Σέλτσος

Της Κατερίνας Σχισμένου

Η ιστορία ποτέ δεν τελειώνει και ποτέ δεν είναι αρκετή για να μας διδάξει με τα όσα έχουν καταγραφεί. Πόσο μάλλον όταν ένας λαός σαν τον ελληνικό έχει μια ιστορία όχι απλώς αιώνων αλλά και καθοριστική για την ύπαρξη και εξέλιξη της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας, του πολιτισμού της και της ίδιας της ύπαρξης ως Ευρώπη και ευρωπαϊκής αυτοτέλειας.
Τα ιστορικά γεγονότα δεν είναι τυχαία όσο και αν αυτά εκ πρώτης όψεως φαίνονται έτσι. Καταγράφουν το χαρακτήρα των λαών, τις αποφάσεις των ηγετών, την τόλμη και το ήθος των απλών ανθρώπων. Και οι Έλληνες, οι Σουλιώτες, εμείς οι Ηπειρώτες δεν ήμασταν ποτέ αυτονόητοι αλλά ως αδέσποτες σχεδίες αιώνες τώρα πλέουμε στους δύσκολους ανέμους της ανθρώπινης μοίρας και επιβιώνουμε στα άγρια βουνά και τους γκρεμούς μας που μας μιλάνε γιατί είναι η πατρίδα μας.

Ο Σέλτσος είναι η ιστορία μας και έμεινε θαμμένος για πάνω από 200 χρόνια στο περιθώριο και τη λησμονιά και μόλις τα τελευταία χρόνια αποκαταστήθηκε η ιστορική του σημασία μιας και δεν βρίσκεται χρονολογικά στα πλαίσια της επίσημης κήρυξης της ελληνικής επανάστασης και στην οπτική εμβέλεια των ιστορικών μελετητών μας.

Πρόκειται για μέγα ιστορικό γεγονός, που συντελέστηκε στον ιερό χώρο του απόκεντρου και απόμακρου μοναστηριού της Παναγίας της Σελτσιώτισσας, στις 23 Απριλίου του 1804.
Πραγματοποιήθηκε σε μια άβατη περιοχή του ορεινού συγκροτήματος Φρούσια ή Κοκκινόλακκος, στα ανατολικά όρια του του νομού Άρτας, λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω από την ιστορική γέφυρα Κοράκου, έξι χιλιόμετρα βόρεια του οικισμού των Πηγών. Στην οχυρωμένη από τη φύση αυτή τοποθεσία του ιστορικού μοναστηριού του Σέλτσου, που αποτελούσε καταφύγιο και ορμητήριο των Κλεφταρματολών της περιοχής, παίχτηκε ο επίλογος της μεγαλύτερης καταστροφής των Σουλιωτών.
Η τραγωδία αυτή ξεκίνησε από τις 13 Δεκεμβρίου του έτους 1803, όταν με τη συνθήκη αποχώρησης ξεριζώνονταν από τη γενέθλια γη .
Με λάθος απόφαση να χωριστούν σε τρία σώματα, διασπώντας τις δυνάμεις τους, γεγονός που διευκόλυνε τα ύπουλα εξοντωτικά σχέδια του Αλή Πασά.

Το τρίτο σώμα των Μποτσαραίων, που κατευθυνόταν προς το Βουργαρέλι, μαθαίνοντας την τραγική είδηση των γεγονότων του Ζαλόγγου, αντιλήφθηκε το εξοντωτικό σχέδιο του Αλή να τους απειλεί και αποφάσισε να πορευτεί ανατολικότερα, αναζητώντας ασφαλέστερη περιοχή.
Παραμονές Χριστουγέννων φτάνουν στη Βρεστενίτσα, στις σημερινές Πηγές κι εγκαθίστανται στο χώρο του μοναστηριού, στους φοβερούς γκρεμούς του ορεινού όγκου Νεγκόζι, δημιουργώντας πρόχειρα καταλύματα. Διάλεξαν τη δυσπρόσιτη περιοχή του Σέλτσου, γιατί πίστευαν ότι ήταν ανίκητοι σε δύσβατες ορεινές και κακοτράχαλες περιοχές.

