Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
«Υπάρχουν γυναίκες που
φοράνε την ομορφιά τους
σαν πένθος….
….και μας αφήνουν δίχως
να πούνε λέξη,
έτσι σκληρά και μαγικά,
σαν το κερί που κρατάς στο χέρι
και σου σβήνει…»
Λευκή Μολφέση, Γυναίκες
Τίτλος δάνειος. Τον έδοσε το 2006 στην ομώνυμη μυθιστορία της η αγαπημένη και παρηγορητική Ιωάννα Καρυστιάνη. Το θυμήθηκα χωρίς λόγο αλλά με αφορμή. Ήταν απ’ τις τελευταίες παραστάσεις στο θέατρο της Φρυνίχου, μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με το Θέατρο Τέχνης, κάτι σαν μνήμη και αφιέρωμα στον Ιάκωβο Καμπανέλλη, που έγραψε το έργο το 1954, με σκηνοθέτη τώρα τον Γιάννο Περλέγκα.
Αναρωτήθηκα τι αντάρα μπορεί να σηκωθεί εκεί, όταν σβήνει απαλά και χάνεται το αφρισμένο κύμα. Αναρωτήθηκα τον κίνδυνο και τον όλεθρο, λίγο πριν – λίγο μετά απ’ την «μελωδία της ευτυχίας», ανεύρετη τελικά.
Αναρωτήθηκα ποιες και πόσες στιγμές κάνουν τη μεγάλη στιγμή, την ώρα ενός αβέβαιου και εύθραυστου «ναι», την ώρα μιας άρνησης κι ενός αμετάκλητου «όχι». Αναρωτήθηκα (κι αναζήτησα) την «Κάρμεν» του Μπιζέ μέσα απ’ τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ. Αναζήτησα την γυναίκα μύθο, την γυναίκα πάθος, την γυναίκα έρωτα, την γυναίκα θάνατο. Μια γλυπτή προτομή στην Άνδρο, στο κοιμητήριο της Ερμούπολης, μόνη στις όμορφες νύχτες, μόνη και στις όμορφες μέρες. Μια χειρονομία θρόισμα, ίδια στον κόσμο των ξένων κα των πολλών, ίδια και στην ζώνη στο Πέραμα που μυρίζει σκουριά και πετρέλαιο. Είναι η γυναίκα της μικρής, της βραχύβιας μέρας.
Η γυναίκα της νύχτας και του ανέξοδου δοσίματος. Γυναίκα της σαγήνης και της ανυπακοής. Είναι η αύρα του ανεκπλήρωτου, αυτή που φουντώνει τον πόθο, σεμνύεται για μια ιεροτελεστία. Στην αρχή στο σκοτάδι. Μετά στο ημίφως. Σπάνια στο φως. Είναι η ταπείνωση του ανεύρετου, η εκδίκαση της φαντασίας, ομολογία πίστεως σαυτό που ορίζουμε ή μάθαμε ως ζωή. Είναι η ακύρωση της προσδοκίας μέσα σέναν βουβό επιτάφιο θρήνο, γήινο, σπαταλημένο σε νυχτομάγαζα της παρακμής ενός κόσμου ξέπνοου, εξαντλημένου, ανήμπορου, προβλέψιμου στις μικρές τραγωδίες του. Είναι αυτό που ο Παπαγιώργης εκλάμβανε σαν «γοητεία της φθοράς», κατάφαση, αντίφαση και άρνηση μαζί.
Είναι η γυναίκα μυσταγωγός και ιέρεια του έρωτα, τη συναντάς στις ληκύθους του μουσείου των Αθηνών. Ένα έκτακτο φωταγωγημένο σύμπαν που περιφρονεί, παράταιρα ειν’ αλήθεια, την τραγικότητα της ζωής, το δέος του αισθήματος και του ακατάτακτου πάθους.
Και να σκεφθεί κανείς πως η «Στέλλα» δεν είναι καν η Ελένη. Ή ,έστω, η Μαρία – Νεφέλη. Το όνομά της δεν ήταν «ευπώλητο», δεν το προίκισαν οι ποιητές κι ο μύθος . Νυχτοκάματα έκανε και κάποιες βίζιτες ευδαιμονίας στο περιθώριο των ονείρων της.
Ίσως γιαυτό μαυτές ακριβώς τις γυναίκες παθιάζεσαι. Σε παρασύρει το «ακατάτακτο», το απρόβλεπτο. Σε παρασύρει ένα πάθος πηγαίο, ακανόναρχο, όπως όλα τα πάθη. Σε σαγηνεύει το άγνωστο, τα παράταιρο, το μαργαριτάρι στον σκοτεινό βυθό, η φωνή της ηδονής, η αφή της οδύνης και του ολέθρου σου. Δηλαδή παραδίνεσαι. Από τότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση.
