«Ο Καλλικάντζαρος»
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Ποιος να σε φωτίσ’ εσένα! Εσύ παιδάκι μ’ είσαι σκελσμένο. Μεθαύριο τα Φώτα να σε χώσουμε στην νεροτρουβιά να ξελαμπικάρσ’ ντιπ απ’ τον Σατανά που έχ’ς μέσα σ’ και δεν νογάς τίποτις.»
Για κάμποσα χρόνια, παραμονές των Φώτων αυτά άκουγα από τη γιαγιά μου. Ου, τι καλλικάντζαρο με έλεγε, τι σιακατρύπα, τι διολοτόμαρο, τι,τι… Εγώ, λες και τα είχα συνηθίσει, λες και το είχα αποδεχθεί ότι τέτοιος ήμουν, δεν με ένοιαζε καθόλου. «Πήγαιναν και έρχονταν» οι δυσαρεστημένοι-«καλοθελητές» και ξέσπειραν στη μάνα μου πάντα όσα έκανα και άλλα παραπάνω. Έβαζαν δηλαδή και την «προστιθέμενη αξία.» Ένα έκανα, δέκα έλεγαν. Για όλα όσα γίνονταν στο χωριό αίτιος ήταν ο Χρήστος. Ένας και μοναδικός. Κάποιος έκλεψε καρύδες από την Κωστάντω.
Όλοι τον Χρήστο υποψιάζονταν. Κάποιος/οι πήραν από το σπίτι τους τα χαλκώματα και τα πούλησαν. Ο Χρήστος τα πήρε. Κάποιος έκλεψε το τριφύλλι για τα κουνέλια. Εγώ, αν και δεν είχα κουνέλια, ήμουν ο ύποπτος. Κάποιος έκλεψε το ταψί γεμάτοι κρέας με πατάτες από τη γάστρα; Ο Χρήστος ήταν ο δράστης. Εδώ είναι αλήθεια πως συμμετείχα με άλλους τέσσερις. Το πήραμε το ταψί, πήγαμε στην πλατεία του χωριού στο πανηγύρι, το βάλαμε επάνω στο τραπέζι και μοσχοφάγαμε. Χίλιες δυο διαολιές. Χίλιες δυο σκανδαλιές.
Ο Χρήστος, λοιπόν ήταν ο Σατανάς και ιδιαίτερα τις γιορτές των Χριστουγέννων αλωμάνιζε κυριολεκτικά το χωριό. Περίμεναν να έρθουν τα Φώτα, να πάρω τη θεία Φώτιση. Προληπτικά μέτρα άπειρα…Με έβαζαν στο λιβάνι, μύριζε ο τόπος όλος, με έβαζαν στο “σκρούμπο”, αναγκαστικά παρακολουθούσα το “πρατσάνισμα” του αλατιού και των ξύλων στη φωτιά, με έβαζαν να μυρίσω καιγόμενο κέδρο, με έφερναν, τέλος πάντων, σε επαφή με όλα τα “καρκαντζελοαπωθητικά!”
Εγώ πιστός στο καθήκον. Καρκάντζελος.
Ήμουν ένα από εκείνα τα εκδικητικά όντα με κέρατα και πόδια τράγου, ανθρωποειδές δηλαδή τέρας, με μεγάλα και σουβλερά δόντια και νύχια, και κυκλοφορούσα τις νύχτες, (τα “πάρωρα”). Έμπαινα ακόμα και μέσα στα σπίτια για να προξενήσω ζημιές στους ανθρώπους και στα εργόχειρά τους. Λιμπιζόμουν τις λιχουδιές των παιδιών (τηγανίτες, καρύδια, ψημένα κάστανα ή κουκιά ή ρεβίθια.” Πόσες μα πόσες φορές δεν ΄’άκουσα τους στίχους από τη γιαγιά για να με φοβίσει από τους καλλικάντζαρους, αφού δεν ήθελε η ίδια να πιστέψει πως εγώ ήμουν τέτοιος. “Παρωρίτες είμαστε, τα πάρωρα γυρεύουμε,/τηγανίτες θέλουμε, τα παιδιά τα παίρνουμε./ Κάστανα μην ψήσετε, καρύδια να μην σπάστε,/ κουκιά μη ροκανίσετε, ρεβίθια να μη φάτε.”
Κατ’ εξαίρεση συμμετείχα και στις δύο τελετές των Θεοφανίων. Στο Μέγα αγιασμό που λαμβάνει χώρα εντός των εκκλησιών και στην κατάδυση του Τιμίου Σταυρού, που ακολουθεί τον Μεγάλο Αγιασμό. Τον Σταυρό στον Άραχθο δεν τον έριχνε κανένας. Τώρα που βγαίνουν με το κιλό οι φωτογραφίες και μπαίνουν στα φεϊσμπούκια, τώρα ρίχνουν και τον σταυρό στο ποτάμι. Τα Κάλαντα των Θεοφανίων τα έλεγα με ευτελές ή και μηδενικό εισόδημα. «Σήμερα είν’ τα Φώτα και ο φωτισμός / και χαρά μεγάλη και αγιασμός…»
Με την Πρωταγίαση, ο ιερέας γυρίζει όλα τα σπίτια και με το Σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό “αγίαζε” τους χώρους των σπιτιών για να φύγει μακριά κάθε κακό και να εξαφανιστούν οι καλικάντζαροι, οι οποίοι έντρομοι έφευγαν βλέποντας τον ιερέα και κραυγάζοντας: «Φύγετε να φύγουμε κι έφτασε ο τρουλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του!» Σιγά μην έφευγα εγώ.
Εκεί μπάστακας έτρωγα όλα τα γλυκά που είχε η μάνα μου κρυμμένα. Μερικές χρονιές μου έδινε η γιαγιά αγιασμένο νερό και έπινα. Λίτρα ολόκληρα. Δεν γινόταν τίποτε. Ώσπου μια χρονιά σε μια επιχείρηση «κλέβω τα καρύδια και το γλυκό από τη μάνα μου» είδα και μια μπουκάλα γεμάτη νερό. Έτσι νόμισα. Έλα, που ήταν τσίπουρο και πνίγηκα στο βήχα πίνοντας από αυτό, έγινα κουρούμπελο και συνελήφθην να επιδίδομαι σε καλικαντζαροειδή δραστηριότητα. Λειτούργησε το έθιμο της Χειροτονίας…