Ο Ευάγγελος Βενιζέλος Ελληνική για πολιτική σκηνή και μετα-πολιτική

Συνέντευξη έδωσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος στην Οικονομική Επιθεώρηση και στους δημοσιογράφους Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη και Κωνσταντίνο Τσαλακό.

Ο κ. Βενιζέλος ρωτήθηκε για το όρο «μεταπολιτική», που εσχάτως βρίσκεται στην πολιτική επικαιρότητα.

Οικ.Επ.: Έχετε εισαγάγει στη δημόσια συζήτηση τον όρο «μεταπολιτική». Τώρα, μετά την εγκατάσταση επί σκηνής του φαινομένου Κασσελάκη, γίνεται περισσή χρήση του ίδιου όρου. Πώς παρατηρείτε λοιπόν της εξελίξεις στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και τη χρήση του όρου μεταπολιτική;
Ε.Β.: Δεν χρησιμοποίησα καταρχάς τον όρο «μεταπολιτική» ως post-politics, μια προσέγγιση που μπορεί να λειτουργήσει περίεργα ιδεολογικά, έως και αντιδημοκρατικά, πάντως ύποπτα. Ασφαλώς όχι, δεν αναφερόμουν σε κάτι τέτοιο. Δεν αναφερόμουν ούτε στο μεταμοντέρνο meta-politics, όπου το ζητούμενο είναι μια επανεπίσκεψη των λέξεων. Ούτε αυτό μου κινούσε το ενδιαφέρον.
Για μένα, το ζητούμενο ήταν το after-politics, όταν κάνεις μια διαδρομή στην πολιτική και μετά λες «απαλλάσσομαι από της καταναγκασμούς της εκλογικής διαδικασίας και του εκλογικού κόστους».

Οικ.Επ.: Και μιλάω ανοιχτά;
Ε.Β.:Και έχω μια υποχρέωση να πω τα πράγματα όπως τα βλέπω, όπως τα νιώθω. Με βάση την εμπειρία μου και την όποια δυνατότητα αναστοχασμού και διατύπωσης νέων προτάσεων και ιδεών. Στη δική μου ορολογία «μεταπολιτική» είναι η ουσία της πολιτικής χωρίς τους καταναγκασμούς του ενδιάθετου –σε κάθε διεκδίκηση ψήφου– λαϊκισμού. Υπ’ αυτή την έννοια, μπορώ να δω τα πράγματα πιο ελεύθερα και πιο καθαρά. Και αυτά που συμβαίνουν τώρα, και αυτά που συνέβησαν παλιότερα – και ίσως κάποια από αυτά που θα συμβούν στο μέλλον. Διευκρινίζω όμως ότι η δημοκρατία βασίζεται στην πολιτική με τα προβλήματα, τις αντιφάσεις και το κόστος της, βασίζεται στη βούληση του εκλογικού σώματος και όχι στην μεταπολιτική έστω με την έννοια που της δίνω.

Οικ.Επ.: Τη συζήτηση περί μεταπολιτικής, που έχει ανοίξει τώρα, πώς την αντιμετωπίζετε;
Ε.Β.:Θεωρώ ότι εννοούν πως πρόκειται για μια εκδοχή της πολιτικής υποτεταγμένη στους κανόνες του στιλ και της επικοινωνίας. Αυτό πράγματι ισχύει, γιατί εδώ και δεκαετίες έχει αναδειχθεί –και διεθνώς και στην Ελλάδα– μια πολύ ισχυρή τάση: να κάνω πολιτική ως επικοινωνία. Πολιτική του προφίλ: είμαι συμπαθής, αγαπώ τα ζώα, είμαι γυμνασμένος, έχω φοιτήσει σε καλά σχολεία. Όταν λοιπόν συγκατανεύεις σε μια τέτοια απίσχναση της πολιτικής, στην αφυδάτωσή της όχι από αξιολογικά ή ιδεολογικά στοιχεία, αλλά και από ένα σύνολο προγραμματικών προτάσεων και δεσμεύσεων, πού καταλήγεις;

Οικ.Επ.: Αυτό που παλιά λέγαμε «περιεχόμενο της πολιτικής»;
Ε.Β.:Περιεχόμενο και ευθύνη. Αναλαμβάνοντας την ευθύνη των προτάσεων –και την ευθύνη της εκτέλεσης αυτών που λες – γιατί αλλιώς καταλήγεις να πεις: «Γεια της! Ήρθα!».

Οικ.Επ.: Μήπως αυτή η μεταπολιτική που συζητάμε τώρα είναι μια στάση στρουθοκάμηλου απέναντι της πολυκρίσεις με της οποίες είμαστε αντιμέτωποι; Στη λογική «άσε καλύτερα, μόνο εικόνα»;
Ε.Β.:Θα μπορούσε η απάντηση να είναι η απο -ιδεολογικοποίηση της πολιτικής. Για την ακρίβεια η κυριαρχία μιας ιδεολογικής αντίληψης, η οποία είναι πραγματιστική, ενός ρεαλισμού ο οποίος μπορεί να σαρώσει τα πάντα. Δεν πρόκειται τώρα περί αυτού. Πρόκειται για μια ελαφρότητα που κυριαρχεί και επιπολάζει. Η μια «μεταπολιτική» είναι συνεπώς εχθρός της άλλης. Είναι το ακριβώς αντίθετό της. Η μια είναι η βαθύτερη πολιτική, που προσπαθεί να προσεγγίσει την ιστορία, και η άλλη είναι απολύτως ανιστόρητη.

Οικ.Επ.: Οι τρεις μήνες που ακολούθησαν την πανηγυρική νίκη της της εκλογές ήταν για την κυβέρνηση, και μάλιστα κατά γενική ομολογία, εξαιρετικά δύσκολοι για την κυβέρνηση. Εντούτοις, όπως φάνηκε ήδη από την πρώτη Κυριακή των αυτοδιοικητικών εκλογών δεν φαίνεται να καταγράφεται κάποιο σημαντικό πλήγμα στα ποσοστά της.
Ε.Β.: Λογικό είναι. Είναι όλο το σύστημα ασύμμετρο. Η εναλλακτική λύση που δεν υπήρχε στις βουλευτικές εκλογές δεν διαμορφώθηκε προφανώς μέσα στους τρεις μήνες που μεσολάβησαν μέχρι τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Δεν θα έπρεπε όμως να νιώθει κάνεις επαναπαυμένος. Γιατί μπορεί να υπάρχει ένα πρόβλημα υπο-αντιπροσώπευσης και μια κρίση νομιμοποίησης, η οποία να είναι πολύ βαθύτερη. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι συντελούνται διεργασίες που δεν καταγράφονται ως εκλογική ήττα του κυβερνώντος κόμματος. Υπό την έννοια αυτή τα λεγόμενα μηνύματα των αυτοδιοικητικών εκλογών αφορούν προφανώς τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τη μεταξύ τους σχέση. Αφορούν όμως και την κυβέρνηση που θα ήταν κατά τη γνώμη μου σφάλμα να θεωρήσει ότι με την ψήφο στις αυτοδιοικητικές εκλογές εγκρίθηκε ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται τις κρίσεις και γενικότερα τις προκλήσεις των τελευταίων μηνών. Μπορεί όμως να κάνω εγώ λάθος και η κοινωνία να έχει καταστεί οριστικά ολιγαρκής και ικανοποιημένη από την ύπαρξη ενός κυρίαρχου κόμματος χωρίς αντίβαρα.