Οπενχάιμερ (στη δίνη του Μακαρθισμού)

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

«…Μείνετε εδώ και σφίξτε την καρδιά σας.
Κι όταν τελειώσει η φωτιά το έργο της,
μπορείτε ναγκαλιάσετε τα οστά τους.
Αχ, δύστυχοι θνητοί ! Γιατί αδράχνετε
τις λόγχες και σκοτώνετε ο ένας
τον άλλον ; Πάψτε πια! Βάλτε ένα τέλος
στον πόλεμο, κοιτάξτε να ησυχάσει
η χώρα σας, να μείνουν κι οι άλλοι ήσυχοι.
Περνά η ζωή μας γρήγορα. Ας κυλήσει
ειρηνικά κι όσο μπορούμε ανώδυνα…»
Ευριπίδης, Ικέτιδες.

Κατηφορίζοντας στον «Ορφέα» διατηρούσα κάποιες επιφυλάξεις. Παρά τις (καλές) κριτικές και τα ακόμα καλύτερα λόγια ανθρώπων που εκτιμώ είχα πάντα αμφιβολίες για τις κινηματογραφικές βιογραφίες, που συνήθως κινούνται μεταξύ φλυαρίας και μύθου.
Ο «Οπενχάιμερ», ωστόσο, ήταν αλλιώς. Ήταν, αναμφίβολα, η μεγάλη στιγμή του Κρίστοφερ Νόλαν που δάμασε και επεξεργάστηκε έναν βιογραφικό ωκεανό χωρίς να προδώσει τις ιστορικές αναφορές και τα συμφραζόμενα μιας σκοτεινής Αμερικής, πριν και μετά τον μεγάλο πόλεμο. Ιδίως μετά.
Κι έτσι ξεδίπλωσε μια υπαρξιακή πορεία, την πορεία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ που μέσα από τις αναζητήσεις και τις προκλήσεις της Φυσικής υπήρξε ο δημιουργός της ατομικής βόμβας.
Το σενάριο βασίστηκε στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο «Ο θρίαμβος και η τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ» των Και Μπερντ και Μάρτιν Σέργουιν, που στα χέρια του Νόλαν έγινε έπος, ένα θεαματικό πορτραίτο της ψυχής και του νου ενός επιστήμονα που έμελλε να σφραγίσει την «αλλαγή σελίδας» μιας ιστορίας εν κινήσει.
Οι ανησυχίες του Οπενχάιμερ ξεδιπλώνονται στην Γερμανία, μια Γερμανία του μεσοπολέμου, σένα κλίμα προτεσταντικής ηθικής.

Η δύναμη του μυαλού και η πρόκληση της αναζήτησης τον φέρνουν στην «φυσική» του θέση, στα αμερικάνικα πανεπιστήμια, στα εργαστήρια και την έρευνα. Τον φέρνουν, με την παραδοχή του μυαλού του και την αμφισβήτηση των ιδεών του, στο φιλόδοξο «Πρόγραμμα Μανχάταν», πυροκροτητή της ατομικής βόμβας και πρωτόγνωρο επίτευγμα της ανθρώπινης εφευρετικότητας.
Η πορεία του Οπενχάιμερ υπήρξε υπαρξιακή. Πάθη, απαγορευμένοι έρωτες, ενσυναίσθηση του διεθνισμού (κατηγορήθηκε για τις συνδρομές του στον Ισπανικό εμφύλιο για λογαριασμό των δημοκρατικών), υποστήριξη μιας οιονεί υβριδικής συνδικαλιστικής έκφανσης στο Πανεπιστήμιο και τα εργαστήρια, σχέσεις με μέλη και φίλους του κομμουνιστικού κόμματος, δηλαδή εξόχως ασύμβατα για την θέση, το κύρος και τον ρόλο του στον πιο ευαίσθητο θύλακα της πιο επίσημης Αμερικής.
Κι όμως. Αυτός ακριβώς ο Οπενχάιμερ αναζητήθηκε, αυτός κλήθηκε, αυτός στρατολογήθηκε για το ταξίδι της επόμενης μέρας, αυτός ο αδιαφιλονίκητος παντογνώστης της κβαντικής μηχανικής.
Η εφευρετικότητα του μυαλού του, η σύνθεση της σκέψης του, μια φιλοδοξία χωρίς όρια κι ένα ισχυρό αισθητήριο επιλογής των συνεργατών του, του άνοιξαν τις πόρτες του Αμερικάνικου Πενταγώνου σένα πρωτόγνωρο, σε ανθρώπους και πόρους, πρόγραμμα, το «Πρόγραμμα Μανχάταν».
Η πορεία του Οπενχάιμερ έχει ένα «πριν» και ένα «μετά».

