, μέχρι τη σύνθεσή του. Δύσκολα πράγματα, γιατί ζούμε σε μια εποχή που πίσω μας βρίσκονται ιερά τέρατα που έχουν γράψει σχεδόν τα πάντα, οπότε αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά για τη λογοτεχνία, θα πρέπει να πούμε, πως αποτελεί σήμερα μεγάλη πρόκληση να κάνεις κάτι διαφορετικό που πραγματικά να αξίζει. Εκείνο που μας σώζει όμως νομίζω, είναι ότι ζούμε σε μια εποχή διαφορετική από τη δική τους.

Δεν έχουμε ακριβώς τις ίδιες προσλαμβάνουσες, ο κόσμος γύρω έχει αλλάξει σε σχέση με την εποχή τους, οπότε έχουμε και δικά μας πράγματα να πούμε, για να απαντήσουμε ενδεχομένως στη δική μας εποχή. Συν ότι έχουμε τις ιστορικές εμπειρίες ενός κόσμου και τα αποτελέσματα κοινωνικών πειραμάτων καθώς και τα αδιέξοδα ίσως, που εκείνοι δεν είχαν. Το ρίσκο όμως είναι πάντα μεγάλο για όσους ασχολούνται με τη γραφή. Εξ’ άλλου δεν περάσανε και αιώνες από τότε που ο Μάρκες είπε πως το συγγραφιλίκι είναι ένα επάγγελμα αυτοκτονίας.

Το τελευταίο μου έργο, είναι ”Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ” που εκδόθηκε πρόσφατα (την άνοιξη του 2020) από τον εκδοτικό οίκο ΟΣΤΡΙΑ. Είναι ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα με πλοκή, που ο πρωταγωνιστής του, ένας φοιτητής της φιλοσοφικής, από τη μια συνομιλεί έμμεσα με τον Νίτσε, από την άλλη στήνει σιγά σιγά τη δική του κοσμοθεωρία. Ενώ στην αρχή είναι και νιώθει θαυμαστής και μαθητής του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου, όσο μεγαλώνει παίρνει τις αποστάσεις του και σε καίρια ζητήματα αποστασιοποιείται. Παράλληλα ανακαλύπτει την πολύ ενδιαφέρουσα ”Θεωρία των τεσσάρων στρατοπέδων” που είναι ουσιαστικά μια αναζήτηση πάνω στη γενεαλογία των θρησκειών και στην αναγκαιότητά τους.

Ο πρωταγωνιστής μέσα από τις πνευματικές του αναζητήσεις που μας δίδονται απλόχερα στο βιβλίο, πιστεύει πως η εποχή μας παραείναι σκληρή, παραείναι ΄΄Νιτσεϊκή” γι’ αυτό προσπαθεί να στήσει έναν καινούριο κόσμο. Μια μετανιτσεϊκή εποχή. που δε θα βασίζεται στον γκρέμισμα των πάντων, αλλά στην αποθησαύριση του παρελθόντος για να κρατήσουμε τα καλύτερα που πάνω τους θα χτίσουμε. Το παρελθόν για τον πρωταγωνιστή, κρύβει θησαυρούς που δεν είδε ή δεν ερμήνευσε σωστά ο Νίτσε. Ένας από αυτούς τους θησαυρούς είναι και ο χριστιανισμός, αρκεί να βρούμε ξανά τα αληθινά του φτερά. Αλλά είναι πολύ δύσκολο μέσα σε λίγες γραμμές, να αναπαραστήσεις ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, Τα υπόλοιπα, εντός του βιβλίου.

Η αλήθεια είναι πως το γράψιμό του με δυσκόλεψε πολύ και η ιστορία του πάει πολύ μακριά. Το πρώτο κείμενο προς αυτήν την κατεύθυνση γράφτηκε το 1987, αλλά δεν κράτησα από αυτό ούτε μια λέξη. Τόσο κακό ήταν. Μόνο το 2005 άρχισε να γράφεται σιγά σιγά από την αρχή μέχρι το περασμένο Ιανουάριο του 2020, οπότε γράφτηκαν οι τελευταίες γραμμές. Γιατί τελικά δεν είναι καθόλου εύκολο να συνομιλήσεις με έναν Νίτσε.
Άλλη μια μεγάλη περιπέτεια ήταν και η έκδοσή του. Οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι το απέρριψαν, όχι γιατί δεν ήταν ποιοτικό, αλλά γιατί δεν ήταν στις δικές τους προδιαγραφές. Κάποιοι μικροί εκδοτικοί οίκοι όμως το ήθελαν και τελικά κατέληξα να συνεργαστώ με τον εκδοτικό οίκο ΟΣΤΡΙΑ, τον οποίον και ευχαριστώ, γιατί πήρε κι αυτός τα ρίσκα του. Οι πρώτες ενδείξεις όμως, λένε ότι το βιβλίο θα πάει καλά, αν συνεχίσουν να βοηθούν οι αναγνώστες και δεν επιμένουν στο εύπεπτο και επιφανειακό.

Οι υπόλοιπες δραστηριότητές μου, έχουν να κάνουν με τον δύσκολο αγώνα της επιβίωσης και εδώ δε διαφέρω καθόλου από τον απλό Έλληνα και σύγχρονο άνθρωπο. Να φέρει σε πέρας το δύσκολο έργο του, να επιβιώσει μέσα σε έναν ψυχρό και σκληρό κόσμο…
Θα ήθελα να ευχαριστήσω την εφημερίδα ”Ηχώ της Άρτας” για την φιλοξενία.