Είναι μια εύθραυστη συνάντηση που την ορίζει το πάθος. Η κορύφωση του ωραίου, το γνέψιμο της ζωής. Είναι το πρωινό φως, απλωμένο ξεδιάντροπα σε ιδρωμένα σεντόνια, σε σώματα που παλεύουν, είναι το φως που θύει στην Αφροδίτη, αλλοίμονο, ερήμην των υπηκόων της. Κι αυτή η μέθεξη σε παρασέρνει, σε τυφλώνει. Λογαριάζεις το έκτακτο να το κάνεις κανονικό. Να κάνεις το απρόβλεπτο πρόβλεψη. Να θυμηθείς τα λόγια της μάνας σου, που ακόμα δεν ξεχωρίζεις για Παναγιά ή δυνάστη, αφέντρα του παιδιού της ή μοιρολογίστρα της Μάνης. Είναι το εικονοστάσι του καθενός και της καθεμιάς μας όπου απωθήσαμε τα φυλαχτά της νιότης και τα ασημώματα της βιωτής μας. Είναι όλα αυτά τα πανάρχαια που οι συνταγματάρχες του Απριλίου, άξεστοι και απαίδευτοι, τα καταχώνιασαν σαυτό που κατάλαβαν για μας, δηλαδή για τους πολλούς, «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια». Ο,τι δηλαδή η «Στέλλα» περιφρονούσε, μισούσε, την τρόμαζε. Όπως την τρόμαζε η συγκατάβαση, το νέο ξέφωτο εμπρός της που γιαυτήν (νόμιζε πως) φρόντιζε ο καλός της, ο πρίγκιπας του παραμυθιού της. Ποιος ; Ο «Μίλτος» ο ποδοσφαιριστής, το αλάνι του λιμανιού, αγρίμι κι αυτός που από μακριά μύριζε αντρίλα. Ο,τι δηλαδή η Στέλλα λαχταρούσε τις υγρές νύχτες που μεταμορφώνονταν σε θεά.
Κι ο πόθος θέριεψε το πάθος. Γέννησε χαρακώματα, από δω ο Αδάμ κι από κει η Εύα. Ο νέος Αδάμ υποτάχθηκε, πως άλλως, κι αυτός γρήγορα. Πάσχισε να εξαργυρώσει αίσθημα και αισθήματα λογαριάζοντας να τα φυλακίσει, ανήξερος πως έτσι τα ακυρώνει.
Η γυναίκα, η Στέλλα «του», από το άλλο «του» μισό διολίσθαινε ανεπαίσθητα σε δικό «του» μισό, εκεί που είχε εξουσία όχι ο έρωτας αλλά αυτός. Κι εκεί ακριβώς, στο τσακ, χάθηκε η εγερτήριος μαγεία.
Εκεί οι πορείες καθυποτάχθηκαν, οι χειρονομίες μείναν μετέωρες, ένα κουφάρι ανυπεράσπιστο. Η ρότα της ζωής, το σμίξιμο που ευλογεί ο παπάς, ο μακρύς κι αμετάκλητος αποχαιρετισμός σε ο,τι μας όρισε, για μια τραγουδιάρα στο Πέραμα θάταν τύχη και ευλογία Θεού. Θάταν ένα νεύμα ζωής, σαν αυτή που ζήσαν οι πατεράδες μας και περίμενε η μάνα μας. Θάταν μια υπόμνηση ακατάλυτης συνέχειας αναγκεμένων ανθρώπων σε δύσκολες εποχές, όταν πάσχιζαν να γλείψουν τις πληγές τους. Θάταν ένα κλείσιμο ματιού σε νέες μέρες που όμως μέσα σου λογάριαζες ως νεκρές, πεθαμένες πριν την ώρα τους. Άθελα και ερήμην σου αυτή η υπαναχώρηση, το στήσιμο στα σκαλιά της εκκλησίας, η πρόβα νυφικού που παρέμεινε πρόβα, η αμετάκλητη απόφαση να μείνεις στο «χθες» δαμάζοντας τα κύματα, η άρνηση να δεις κατάματα τη νέα ζωή που λογαριάζεις αιχμαλωσία, αυτό το ξόδεμα του πάθους πάνω σε κρεβάτια που τρίζουν όταν τα παράθυρα μπάζουν νερά, αυτός ο πόθος που κάποτε έγινε πυρκαγιά, όλα θρυμματίστηκαν, έγιναν αέρας, μικρό αντίδωρο στην αύρα του ατίθασου, του ελεύθερου, αυτού που ορίζει τη μοίρα σου.
Η κόρη μου, με τα κορίτσια της ηλικίας της, πάντα θα ομνύει στην «Στέλλα», αρχάγγελο χειραφέτησης πριν η γυναικοκτονία γίνει θυμός, κίνημα ή συνήθεια.
Η μάνα μου, μόλες τις μανάδες του χωριού μου, θα δουν στον «Μίλτο» κάποιο προδομένο παιδί τους και θα μπερδέψουν τη ζωή με την παντρειά.
Ο Καμπαμέλλης, το μακρινό 1954 δίπλα στα ερείπια του εμφυλίου, έπλασε την «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» χωρίς να συναντήσει ποτέ του την Σιμόν ντε Μποβουάρ. Ο Κακογιάννης βρήκε στην Μελίνα αυτό ακριβώς που ήταν, την «Στέλλα» . Κι όσοι βγήκαμε απ’ το θέατρο της Φρυνίχου στους νοτισμένους δρόμους της Αθήνας αναρωτιέμαστε βασανιστικά γιατί η Στέλλα φορούσε κόκκινα γάντια.