Ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία...

Της Κατερίνας Σχισμένου

“Στα σκοτεινά πηγαίνουμε,
στα σκοτεινά προχωρούμε…
Γ. Σεφέρης

Κάθε δημόσιο αγαθό από το δρόμο έως και το πεζοδρόμιο, το σχολείο έως το πανεπιστήμιο ερχόμαστε μέσα σ΄έναν παράλογο δρόμο της καθημερινής μας παραφροσύνης, αυτής του Ελληναρά να ξαναπροσδιορίσουμε και να ορίσουμε το αυτονόητο. Καθημερινά πέφτουμε σε παγίδες όχι μόνο αισθητικής παράκρουσης αλλά και επικίνδυνης πεζοπορίας και διάβασης μέσα στους δικούς μας δρόμους.

Έχει χαθεί κάθε μέτρο και κάθε σημείο αλληλοσυμβιωτικής ευγένειας που θα ΄πρεπε να κυριαρχούν στις ανθρώπινες κοινωνίες για να καταλήξουν βιώσιμες και να μην αρχίσουν ν΄αποδομούνται και να καταλήξουν στην βαρβαρότητα του χάους. Και ποιό είναι το χάος; Μα φυσικά αυτό που πλέον ζούμε όλο και πιο συχνά δίπλα μας κάθε μέρα όλο και πιο έντονα. Να περπατάς και να σε σπρώχνουν, να παρκάρουν παντού αμάξια και να μην χωρούν κάθε είδους καροτσάκια ή αμαξίδια,ο δρόμος και το πεζοδρόμιο στην ελεύθερη νομή του καθενός μας και του μηδενός μας.

Αυτό που είμαστε δυστυχώς μέσα μας το βγάζουμε και με μεγάλη ευκολία και έξω μας ειδικά σε εποχές κρίσης αλλά και εποχές χαλαρότητας και ευθυμίας….ελαφρύτητα έως βία και επιθετικότητα. Το μέτρο μας; Χάθηκε. Ίσως και πάντα να ήταν χαμένο ανά τους αιώνες και γι΄αυτό να χρειαζόμασταν τόσο έντονα και επιτακτικά τη φιλοσοφία να μας το υπενθυμίζει, από τη μεσότητα του Αριστοτέλη έως την αρμονία των Πυθαγορείων. Κατά τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος, στη χρήση των εξωτερικών και εσωτερικών αγαθών, στις δυνατότητες που ο ψυχικός του κόσμος ή οι περιστάσεις του προσφέρουν, οφείλει να τηρεί την μεσότητα. Και όταν το αγαθό και οι δυνατότητες προσφέρονται κάτω από διάφορα σχήματα (πολλές φορές αντιφατικά) η ίδια αρχή θα τον οδηγήσει στην επιλογή που θα κάνει. Η μεσότητα είναι ο κανόνας κάθε ανθρώπινης αρετής.

Αυτή είναι η αρχή και η στάση όχι μόνο της ελληνικής σοφίας αλλά και του ελληνολατινικού ουμανισμού. Και μεις φροντίζουμε να την αγνοούμε, να την υποβαθμίζουμε να την μετατρέπουμε λόγω άγνοιας ή βολέματος σε αγένεια, κραυγές, τσακωμούς, ό,τι δεν ταιριάζει κάτι με το συμφέρον μας, την αισθητική μας την ανύπαρκτη το δικό μας μέτρο.Έξω από κάθε σπίτι ένα πορτοκαλί ή περισσότερα κολωνάκια γιατί είναι ο δικός μας χώρος κι όχι δημόσιος.

Γεμίσαμε με την αισθητική του πορτοκαλί, κάτι μεταξύ απαγόρευσης και επιβολής χωρίς μέτρο. Γιατί και πώς;
Κι αν καταστρέφουμε και οριοθετούμε το δικό μας το δημόσιο χώρο; Δικός μας είναι…. ‘Η να μην μας έπρεπαν αυτά και να θέλαμε άλλα. Και τι είναι αυτά τ΄άλλα; Και πού βρίσκονται αυτά τ΄άλλα; Σε ποιόν κόσμο ή κομήτη κατοικούν, παρά μόνο της παραφροσύνης της σύγχρονης πραγματικότητάς μας, που μπερδέψαμε το άσχημο με το όμορφο, την αδικία με τη δικαιοσύνη, την άγνοια με την ημιμάθεια , το παράλογο με το λογικό το ατομικό με το δημόσιο. Πού ζούμε;