Μια ξένη λέξη, η οποία έχει μπει τα τελευταία χρόνια στη ζωή μας, αντικαθιστώντας σε πολλές περιπτώσεις την ελληνική εκφοβισμός, είναι η λέξη bullying. Βέβαια, ο λόγος της συγγραφής αυτού του κειμένου δεν άπτεται του γλωσσικού θέματος, αλλά εστιάζει σ’ αυτό, το οποίο διάφορες κατηγορίες πολιτών στη χώρα μας, και όχι μόνο, βιώνουν ως εκφοβισμό, που προκειμένου να είναι αποτελεσματικός για κείνους, οι οποίοι τον ασκούν, μετέρχεται λεκτική, σωματική ή ψυχολογική βία. Αξιοσημείωτο είναι πως, ενώ πολλοί έχουν συνδυάσει τον εκφοβισμό με τη σχολική ζωή, αυτός εμφιλοχωρεί σε διάφορες κοινωνικές ομάδες και αφορά σε όλες τις ηλικιακές βαθμίδες. Πόσο μάλλον, που πολλοί άνθρωποι έχουν υποστεί, έχουν γίνει μάρτυρες ή έχουν πληροφορηθεί άσκηση εκφοβισμού στο οικογενειακό, στο σχολικό, στο εργασιακό, στο κοινωνικό και στο διεθνές περιβάλλον.
Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν, πόσοι έχουν βιώσει ή βιώνουν ενδοοικογενειακή βία, πόσα παιδιά στο σχολείο ή στη γειτονιά τους έχουν δεχθεί εκφοβισμό από συνομηλίκους τους και πόσα άλλα, μαζί με τους γονείς τους, έχουν ασκήσει ή ασκούν εκφοβισμό, ναι, μην σας εκπλήσσει αυτό, στους εκπαιδευτικούς των σχολείων, όπου φοιτούν! Ας σκεφτούμε, επίσης, πόσες φορές ως εργαζόμενοι δεχθήκαμε εκφοβισμό, ακόμα και σεξουαλική παρενόχληση, από τον προϊστάμενο ή από συναδέλφους μας, ή, πάλι, πόσες φορές δεν διακρίναμε πίσω από το γραφείο του υπάλληλο, ο οποίος, σχεδόν, χαιρόταν με το να μας στέλνει από όροφο σε όροφο σε συναδέλφους του, ενώ γνώριζε τη λύση του προβλήματός μας! Ας αναλογιστούμε, ακόμα, πόσοι ανάπηροι ή γενικότερα ανήμποροι άνθρωποι κάθε ηλικίας δέχονται εκφοβισμό στον στενό ή στον ευρύτερο κοινωνικό τους περίγυρο, αλλά και τι εκφοβισμό δέχονται χώρες και λαοί από ισχυρούς της γης με απώτερο στόχο την υλική ή την ηθική υποδούλωσή τους!
Το ανησυχητικό είναι πως, προϊόντος του χρόνου, πληθαίνουν τα δημοσιεύματα, τα οποία αναφέρονται σε πράξεις εκφοβισμού, αλλά και στις συνέπειες που προκαλούν στα άτομα, τα οποία τον υφίστανται, και που άλλοτε γίνονται γνωστές κι άλλοτε, ίσως συχνότερα, όχι, αφού συνήθως τα θύματα, φοβούμενα τον πιθανό διασυρμό, αποφεύγουν να τις γνωστοποιήσουν. Μόνο που η σιωπή δεν είναι πάντοτε χρυσός, καθώς οι θύτες, οι οποίοι κάποιες φορές δρουν ομαδικά, αποθρασύνονται μέχρι να εξοντώσουν ψυχικά, ακόμα και σωματικά το θύμα ή τα θύματά τους, ενώ δεν παύουν να αναζητούν άλλα, για να ικανοποιήσουν τον αρρωστημένο ψυχισμό τους.
Έτσι, από την ασφάλεια του σπιτιού μας, συχνά υποκριτικά, ανατριχιάζουμε με ει-δήσεις σαν τη σχετικά πρόσφατη από τη γειτονική Τουρκία, όπου εννιάχρονος μαθητής έβαλε υγρή κόλλα στα παγούρια των συμμαθητών του την ώρα που αυτοί έκαναν γυμναστική, προκειμένου να τους εκδικηθεί, επειδή τον είχαν εκφοβίσει. Το ίδιο, φυσικά, νιώθουμε κι από άλλα περιστατικά, τα οποία προέρχονται από τη χώρα μας ή από χώρες μακρινές.
