Πώς καθιερώθηκαν σε εκκλησιαστική λειτουργική χρήση ο Μικρός και Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας

Του πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.

Εισαγωγικά.
Ό Αύγουστος, τελευταίος μήνας του εκκλησιαστικού έτους, με διάταγμα του Αυτοκράτορας Ανδρόνικου Β’ του Παλαιολόγου ώρίσθηκε να είναι αφιερωμένος στη μνήμη της Θεοτόκου από την πρώτη ήμερα του ως την τριακοστή πρώτη. Κι εκείνος φιλοτιμήθηκε καί φρόντισε να Της χαρίσει την πιο όμορφη πανσέληνο του χρόνου.
Στα πλαίσια αυτά της Αυγουστιάτικης θεομητορικής ευλάβειας, οι Παρακλητικοί Κανόνες της Παναγίας έχουν μια θέση πού ξεχωρίζει. Κανονίζουν καθημερινά την έκφραση της ευσέβειας μας και την υποβολή των αιτημάτων μας προς τον Θεό. Και μας καλούν παρά. Δηλαδή δίπλα. Έξω από το στενό χώρο όπου βρισκόμαστε καθημερινά καί θλιβόμαστε με το ένα καί το άλλο συναπάντημα της ζωής και στενοχωρούμαστε με τίς βιοτικές μέριμνες και τα χιλιόμορφα ανθρώπινα βάσανα. Στον άνετο χώρο της Χάριτος. Εκεί πού μπορεί κανείς ν’ αναπνέει άνετα και ελεύθερα. Στον πλατυσμό της Πλατυτέρας των Ουρανών. Στην άνεση καί την ευρυχωρία της Χώρας των Ζώντων.

H Μεγάλη και Μικρή Παράκληση στην Ύπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιο λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι υμνολογικά ποιήματα του δεκάτου τρίτου αιώνα, κληρονομιές της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και της επανασυγκροτηθείσης Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως αντίστοιχα.

A O Mεγάλος Παρακλητικός Κανόνας.
Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην ποίηση όσο και στην τελική μορφολογία των δύο κανόνων.
Το σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ο Κανών της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα της Νικαίας Θεοδώρου Β’ Δούκα του Λασκάρεως.
Ο τίτλος του δούκα μάς δείχνει ότι συνέθεσε τον Κανόνα πριν την άνοδό του στον θρόνο της Νικαίας τον Νοέμβριο 1254.

Ό Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης έζησε σε μια εποχή πολύ κρίσιμη για το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος από στρατιωτικής, πολιτικής και πολιτιστικής απόψεως. Ήδη από το 1204 οι Φράγκοι είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Οι Βούλγαροι, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Βατατζή (πατέρα του Θεοδώρου), είχαν επεκτατικές βλέψεις στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Τα μικρασιατικά σύνορα της αυτοκρατορίας της Νικαίας ήθελαν ιδιαίτερη προσοχή και επιτήρηση, με τον Σουλτάνο του Ικονίου να απειλείται από τους Μογγόλους, με αποτέλεσμα να υπάρχει αστάθεια στην περιοχή. Επίσης, ή σκέψη να ζητηθεί ή βοήθεια του Πάπα, με κάποια θεολογικά ανταλλάγματα, προκειμένου να επιτευχθεί ή ανακατάληψη της Κωνσταντινούπο¬λης, ήταν ένας ισχυρός πειρασμός για την πίστη.

Στην τετραετή βασιλεία του ό Θεόδωρος, παρά το νεαρό της ηλικίας του (πέθανε 36 ετών), έδειξε εξαιρετικά ηγετικά προσόντα. Κατάφερε να συνδυάσει την έντονη και επιτυχημένη πολεμική δράση με φιλοπρόοδη κοινωνική πολιτική. Στον τομέα, επίσης, της εκπαίδευσης έδειξε μεγάλο και έμπρακτο ενδιαφέρον. Ίδρυσε βιβλιοθήκες και σχολεία. Και μέσα σε όλα αυτά, παρουσίασε αξιόλογη συγγραφική παραγωγή• έγραψε φιλοσοφικές και θεολογικές μελέτες. Ήταν απ’ τους σοφότερους άνδρες της εποχής του. Ή μεγάλη σοφία του όμως, δεν φαίνεται τόσο στα άλλα του έργα, όσο στον κανόνα της Μεγάλης Παράκλησης.

Έκεί φαίνεται το βάθος της προσωπικότητας του Θεοδώρου, η αληθινή του σοφία, η οποία δεν συνδέεται μόνο με την ανάπτυξη και εκλέπτυνση της διάνοιας, άλλα και με την ψυχολογική και πνευματική ωριμότητα του ανθρώπου.
Αναφέρεται ότι ο Αυτοκράτορας Θεόδωρος είχε μία πάθηση, η οποία του προκαλούσε βαριά κατάθλιψη, και από την οποία προσευχόταν να απαλλαγεί. Μάλιστα, φαίνεται ότι κάποτε είχε παραμελήσει τον πνευματικό του αγώνα, γι’ αυτό και επαναλάμβανε συνεχώς τη φράση «εγκατέλιπόν σε Χριστέ». Οι προσευχές του, λοιπόν, έλαβαν τη μορφή Παρακλήσεως προς την Παναγία όταν γνώρισε τη Βασίλισσα της Ηπείρου, Αγία Θεοδώρα, η οποία ευλαβείτο πολύ την Θεοτόκο. Απ’ αυτήν έμαθε στις δύσκολες στιγμές, και ιδίως όταν τον κατέβαλε η θλίψη, να απευθύνεται προς την Παναγία και να την παρακαλεί να του καταπραϋνει το άλγος και να του μεταδώσει τη θεία χαρά και παρηγοριά.