Η επιλογή τους αυτή αποδείχτηκε μοιραία και λανθασμένη, γιατί παρείχε μια δύσβατη ατραπό προσέγγισης και καμιά οδό διαφυγής σε περίπτωση εγκατάλειψης ή ήττας τους.
Στην περιοχή αυτή δέχτηκαν ενωρίς την πρώτη επίθεση του Άγου Μπουχορδάρη και Μπεκήρ Τζουγαδούρη, στις 15 Ιανουαρίου του 1804 με 7.000 τουρκοαλβανούς και 1.000 Έλληνες πολεμιστές από τα γειτονικά αρματολίκια που τάχτηκαν με το μέρος των Τούρκων. Στην επίθεση αυτή όχι μόνον αποκρούστηκαν οι επιτιθέμενοι τουρκοαλβανοί, αλλά υπέστησαν και μεγάλες απώλειες.

Οι τουρκοαλβανοί αξιωματικοί μετά από το ταπεινωτικό αποτέλεσμα της επίθεσης άλλαξαν τακτική και απέκοψαν τους λιγοστούς δρόμους ανεφοδιασμού των Σουλιωτών, για να αναγκαστούν σε παράδοση από την έλλειψη τροφών και πολεμοφοδίων.
Ακολούθησε τρίμηνος αποκλεισμός όπου διαπιστώθηκε η ευφυία, η εφευρετικότητα και η πολεμική ικανότητα των Σουλιωτών, γεγονός που εξόργισε τον Αλή Πασά κι έστειλε δύο κατασκόπους στο μέρος των Σουλιωτών, να ερευνήσουν τα ευάλωτα σημεία και να διευκολύνουν τους Τούρκους στρατηγούς στην εξόντωση των Σουλιωτών.
Επιτέθηκαν το πρωί της 23ης Απριλίου 1804 από όλα τα δυνατά σημεία
220 γυναικόπαιδα βάδισαν προς το φοβερό γκρεμό του Πέτακα και ρίχτηκαν στο βάραθρο προτιμώντας το θάνατο παρά την αιχμαλωσία και ατίμωση.
Άλλη μια ομάδα 180 γυναικόπαιδων βγήκε από το μοναστήρι και κατευθύνθηκε προς το ποτάμι καταδιωκόμενη από Τούρκους στρατιώτες, με σκοπό να περάσει το ποτάμι και να ριχτεί προς τα μέρη της Θεσσαλίας. Το ποτάμι το βρήκαν πλημμυρισμένο, οπότε η πορεύτηκαν προς τη γέφυρα του Κοράκου, την οποία βρήκαν φρουρούμενη από τούρκικα ασκέρια.

Στο μεταξύ ο αγώνας στο μικρό χώρο του μοναστηριού συνεχίζεται με τη θυσία των Σουλιωτών, στον οποίο διαπρέπει η Ελένη Μπότσαρη και η οποία στο τέλος της άνισης μάχης κατηφόρισε προς το ποτάμι καταδιωκόμενη από άγρια στίφη τουρκοαλβανών όπου βρίσκει και τον θάνατο αλλά και την αιώνια αποτύπωση στο λαικό τραγούδι της Λένω Μπότσαρη.

Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
όλες την Αρτα πέρασαν, στα Γιάννενα τις πάνε
σκλαβώθηκαν οι ορφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες
Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα
μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου
Σέρνω τουφέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες»
«Κόρη για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου»
«Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια
εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια»

Ο Σέλτσος, ο τόπος της θυσίας των Σουλιωτών – είναι η ιστορία του αιματοβαμμένου τόπου μας που μας θυμίζει αγώνες-θυσίες-ολοκαυτώματα. Είναι ένα μάθημα παιδείας αξιών και επιλογών που και μεις δεν πρέπει να την ξεχνάμε αλλά να τιμούμε και όχι μόνο κάθε φορά που οι φτωχοί καιροί το επιτάσσουν…