Οι συγγραφείς αποκαλύπτουν τα μυστικά τους στον Ελπ. Ιντζέμπελη

Γιάννης Μπαλαμπανίδης

“…όλα ιστορίες είναι, που αν δεν ειπωθούν, είναι σαν να μην υπήρξαν…”

O Γιάννης Μπαλαμπανίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1980. Σπούδασε νομικά και πολιτική επιστήμη στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Είναι διδάκτωρ Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου και απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. Συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού “Σύγχρονα Θέματα” και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η έκδοση “Ευρωκομμουνισμός: Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά” αποτελεί επεξεργασμένη εκδοχή της διδακτορικής του διατριβής. Η συνέντευξη δόθηκε με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του με τον τίτλο : Largo, εκδόσεις Πόλις.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Largo, εκδόσεις Πόλις;
Όπως όλα τα πράγματα, είναι απροσδιόριστο πώς και πότε ξεκίνησε. Η γραφή αυτή από καιρόσυνυπήρχε, παράλληλα και κάπως ανταγωνιστικά, με άλλου είδους γραψίματα: με την ακαδημαϊκή γραφή, τηδοκιμιακή (πιο ελεύθερη αυτή), τη γραφειοκρατική γραφή της δουλειάς. Τα τελευταία χρόνια πύκνωσε και πήρε κάποιο σχήμα, γεγονός όχι άσχετο με τα γεγονότα αλλά και την ουσιαστική «ενηλικίωση» τη δική μου και των συνομηλίκων. Μπορώ να καθορίσω με ακρίβεια μόνο το πότε ήρθε η απόφαση να εκτεθεί – αλλά αυτά είναι προσωπικά δεδομένα.

Ο τίτλος Largo είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Υποδηλώνει έναν ρυθμό στον οποίο δονούνται τα διηγήματα της συλλογής. Ρυθμός αργός, πλατύς, γενναιόδωρος (αυτό σημαίνει largo στη μουσική), που υιοθετήθηκε με την ελπίδα να ανοίξει έναν χώρογια να αναπτυχθούν εκεί οι ιστορίες, οι λέξεις και οι χαρακτήρες. Ταυτοχρονα, είναι μια αλληγορία για τον ρυθμό που βρίσκεται μέσα μας, σαν εσωτερικός μετρονόμος. Άλλοτε ιλιγγιώδης, άλλοτε αργόσυρτος και στοχαστικός, μεταβάλλεται, αλλάζει, όχι σπάνια ξεκουρδίζεται. Αν και, στο τέλος, ο χρόνος πάντα κερδίζει.

Το πρώτο διήγημα της συλλογής ξεκινά με την περιγραφή του Πηλίου. Γιατί το ταξίδι μακριά από την πόλη είναι ακόμη μια διέξοδος και μια αναπόληση για όνειρα χαμένα;
Το Πήλιο του διηγήματος δεν είναι το Πήλιο, εννοώ το πραγματικό. Όπως άλλωστε και άλλα μέρη στα οποία τοποθετούνται διηγήματα του βιβλίου, που μπορεί να έχω επισκεφθεί ή να μην πάω ποτέ: η Ιαπωνία, η Γερμανία του 1960, ένα ιταλικό εργοστάσιο, μια επιχείρηση στην Πενσυλβάνια, ένα ακρογιάλι της Μεσογείου. Είναι κομμάτια μιας ψυχικής γεωγραφίας που βοηθάνε να πάρουμε μια απόσταση από τον απλό ρεαλισμό, αναγκαία αν θέλουμε να διερευνήσουμε το οικείο και το ανοίκειο, το παράδοξο, το μαγικό, το απροσδιόριστο.

Στο διήγημα «Largo», γράφετε για ένα άνθρωπο που πάγωσε ξαφνικά σε μια στάση. Και από αυτό το γεγονός εξελίχθηκε αστραπιαία η επιδημία. Πώς μπορεί η σύγχρονη κοινωνία να αντιδράσει σε μια επιδημία, έστω και υποθετική σαν αυτή που περιγράφετε στο βιβλίο σας;
Το διήγημα, που έδωσε τον τίτλο και στο βιβλίο, δεν παραπέμπει στην πανδημία που ζούμε τώρα, θα ήταν υπερβολικά «εύκολο», γράφτηκε άλλωστε σε ανύποπτο χρόνο. Περιγράφει μια άλλου είδους επιδημία, όπου ο χρόνος διαστέλλεται τόσο πολύ ώστε μοιάζει να παγώνει εντελώς. Μπορεί να είναι μια νοσταλγία για την αίσθηση του χρόνου που είχες κάποτε και μετά χάνεται για πάντα. Ή μια ανάγκη αντίστασης στους φρενήρεις ρυθμούς του κόσμου. Κι από την άλλη, ένας τέτοιος χρόνος μπορεί να είναι παραλυτικός, χρόνος της φθοράς και της καθήλωσης. Αδύνατο να ξεφύγουμε από αυτή την αντίφαση.

