Περιεχόμενο και έννοια της εικόνας
Υπό του Πρωτοπρεσβυτέρου
Ιωάννου Λάκκα-Θεολόγου
Συνταξιούχου-εκπαιδευτικού
Το περιεχόμενο και η έννοια της εικόνας πηγάζουν από τη διδασκαλία που διατύπωσε η Εκκλησία στην απάντησή της προς τους εικονομάχους. Η δογματική θεμελίωση της προσκύνησης των εικόνων και η έννοια της λειτουργικής εικόνας αποκαλύπτονται από το θρίαμβο της ορθοδοξίας, η γιορτή της νίκης των εικόνων και της οριστικής επικράτησης του δόγματος της σαρκώσεως του Θεού. Η πάλη εναντίον της εικονομαχίας και η νίκη κατά της αίρεσης υπήρξε γεγονός μεγάλης σημασίας για την τέχνη της Εκκλησίας.
Η μάχη εναντίον των εικόνων παρακίνησε τον χριστιανισμό να διατυπώσει και να επεξεργασθεί την χριστολογική θεμελίωση της εικόνας, και να διατυπώσει τη θεολογική της βάση. Με την θεμελιωμένη πια χριστολογική βάση της εικόνας εμφανίζεται μια συνειδητή και καθορισμένη τάση, που φανερώνει κυριολεκτικά το περιεχόμενό της, την ίδια της την ουσία, στηριγμένη πάνω στην πνευματική εμπειρία του παρόντος και του παρελθόντος. Έτσι το κέντρο βάρος μετατίθεται από τη χριστολογική μορφή της εικόνας στην πνευματολογική μορφή, που βρίσκει τη θεολογική της έκφραση στα λόγια της λειτουργίας της Κυριακής της ορθοδοξίας.
Η εικόνα αναπαριστά όχι τη φθαρτή σάρκα, που πρόκειται να λειώσει, αλλά την μεταμορφωμένη, τη φωτισμένη από τη χάρη. Γι’αυτό το λόγο, οι Πατέρες λένε, πως η εικόνα είναι αγία και προσκυνητή, ακριβώς γιατί μεταδίδει τη θεΐκή κατάσταση του πρωτοτύπου της, που φέρει το όνομα. ‘Ετσι η χάρη, που δίδεται από το πρωτότυπο, βρίσκεται παρούσα μ’έσα σ’αυτή. Μ’άλλα λόγια, η χάρη του Αγίου Πνεύματος φανερώνει την αγιότητα, τόσο του αναπαρισταμένου προσώπου, όσο και της εικόνας του. Οι Πατέρες της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου διαχωρίζουν με προσοχή τις έννοιες εικόνα και προσωπογραφία. Η μία παριστάνει έναν άνθρωπο ενωμένο με το Θεο, η άλλη ένα συνηθισμένο ανθρώπινο ον.
Η εικόνα δείχνει την αγιότητα με τρόπο που δεν επιτρέπει ούτε να υπονοείται αυτή, ούτε να συμπληρώνεται από τη σκέψη μας, αλλά να είναι ορατή από τα σαρκικά μάτια μας. Η εικόνα της θεώσεως του ανθρώπου, αναπαριστά την πραγματικότητα που αποκαλύπτεται κατά την Μεταμόρφωση πάνω στο όρος Θαβώρ. Η εικόνα μας δείχνει και μας μεταδίδει, ακριβώς την εμπειρία και το αποτέλεσμα που περιγράφουν στα έργα τους οι ορθόδοξοι ασκητές. Με την βοήθεια των χρωμάτων, των σχημάτων και των γραμμών του συμβολικού πραγματισμού, την μοναδική στο είδος τους ζωγραφική γλώσσα, η εικόνα μας αποκαλύπτει τον πνευματικό κόσμο του ανθρώπου που έγινε ναός του Θεού. Το περιεχόμενο της εικόνας αποτελεί μια πραγματική πνευματική καθοδήγηση της χριστιανικής ζωής και ιδιαίτερα της προσευχής. Η εικόνα μας δείχνει τη στάση που πρέπει να έχουμε την ώρα της προσευχής απέναντι στο Θεό και απέναντι στον κόσμο που μας περιβάλλει. Η εικόνα είναι άλλοτε ένας δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε κι άλλοτε ένα μέσο. Η ίδια εικόνα είναι προσευχή. Μας αποκαλύπτει άμεσα και ορατά την απελευθέρωση από τα πάθη.
Σκοπός της εικόνας, δεν είναι να μας προκαλέσει ένα φυσικό ανθρώπινο συναίσθημα. Η εικόνα δεν συγκινεί, δεν είναι συναισθηματική. Σκοπό έχει να κατευθύνει όλα τα συναισθήματά μας προς την μεταμόρφωση, όπως και το νού μας και όλα τα χαρακτηριστικά της φύσης μας, αποβάλλοντας κάθε έξαρση αρρωστημένη και βλαβερή.
