Γράφει ο Δημήτρης Πετρόπουλος
Στην Ιστορία, όπως και στην προσωπική ζωή, υπάρχουν μάχες που η έκβασή τους καθορίζει την πορεία των πραγμάτων- έτσι δεν είναι;
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ. – εδώ και 2500 χρόνια δηλαδή σα σήμερα που γράφονται οι γραμμές αυτές, 22 του μηνός, σύμφωνα με αρχαίες πηγές και εκτιμήσεις σύγχρονες- λένε πως είναι μια από τις πιο σημαντικές αναμετρήσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αν οι Έλληνες είχαν ηττηθεί στη ναυμαχία, η κατάληψη της Ελλάδας από τους Πέρσες θα σταματούσε, μάλλον, την ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού άρα και του μετέπειτα δυτικού πολιτισμού που καθορίστηκε από τον ελληνικό. Η νίκη των Ελλήνων άλλαξε, όπως συνηθίζουμε να λέμε, τον ρου της Ιστορίας.
Κάποιοι, βέβαια, υποστηρίζουν πως ο ελληνικός πολιτισμός θα μπορούσε να αναπτυχθεί και κάτω από την περσική κυριαρχία- όπως στην Ιωνία. Η πολιτισμική όμως άνθηση και ακμή της Αθήνας προέκυψε, όπως ξέρουμε, μετά τους Περσικούς πολέμους- σε καθεστώς δημοκρατίας.
΄΄Στις επόμενες τρεις δεκαετίες, οι Αθηναίοι διαμόρφωσαν νέες ισορροπίες και προοπτικές στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο. Χάρη στη Δηλιακή Συμμαχία, κατάφεραν να απελευθερώσουν τη Θράκη, τη Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου, την Ιωνία, και βοήθησαν τους Αιγύπτιους στην εξέγερση τους κατά των Περσών΄΄ – γεγονότα που τόνωσαν το γόητρο των Ελλήνων και πλήγωσαν το γόητρο των Περσών.
Το γόητρο αυτών των δυο λαών σε σχέση με το διακύβευμά του, με την πηγή και το περιεχόμενό του δηλαδή, πραγματεύεται στους ΄΄Πέρσες΄΄ ο Αισχύλος. Όταν, βέβαια, έγραψε το έργο το 472 π.Χ. η Ιστορία δεν είχε αξιολογήσει ακόμα τίποτα απ’όλα αυτά. Ξέβραζε ακόμα η θάλασσα κουφάρια από πλεούμενα. Οι μνήμες είχαν γεύση από αρμύρα ανάκατη με μυρωδιές από αιματοβαμμένα υφάσματα ξενόφερτα κι ελληνικά. Μες στις θαλασσινές σπηλιές ακουγόταν ακόμα αχός από λέξεις άγνωστες και όπλα ξενικά.
Οι νικητές που επέζησαν μάρτυρες σιωπηλοί- νωπές οι μνήμες, η γλώσσα λύνεται αργότερα, όταν καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός.
Όταν ο Αισχύλος έγραψε τους ΄΄Πέρσες΄΄ μιλούσε μόνο η καρδιά- και το φρόνημα.
Ο ποιητής, πολεμιστής κι ο ίδιος, θέλησε να υμνήσει τη γενναιότητα και την αυτοθυσία των Ελλήνων. Να υμνήσει το μεγαλείο της ψυχής με ταπεινότητα- με περηφάνια απαλλαγμένη από καυχησιά και ματαιοδοξία. Και το κατάφερε βάζοντας τον αντίπαλο να το αναγνωρίζει.
Στη Σαλαμίνα, σήμερα, το Εθνικό μας θέατρο παρουσιάζει με ιδιαίτερη φαντάζομαι, συγκίνηση και ταραχή, τους ΄΄Πέρσες΄΄ του Αισχύλου.
Θάθελα νάμουνα και γω εκεί- μαζί τους στη σκηνή.
Θάθελα νάμουνα και γω εκεί σαν ακουστεί το ΄΄Ίτε παίδες Ελλήνων΄΄ – αν και στην Επίδαυρο όπου είδα την παράσταση κανένας ενθουσιασμός ή ρίγος δεν συνεπήρε τα πλήθη στο άκουσμα του θρυλικού παιάνα– και δεν είμαστε και λίγοι παρά τον κορωνοïό. Κι όμως υποστηρίχτηκε με δέος η στιγμή από τον αγγελιοφόρο.
Παῖδες Ἑλλήνων ἴτε…Νυν υπέρ πάντων αγών.
Η απόκριση του κοινού συνήθως είναι ενθουσιώδης σ΄αυτό το σημείο- ακόμη και για λάθος λόγους, όπως οι εθνικιστικές εξάρσεις. Ίσως η γλώσσα στο πρωτότυπο δεν έχει πλέον μυημένους. Ίσως το φρόνημα και η καρδιά να έχουν κάπως ατονήσει. Ίσως φταίνε τα φεγγάρια…
Στη Σαλαμίνα κάποιοι θυσιάστηκαν για να μείνει η χώρα ελεύθερη.
Στη Σαλαμίνα κάποιοι ήταν σίγουροι πως θα νικήσουν. Και νικήθηκαν.
Στη Σαλαμίνα συνέβη κάτι που άλλαξε τον ρου της Ιστορίας.
Αυτό το αναγνωρίζουνε και οι ξένοι.
Ο λόρδος Βύρων, που δεν θα διεκδικούσε το μέγεθος του Αισχύλου, κατάφερε να συνοψίσει με λίγους στίχους την καταρράκωση της υπερβολικής αυτοπεποίθησης, την απογύμνωση της ματαιοδοξίας, τη σημασία των κινήτρων πάνω απ΄όλα.
Ένας βασιλιάς κάθησε στο φρύδι ενός βράχου
Που έβλεπε κατά τη θαλασσογεννημένη Σαλαμίνα
Και πλοία, χιλιάδες, γλιστρούσαν στα νερά
Και άνδρες ανά έθνη- όλοι δικοί του !
Τους μέτρησε το χάραμα έναν-έναν –
Και όταν ο ήλιος έδυσε τι είχαν απογίνει;
Υ.Γ. Οι Πέρσες, λέει ο Αισχύλος, πριν μπουν ακόμα στα στενά της Σαλαμίνας, άκουσαν το πολεμικό τραγούδι των Ελλήνων να αντηχεί, τον ιερό παιάνα:
Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων• νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων,
ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε
τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τους βωμούς των θεών των πατέρων σας
και τους τάφους των προγόνων σας: τώρα ο αγώνας είναι για τα πάντα.
Ονειρευόμουν την επετειακή αυτή παράσταση στη Σαλαμίνα, στον τόπο όπου ανάβλυσε μαζί με το χυμένο αίμα η έμπνευση του ποιητή, μεγαλειώδη- όπως και οι συντελεστές της φαντάζομαι. Με όλη την υφήλιο να παρακολουθεί όπως στους Ολυμπιακούς αγώνες- γιατί όχι; Πόσες φορές μετουσιώθηκε σε ποίηση η πραγματικότητα τόσο αποκαλυπτικά και καθηλωτικά;
Η πανδημία είχε άλλη γνώμη ! Η παράσταση ακυρώθηκε.