Βέβαια, περιστατικά εκφοβισμού υπήρχαν πάντα στον χώρο των σχολείων, και όχι μόνο. Το ζήτημα είναι, γιατί στον πολλά υποσχόμενο εικοστό πρώτο αιώνα, ενώ υπάρχει πρόοδος σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης δράσης, δεν υπάρχει ανάλογη και στον τομέα της ανθρώπινης συνύπαρξης. Γιατί πολλοί άνθρωποι προτάσσουν τον πρωτόγονο εαυτό τους, ο οποίος υπαγορεύει την επιβολή δια της βίας, την οποία με πλείστες αφορμές εκδηλώνουν.
Οπωσδήποτε, αρκετά «γιατί» θα μπορούσαν να αθροισθούν στην προσπάθεια της αναζήτησης των αιτίων, τα οποία οδηγούν ενίοτε σε συσσωρευμένη εκδήλωση βίας και δεν είναι λίγες οι φορές, που δεν είναι αναγκαίο να έχεις γνώσεις ειδικού, για να διακρίνεις κάποια εξ αυτών. Για πολλά, μάλιστα, φαίνεται να ισχύει η απόφανση της Γαλλίδας εθνολόγου Françoise Héritier, που λέει ότι η βία δεν προέρχεται από κάποια εσωτερική ανάγκη, αλλά είναι απόκτημα της εκπαίδευσης και της κοινωνικής πρακτικής.
Και πράγματι. Αν σκεφτούμε πόσης βίας γίνονται αποδέκτες οι άνθρωποι από τη στιγμή που έρχονται στον κόσμο, θα κατανοήσουμε, γιατί τόσα άτομα στην παγκόσμια κοινότητα ασκούν ή δέχονται βία. Μάλιστα, ακόμα κι αν εξαιρέσουμε την ενδοοικογενειακή άσκησή της, η οποία είναι δύσκολα μετρήσιμη, υπάρχουν τόσες άλλες εκδηλώσεις της ανά την υφήλιο, που αρκούν, για να γίνουν παραδείγματα προς μίμηση από μικρούς και μεγάλους. Πόσο μάλλον, όταν κάθε μορφής βία, ιδεολογική, οικονομική, πολεμική, τρομοκρατική, ηθική, σεξουαλική,…, γενόμενη πρωτοσέλιδη, επηρεάζει την ψυχοσύνθεση ατόμων, τα οποία, πιθανόν λόγω συναισθηματικής και λογικής ανωριμότητας, αντί να την καταδικάσουν, τη μιμούνται, όχι σπάνια, σε πιο μεγάλο βαθμό.
Φυσικά, εκτός από τις βίαιες πραγματικότητες της εποχής μας, υπάρχει κι ένα είδος βίαιης παιδείας, η οποία γαλουχεί μέσω μιας κατηγορίας κινηματογραφικών παραγωγών, μέσω κάποιων σελίδων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μέσω πολλών βιντεοπαιχνιδιών, ειδικά των τελευταίων, τα οποία εθίζουν την παιδική ψυχή στη βία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αρκετά παιδιά, όταν και το οικογενειακό και το κοινωνικό τους περιβάλλον δεν είναι βοηθητικό, να διαμορφώνουν ψυχρό, σχεδόν κυνικό ψυχικό κόσμο, τον οποίο φανερώνουν, τόσο ως παιδιά εις βάρος των συνομηλίκων τους, όσο και ως ενήλικες εις βάρος διαφόρων ατόμων ή ομάδων.
Επομένως, αν και το θέμα είναι πάρα πολύ ευρύ, για να προσεγγιστεί στην πληρότητά του σ’ ένα σύντομο κείμενο, κάθε φορά που εκπλησσόμαστε δυσάρεστα με την εκδήλωση οποιασδήποτε μορφής βίας, να έχουμε κατά νουν ότι κανείς δεν γεννιέται βίαιος, αλλά υπάρχουν πάρα πολλά στην κοινωνία, τα οποία διδάσκουν πως η βία είναι ικανό μέσο για επιβολή, για επίλυση διαφορών, για… Μόνο που δεν παίρνουν όλοι αυτό το μάθημα, το οποίο φαίνεται πως είναι πιο πρόσφορο για όσους, στην αδυναμία τους να ορίσουν την ατομική τους ταυτότητα και να νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους, θεωρούν πως με την πρόκληση βίας κάπου θα συναντήσουν, έστω και λίγα από κείνα, για τα οποία ο μέσα τους κόσμος θρηνεί. Κι αν πάλι δεν συμβεί αυτό, τουλάχιστον θα έχουν πάρει εκδίκηση για όλα τα σημαντικά της ζωής, που κάποιοι άνθρωποι ή η κοινωνία τους στέρησε.
http://users.sch.gr/panlampri/