Το «πριν» σφραγίζεται σε μια άνυδρη έρημο, σε πειράματα, αναζητήσεις, έντονες επιστημονικές αψιμαχίες, τακτοποιημένες ή ατακτοποίητες «προσωπικές ζωές», ανάμεσα σε ανεμίζουσες αμερικάνικες σημαίες.
Το «πριν» σφραγίζεται απ’ την προσπάθεια «πότε και πως θα πατηθεί το κουμπί», εάν «η δοκιμή» θάναι επιτυχής, εάν το υπερόπλο θα σημάνει το τέλος του πολέμου, την ήττα των Ιαπώνων.
Το «πριν» σφραγίζεται από «κάποια» ηθικά διλήμματα, από αμφιβολίες, από μια ανησυχία θεολογικού περιεχομένου.
Κυρίως όμως σφραγίζεται απ’ την φιλοδοξία του επιστήμονα, από ένα υπερτροφικό επιστημονικό «εγώ» που διαχέεται αμέριμνα σε συνεργάτες, βοηθούς, σύζυγο, ερωμένη.
Το «μετά» μοιάζει – και είναι – μετέωρο, επισφαλές, ύποπτο.
Ο Οπενχάιμερ δεν «κεφαλαιοποιεί» τον «πατέρα της ατομικής βόμβας». Γίνεται εξώφυλλο στο «ΤΙΜΕ» αλλά φεύγει ταπεινωμένος, σαν «κλαψιάρης», απ’ το οβάλ γραφείο του Τρούμαν.
Ο «πατέρας της ατομικής βόμβας» αρνείται να γίνει «πατέρας» της βόμβας υδρογόνου. Αρνείται κι αμφισβητεί το σπιράλ των εξοπλισμών, το άγονο του διαγκωνισμού με την πρώην «σύμμαχο» του πολέμου, την ΕΣΣΔ.
Με άλλα λόγια ο Οπενχάιμερ αρνείται να ευθυγραμμιστεί με το κεντρικό αφήγημα της Αμερικής που στον νέο κόσμο ο εχθρός ήταν «κόκκινος», η ανήμπορη και καθυποταγμένη Γερμανία έδινε τη θέσης της, ως αντίπαλο δέος, σε μια άγνωστη κι επικίνδυνη Σοβιετική Ένωση, την χώρα του κομμουνιστών.

Το «μετά» του Οπενχάιμερ δαιμονοποιεί το «πριν», το προκαλεί με αυθάδεια μες στην τραγική ειρωνεία του.
Ο ακαδημαϊκός του Μπέρκλεϋ, ο ακάματος ερευνητής του Λος Άλαμος, ο καταραμένος εραστής της τραγικής Τζιν Τάτλοκ, στοιχειώθηκε για πάντα απ’ το «μανιτάρι του θανάτου» και την ενσυναίσθηση για ένα αβέβαιο και χωρίς γυρισμό κόσμο.
Αυτή η ενσυναίσθηση, «κράμα δολοφονικού ακκισμού και αφοπλιστικής ειλικρίνειας», σημάδεψε ανεξίτηλα το «μετά» του Οπενχάιμερ.
Είναι αυτή που τον οδήγησε σε μια ανελέητη, «στημένη», ακροαματική διαδικασία, έναν εφιάλτη αποδόμησης και απόρριψης. Ένα «κατηγορώ» αμφισβήτησης του πατριωτισμού μέσα απ’ τις ιδέες του και τα οράματά του.
Οι σκηνές απ’ την ατιμωτική ακροαματική διαδικασία ζωντανεύουν σελίδες του μεγάλου Φίλιπ Ροθ, παλμογράφου της βαθιάς Αμερικής και επίμονου ανατόμου του Μακαρθισμού στην εκπληκτική τριλογία του (Αμερικανικό ειδύλλιο, Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή, Το ανθρώπινο στίγμα).
Η ανάκριση δεν ήταν προσχηματική. Ξεγύμνωσε τις προσωπικές του στιγμές και σχέσεις, αμφισβήτησε την προσήλωση του στο όνειρο της Αμερικής, εστίασε σε αμφιλεγόμενες φιλοκομμουνιστικές θεάσεις ενός εβραίου.
Ο Οπενχάιμερ ήταν ευάλωτος : φίλοι τον αρνήθηκαν, συνεργάτες του, θολωμένοι απ’ το εκτόπισμα του, τον πρόδωσαν. Αντιμετωπίστηκε, αυτός, το εξώφυλλο του «ΤΙΜΕ» και καλεσμένος του Προέδρου Τρούμαν, σαν προδότης, σαν αποσυνάγωγος, σαν ένας «κόκκινος» άνθρωπος του εχθρού.

Κι έτσι το «πριν» υπονόμευσε το «μετά». Ναρκοθέτησε την πορεία μέσα απ’ το δίλημμα και τον φόβο. Με την φαντασία, όχι τα μάτια, στραμμένη στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Μια ανείπωτη καταστροφή που λογαριάσαμε σαν ευλογία για το τέλος ενός πολέμου. Κι αρχή ενός νέου πολέμου, με νέους εχθρούς, παλιούς φόβους και αβέβαιες συνειδήσεις.
Αν το καλοσκεφτείς ο «Οπενχάιμερ» του Νόλαν μοιάζει με μια, μεγαλοπρεπή και επιβλητική στα σκηνικά της, όπερα. Μια όπερα που υμνεί την ζωή μέσα απ’ τον θάνατο. Με πρωταγωνιστές που αναδεικνύουν το σημαίνον στα ασπρόμαυρα καρέ του φιλμ, με μουσική του απέριττου και της μελαγχολίας, σπάνια επική.
Με βλέμματα κενά μπροστά στον φόβο, την ελπίδα ή τον έρωτα. Με βλέμματα προσδοκίας ή συγκατάβασης. Είναι τα ίδια βλέμματα που συναντάς στο Λος Άλαμος λίγο πριν την έκρηξη, είναι τα βλέμματα που συναντάς σένα δωμάτιο ξενοδοχείου μετά το ερωτικό σμίξιμο, είναι τα βλέμματα σε φίλους και συνεργάτες μετά το «σταύρωσον αυτόν» που ακούστηκε ξέπνοα στην Επιτροπή Ακροάσεων.
Ο Κίλιαν Μέρφι, που αν δεν υπήρχε ο Νόλαν έπρεπε να τον εφεύρει, είναι ο Οπενχάιμερ που οι ποιητές της παρακμής και του περιθωρίου υμνούν ακριβώς γιατί δεν μπορούν να ταξινομήσουν.
Είναι ο πρωταγωνιστής μιας τραγωδίας, μιας αφήγησης κι ενός έπους. Είναι η υπόμνηση μιας αβεβαιότητας, παλιάς όσο και η ίδια η ζωή.