Οι Συγγραφείς Αποκαλύπτουν… Τα Μυστικά Τους Στον Ε. Ιντζέμπελη

ΑΝΝΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ

Θέλω να έχουν ψυχή οι άνθρωποί μου, και τους αφήνω να αποφασίζουν μοναχοί τους

Ζούμε σε έναν κόσμο μεγαλύτερο από εμάς. Πολύ. Κι ένα μόνο πράγμα ποθούμε διακαώς, να τον ελέγξουμε, να γίνουμε Θεοί του. Το θέλουμε, μα δεν το μπορούμε. Κι ας προσπαθούμε με κάθε τρόπο, με την επιβολή και με τη βία, με θαυμαστά επιτεύγματα ή θείο κάλλος. Μάταια. Μα υπάρχει ένα μέρος μυστικό – τυχερός όποιος το ανακάλυψε – όπου περνάει η μπογιά μας. Όπου η κοσμογονία, οι νόμοι και η φύση, η ζωή και ο θάνατος κρύβονται κάτω από τα δάχτυλά μας.
Γι αυτό γράφω.

Θέλω να γράφω αστυνομικά. Γιατί συνήθως βρίσκομαι κάποιον να σκοτώνω. Δίκαια μάλλον, ή ίσως όχι. Κάποιου το χέρι λερώνεται με αίμα, και τότε είναι δουλειά μου να τον κρύψω ή να τον καταδώσω. Να του δώσω τα δίκια του. Αν υπάρχουν. Μα θέλω να έχουν ψυχή οι άνθρωποί μου, και τους αφήνω να αποφασίζουν μοναχοί τους. Κάποιες φορές δεν θέλουνε να μπλέξουν. Θέλουν απλώς να ζήσουν, να αγαπήσουν και να κρυφτούν κάτω απ’ τα άστρα.

Η Βασιλική και ο Αντώνης αγαπήθηκαν με πάθος, μα δεν κρύφτηκαν. Γεννήθηκαν κάτω από τα άστρα, στο πρώτο μου μυθιστόρημα «Το κορίτσι πίσω από την αυλαία» που μόλις κυκλοφόρησε. Τους άφησα να πορευτούν ελεύθεροι στη ζωή που διάλεξαν, μόνο τους ακολούθησα, χωρίς να κάνω και πολύ θόρυβο. Πήρα μαζί και τη Ντεπί Μαρτέν, την Παριζιάνα αρτίστα που όμως μου εξαφανίστηκε τη στιγμή του απόλυτου θριάμβου της. Και την Ελένη Αδριανού, την όμορφη μεγαλοαστή που κατάφερε να κινήσει τα νήματα της μοίρας όλων τους, εκτός από τη δική της. Κι επιβιβάστηκαν και κάποιοι ακόμα, όμορφοι και άσχημοι. Μέσα κι έξω.
Ήταν τόσο δύσκολο. Ήταν τόσο εύκολο. Ήταν αφάνταστα απολαυστικό.
Κι ύστερα ήρθε ο Κέδρος. Και τους τύπωσε σε χαρτί, για να διαδώσει την ιστορία τους.

Βιογραφικό
Με λένε Άννα Λυμπεροπούλου. Γεννήθηκα στην Αθήνα, αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα. Το όνομά μου αποτέλεσε, αν και ερήμην μου, την πρώτη μικρή επανάσταση της ζωής μου, κόντρα στα ήθη και τα έθιμα της εποχής μου, κόντρα στις δίκαιες αξιώσεις της Καλλιόπης της Ισχυρής, που υπήρξε η γιαγιά μου. Τα δεκαοκτώ χρόνια που αμέσως ακολούθησαν, τα πέρασα ήσυχα και μετρημένα. Κατόπιν σκέφτηκα να εμπλακώ πιο δραστικώς στο μέλλον μου, διαλέγοντας, μεταξύ άλλων, τις αναπάντεχες σπουδές μου στη γραφιστική. Δούλεψα ακούραστα μαζί της για δεκαεννέα χρόνια. Κι ύστερα, μια κάποια μέρα, έφτασε η ώρα που άρχισα να γράφω, επιστρέφοντας σε αυτό, που μάλλον υπήρξε από την αρχή η ρίζα μου.