Στον Παρακλητικό αυτό Κανόνα «διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής…, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει ΄΄νέφη΄΄, σημειώνει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η Παράκληση του Θεοδώρου Β’ διαδόθηκε στις Ιερές Μονές της περιοχής, όπου καταρτίστηκε ως ακολουθία, και από εκεί εξαπλώθηκε σε όλο το Βυζάντιο ως ο Μέγας Παρακλητικός Κανόνας.

Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις αναγκάστηκε, λόγω της ασθένειας που τον ταλαιπωρούσε, να παραιτηθεί από τον θρόνο της Νικαίας και να αποσυρθεί στην Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, όπου και εκάρη μοναχός λίγο πριν τον θάνατο του.
Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου η Μεγάλη Παράκλησις ετελείτο καθημερινώς προς ίασή του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως τού Θεοδώρου, αλλά αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στην μνήμη του Θεοδώρου και κατέστη συνήθεια έκτοτε να ψάλλεται η ακολουθία κάθε Αύγουστο εις μνήμην του ποιητού της.

Βεβαίως το όνομα της ακολουθίας δεν ήτο ίδιο με το σημερινό της Μεγάλης Παρακλήσεως, αφού δεν υπήρχε ακόμα Μικρή Παράκλησις.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ονομαστεί ευθύς εξ αρχής «Παρακλητικός Κανών», αφού αποτελούσε επίκληση προς βοήθεια και παρηγοριά άνωθεν.
Β.Ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας
Στις 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό του Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων τού 1204.

Η αναίμακτη ανάκτηση της Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως ως θαυματουργή παρέμβαση της Θεοτόκου. Ο Αυτοκράτωρ για να τιμήσει το θαύμα και την Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις τού δεκαπενταύγουστου.
Μεταξύ της 25ης Ιουλίου και 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες γινόντουσαν στην Κωνσταντινούπολη και μεταξύ αυτών ήταν και ο Παρακλητικός Κανών τού Θεοδώρου Λασκάρεως.

Η νέα Βασιλική Αυλή του Μιχαήλ,, βρέθηκε προ διλήμματος. Οι δύο βασιλικές δυναστείες του Θεοδώρου Λασκάρεως και Μιχαήλ Παλαιολόγου βρίσκονταν σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ο Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιο του Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί η Βασιλική Αυλή ακολουθίες που θύμιζαν την δυναστεία του Θεοδώρου.
Ο άγνωστος μέχρι τότε μοναχός Θεοστήρικτος έδωσε την λύση. Χρησιμοποιώντας τον ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο τού Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα, ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία τού Μικρού Παρακλητικού Κανόνος.

Ο Κανών τού Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί ως πρώτος κανών του όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων.
Ο Θεοφάνης με την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τον Κανόνα του Ιωάννου Δαμασκηνού στην έγερση του Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανειστεί τους ειρμούς της α’, γ’, ζ και η’ ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό.
Έτσι ο Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.

Ο τελευταίος παρέμεινε εις χρήση μόνο κατά την νηστεία του δεκαπενταύγουστου αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος με την μνήμη τού Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε να εναλλάσσεται με τον Μικρό, ο όποιος διεδόθη εξ ίσου ευρέως και χρησιμοποιείτο πλέον καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου (εις πάσαν περίστασιν). Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθη η εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο.
Είναι φυσικό να υποθέσουμε πως αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του Μιχαήλ ξεχάστηκαν οι διαφορές των δύο δυναστειών καθιερώθηκε η εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά το Δεκαπενταύγουστο σαν εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.

Επίλογος
Λυγίζουνε τα γόνατα μπρος στην εικόνα της Μητέρας της Ζωής, πού δέχεται χρυσοκαλόκαρδα τα ταπεινά αυγουστιάτικα βασιλικά της αγάπης και τους εκ βάθους στεναγμούς και τα δάκρυα της αποσταμένης ελπίδας μας,καί το λατρευτικό ασπασμό της πίστεως όσων ολόψυχα Την ομολογούμε Κυρίως Θεοτόκον και Τη νοιώθουμε κατάκαρδα Προστάτιν της ζωής καίφρουράνάσφαλεστάτην, των πειρασμών διαλΰουσανόχλονκαί επήρειας δαιμόνων έλαύνουσαν.

«Καί φέγγει περισσότερο άπ’ την αυγουστιάτικη πανσέληνο το άγιο πρόσωπο της Θεοτόκου, πού αναδείχθηκε διαπαντός ό γλυκασμός των Αγγέλων καί των θλιβομένων ή χαρά, καθώς επείγεται να μεταστή προς την Ζωήν, Μήτηρ υπάρχουσα της Ζωής. Για να σπεύδει αδιάκοπα, γοργοφτέρουγη, χαριτόφορη, φωτοπλήμμυρη, ήλιόκαλη, να παρακαλή, να στηρίζει, να περισκέπει, ν’άγιάζει, να προστατεύει καί να λυτρώνει εκ θανάτου τις ψυχές Θεο-στηρίκτων, Θεο-δώρων, Θεο-φάνων, Θεο-δοσίωνκαί γενικώς Θεο-πίστωνκαίφιλο-Θεο-μητόρων. τίς κριματισμένες δικές μας ψυχές…(Μητροπολίτης Προικονήσουκ. Ιωσήφ)