Συνέντευξη του Γιάννη Ατζακά στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Γιάννης Ατζακάς γεννήθηκε το 1941 στον Θεολόγο της Θάσου. Αποφοίτησε το 1960 από το Γυμνάσιο Αρρένων Καβάλας και το 1966 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Έργα του: Διπλωμένα φτερά (Άγρα, 2007), αφήγημα
Θολός Βυθός (Άγρα, 2008), μυθιστόρημα, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 2009
Κάτω από τις οπλές (Άγρα, 2010), νουβέλα
Φως της Φονιάς (Άγρα, 2013), μυθιστόρημα
Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη (Άγρα, 2015), διηγήματα
Η σπηλιά (Άγρα, 2018), νουβέλα
Σκυφτοί περάσανε (Άγρα, 2021), διηγήματα
Τα Διπλωμένα φτερά, ο Θολός Βυθός και το Φως της Φονιάς αποτελούν τριλογία.

Ερ.: Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο «Σκυφτοί περάσανε», εκδόσεις Άγρα;

Απ.: Με αρκετή ευκολία μπορώ να μιλήσω για την αφορμή, γιατί οι αιτίες της συγγραφής είναι πολύπλοκες και ανεξιχνίαστες. Τα έξι από τα επτά διηγήματα της Συλλογής είναι τέκνα γνήσια του κορωνοϊού, στυφοί καρποί της πανδημίας – «Ο Παρασκευάς και ο Αρχάγγελος» είχε ήδη δημοσιευτεί στο περιοδικό «Εντευκτήριο» (2017). Η πρώτη σκληρή καραντίνα την άνοιξη του 2020 υπήρξε για μένα ιδανική συνθήκη για να επιστρέψω, μετά από δύο περίπου χρόνια από την έκδοση της «Σπηλιάς» (2018), στο ευγενές άθλημα της γραφής.

Ερ.: Επτά ιστορίες που αναφέρονται σε απλούς ανθρώπους που είναι ανώνυμοι μα σημαντικοί εργάτες του μόχθου. Για ποιο λόγο διαλέξατε αυτούς τους ήρωες;

Απ.: Συχνότερα συμβαίνει όχι να τους διαλέγεις, αλλά να σε διαλέγουν αυτοί οι αλλόκοτοι ήρωες, που ζουν σιωπηλοί κάπου μέσα σου και περιμένουν κάποτε εσύ να τους δώσεις φωνή. Αυτοί οι κάπως παράξενοι, καμιά φορά και λίγο σαλεμένοι, πότε από τη μοίρα, πότε από τα χτυπήματα της τύχης, και περισσότερο από την καταφρόνια και τη φτώχεια, που «σκυφτοί πέρασαν» όλη τη ζήση τους, πιστεύω πως είναι οι πλέον άξιοι να περάσουν τις στενές πύλες της πεζογραφίας. Εκείνους τους άλλους, που όλα τους πηγαίνουν καλά, που με όλους και με τον εαυτό τους τα έχουν πάντα καλά, δεν τους αγαπά η λογοτεχνία και φαίνεται πως ούτε κι εκείνοι την αγαπούν.

Ερ.: Στο πρώτο διήγημα με τον τίτλο «Ο Παρασκευάς και ο Αρχάγγελος» γράφετε για τον Παρασκευά, έναν άνθρωπο που ζει μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Τι τον κάνει να ζει σε αυτή την περίεργη ατμόσφαιρα;

Απ.: Είναι η απόλυτη ερημία του τόπου: ένα ερειπωμένο μοναστήρι και η ταπεινή καλύβα του τα μόνα κτίσματα των ανθρώπων. Είναι η βαριά σκιά του Αρχάγγελου, περισσότερο όμως η μοναξιά και η σιωπή, όπου από παιδί αναγκάστηκε να ζει ο Παρασκευάς. Μιλούσε, αλλά η φωνή του ήταν σβησμένη, δεν ακουγόταν, σαν ένα μουσικό όργανο που του έσπασαν τις χορδές, κι από τον έξω κόσμο μόνο ένα ασταμάτητο βουητό, σαν φτεροκόπημα από μακρινό μελίσσι, έφτανε στ’ αυτιά του(σ. 15).