Η εικόνα ενός Αγίου δεν παραλείπει να δείξει την γήϊνη δραστηριότητά του, μέσα από την οποία μπόρεσε να εργαστεί πνευματικά, είτε αυτή ήταν εκκλησιαστική όπως επίσκοπος, μοναχός, είτε κοσμική δραστηριότητας, όπως πριγκιπας, στρατιώτης η γιατρός. Τα χρώματα της εικόνας ερμηνεύουν τα χρώματα του ανθρώπινου σώματος, όχι όμως τα φυσικά χρώματα της σάρκας, που δεν θ’αντιστοιχούσαν στο νόημα της ορθόδοξης εικόνας.
Είναι κάτι που ξεπερνά κατά πολύ την απόδοση της φυσικής ομορφιάς του σώματος. Ομοπφιά εδώ είναι η πνευματική καθαρότηττα. Η εικόνα δείχνει την ωραιότητα-αγιότητα-που πηγή της έχει το άγιο πνεύμα και δείχνει τον θεομένο άνθρωπο. Με τη δική της γλώσσα ερμηνεύει το έργο της χάρης, που σύμφωνα με την έκφραση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά <<τυπώνει πάνω μας, εις το κατ’ εικόνα Θεού, το καθ’ομοίωσιν, έτσι ώστε να μεταμορφούμεθα δια το καθ’ομοίωσιν Αυτού>>. Η αξία και η αιτία ύπαρξης της εικόνας δεν βρίσκεται επομένως στη ομορφιά της ως έργου, αλλά σ’αυτό που αναπαριστά: είναι δηλαδή μια εικόνα της ωραιότητας-της ομοίωσης του Θεού. Το φως της εικόνας που μας φωτίζει, δεν είναι η φυσική λάμψη των ζωγραφισμένων προσώπων, αλλά η θεία χάρη, το φως της εξαγνισμένης και αναμάρτητης σάρκας.
Πρέπει να καταλάβουμε, πως το φως της θεωμένης σάρκας δεν είναι ένα πνευματικό η φυσικό φαινόμενο, αλλά και τα δυό μαζί μια αποκάλυψη του μελλοντικού πνευματικού σώματος. Η εσωτερική ευταξία του ανθρώπου, που αναπαριστάνεται στη εικόνα, αντανακλάται φυσικά στις κινήσεις και την όλη του στάση. Οι ‘Αγιοι δεν κινούνται, στέκονται μπροστά στο Θεό προσευχόμενοι και κάθε τους κίνηση και στάση του σώματός τους σκεπάζονται μ’ένα μυσταγωγικό, ιερατικό χαρακτήρα. Ο Άγιος βρίσκεται παρών μπροστά μας. Και όχι κάπου μέσα στο σύμπαν. ‘Όταν προσευχόμαστε σ’εκείνον, βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του. Χωρίς αμφιβολία, αυτή είναι η αιτία που δεν μπορούν ν’αναπαρασταθούν οι Άγιου από τα πλάγια, εκτός σπανίων περιπτώσεων, μέσα σε πολύπλοκες συνθέσεις, όπου οι Άγιοι στρέφονται στο κέντρο.
Επομένως αναπαραστάνονται πλαγίως μόνο τα πρόσωπα που δεν έφθασαν στην αγιότητα, όπως για παράδειγμα οι μάγοι και οι βοσκοί στη γέννηση του Χριστού. Η εικόνα, όπως και ο συμβολισμός των πρώτων χριστιανικών αιώνων, είναι μια γλώσσα κοινή στο σύνολο της Εκκλησίας, γιατί εκφράζει την κοινή ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, την κοινή ορθόδοξη ασκητική εμπειρία. Η λειτουργική εικόνα εξέφραζε πάντα την αποκάλυψη της Εκκλησίας, την οποίαν έκαναν ορατή στον πιστό λαό.
Γι’αυτό το λόγο η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος αποφάσισε να τοποθετούνται οι εικόνες στις Εκκλησίες, σε ιερά σκεύη, σε ζώνες. Οι εικόνες είναι σαν σηματοδότες στον δρόμο για να μπορέσουμε σύμφωνα με την έκφραση του Αποστόλου Παύλου <<να μεταμορφωνόμαστε και να λαμβάνουμε την ίδια εικόνα του Κυρίου. Και να προοδεύουμε από ένα βαθμό σε ανώτερο, όπως είναι επόμενο να προοδεύει ο φωτιζόμενος άνθρωπος από το Άγιο πνεύμα>>(Β. Κορινθ. γ,18).-