«Στο ωράριο εργασίας», ο ήρωας είναι ένας άνθρωπος που η τυπικότητά του είναι ανεπανάληπτη. Μοιάζει σαν να τον έχει συνθλίψει η ρουτίνα. Πώς μπορεί ο εργαζόμενος να αντισταθεί στην καθημερινή πίεση και στο να αποφύγει την επανάληψη στο χώρο της δουλειάς του;
Δεν μπορεί. Σε αυτό το παιχνίδι είμαστε χαμένοι από τα αποδυτήρια. Γι’ αυτό επινοούμε μικροαντιστάσεις, σαμποτάζ, υπεξαιρέσεις του χρόνου εργασίας, ξεγελώνταςπερισσότερο τον εαυτό μας παρά τον εργοδότη μας.Σιγά σιγά, ανεπαισθήτως, μαθαίνουμε να αγαπάμε την αλλοτρίωσή μας, μέχρι που στο τέλος δεν μπορούμε να ζήσουμε μακριά της. Ποιοι, εμείς, που στα νιάτα μας, εκεί γύρω στο 2000, πιστεύαμε ότι θα γίνουμε κάτι σαν τον Σαλ Παραντζάιζ στο βιβλίο του Τζακ Κέρουακ Στο δρόμο.

Γράφετε με το δικό σας προσωπικό στυλ και ύφος. Αλήθεια δεν επηρεάζεστε από τα βιβλία των συγγραφέων που έχετε διαβάσει;
Παραείστε ευγενικός, ευχαριστώ πάντως. Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχει προσωπικό στυλ, είναιπάντα, νομίζω, ένα μείγμα από πράγματα που έχουμε κατά καιρούς απαλλοτριώσει. Ο καλός κλέφτης, αν με ρωτάτε, δεν ξαφρίζει μόνο τον Καλβίνο και τον Μπόρχες αλλά και τα κόμιξ του Μπιλάλ ή τα animation του Μιγιαζάκι, τον Γκόγκολ και τους ήρωες του Τσέχωφ αλλά εξίσου τα εγκεφαλικά σενάρια του Τσάρλι Κάουφμαν ή τον μινιμαλιστικό ρομαντισμό του μαέστρου Θεόδωρου Κουρέντζη, το πολιτικό νουάρ του Ιζζό και τις ιστορίες της Λουσία Μπερλίν, το χιούμορ του Γούντυ Άλεν (έχει γράψει φοβερά διηγήματα), τη χροιά της φωνής της Νίνα Σιμόν, τα παιδικά βιβλία του Ρόαλντ Νταλ, το ποδοσφαιρικό σύστημα της Μπαρτσελόνα.

Τι είναι αυτό που σας κάνει να θέλετε να γράψετε μια ιστορία ή ένα διήγημα;
Ο ναρκισσισμός φυσικά – με την έννοια ότι ξεκινάει να γράφει κανείς θεωρώντας ότι έχει κάτι (πολύ σημαντικό) να πει. Πεποίθηση κατά κανόνα απατηλή, αλλά που χωρίς αυτήν δεν θα γραφόταν ποτέ τίποτα. Μετά, είναι το γνωστό, θεμελιώδες σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, παιχνίδι της αναγνώρισης: η έγνοια να αναγνωρίσουν οι άλλοι ό,τι είναι δικό σουσαν κάτι που τους αφορά. Κι έπειτα, η προσπάθεια να ξεπεράσεις τη μοναξιά φτιάχνοντας μια κοινότητα, έστω φαντασιακή όπως στη λογοτεχνία, που να μπορεί να υποδεχτεί αυτά τα σπαράγματα της ανθρώπινης κωμωδίας που συναντάς καθημερινά μπροστά σου, αν έχεις μάτια να τα δεις. Εξάλλου, όλα ιστορίες είναι, που αν δεν ειπωθούν, είναι σαν να μην υπήρξαν.

Πώς νιώθετε όταν κάποιος αναγνώστης
μιλά με ενθουσιασμό για το βιβλίο σας;
Όταν μου συμβεί, να είστε βέβαιος ότι θα σας πω.