Ερ.: Στο ίδιο διήγημα αναφέρεστε στον Άγιο. Πώς γίνεται ο Άγιος πέρα από θαυματουργός να τιμωρεί τους παραβάτες;

Απ.: Ο Άγιος, προστάτης του νησιού, είναι ο φοβερός στρατηγός και ταξιάρχης στις στρατιές των αγγέλων, ο ρομφαιοφόρος αρχάγγελος Μιχαήλ, ο μετά θάνατον αυστηρός κριτής των ψυχών. Αυτός δεν έχει την πραότητα και την ανοχή των αγίων, δεν συγχωρεί βλαστήμια και αμέλεια στο τάμα, προειδοποιεί πρώτα και μετά τιμωρεί.

Ερ.: Στην ιστορία «Ο γητευτής» ο Φανούρης γοητεύεται από την ανάγνωση και μοιάζει σαν να ταξιδεύει σε άλλον κόσμο. Μπορεί η ανάγνωση της ποίησης ή της πεζογραφίας να μας δώσει ερεθίσματα και κίνητρα για να δούμε διαφορετικά τον κόσμο;

Απ.: Αν, κατά τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι,η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο, τότε η ποίηση και η πεζογραφία,με τις λαμπρές αναπαραστάσεις, τους πολλαπλούς φωτισμούς, τον αιχμηρό στοχασμό, μπορούν να δώσουν μια νέα όψη του κόσμου, ένα βαθύτερο νόημα στη ζωή.

Ερ.: Για το Φανούρη γράφετε ότι: «Αυτός από παιδί είχε τον δικό του κόσμο, έναν αδικημένο … κόσμο». Τι μας κάνει να νιώθουμε ότι αδικούμαστε σε αυτή την κοινωνία και να απογοητευόμαστε;

Απ.: Είναι η αδικία, πότε από τις τροπές της ζωής, πότε από την ταπείνωση που σκορπίζουν γύρω τους η υπεροψία και η αλαζονεία των άλλων, που οδηγεί τον Φανούρη, όπως και τους περισσότερους, στο περιθώριο, στην απογοήτευση και την πίκρα.

Ερ.: Στην ιστορία του Αργυρού καταπιάνεστε με ένα άνθρωπο που έχει αρχές. Τι τον κάνει και αντιστέκεται στη δύναμη του χρήματος;

Απ.: Ο Αργυρός, αφοσιωμένος στην πατρογονική κληρονομιά, με θεατρική παιδεία και πλούσια εμπειρία ζωής, οδηγείται στη μοναχικότητα και τη μοναξιά από βαθιά απέχθεια για τις καταστροφές που επέφερε η επέλαση του μαζικού τουρισμού, η άναρχη οικοδόμηση, ο εύκολος και αγροίκος πλουτισμός στον απόμερο κάποτε τόπο του.

Ερ.: Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία σας. Ποια είναι η τεχνική για να καθηλώσει ο συγγραφέας τον αναγνώστη;

Απ.: Με τα χρόνια κατάλαβα πως δεν είναι τόσο η τεχνική –αυτή έρχεται τελευταία, να δομήσει το κείμενο– όσο ο αγώνας του συγγραφέα να δώσει ζωή σε ένα από τη φύση του αδρανές και ουδέτερο υλικό, όπως είναι το πρωτογενές βίωμα• η αγωνία του να μην απιστήσει στην αυθεντικότητα και την αλήθεια του προσωπικού του βιώματος, που δεν είναι παρά το κατακάθισμα της ξοδεμένης ζωής του.

Ερ.: Κατά πόσο επηρέασε την αγορά του βιβλίου η οικονομική κρίση;

Απ.: Όσα άφησε όρθια η οικονομική κρίση, τα αποτελείωσε η επίμονη αυτή πανδημία. Οι εκδότες μας, ως άνθρωποι της αγοράς, μπορούν να γνωρίζουν άμεσα και καλύτερα το μέγεθος της καταστροφής. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως αρκετοί από τους εκδοτικούς οίκους έβαλαν λουκέτο τα τελευταία δέκα χρόνια.

Ερ.: Πέρα από συγγραφέας δουλέψατε για δεκαετίες στην μέση εκπαίδευση. Από την πείρα σας διαβάζουν σήμερα οι νέοι μας;

Απ.: Μπορώ με κάποια βεβαιότητα να υποστηρίξω πως οι νέοι που έζησαν τη δικτατορία και αμέσως μετά τα ανέφελα χρόνια της Πρώτης Μεταπολίτευσης, υπήρξαν «παιδιά φανατικά για γράμματα». Σήμερα, μετά από εποχές ρηχής ευμάρειας, άπληστου καταναλωτισμού, κακής εκπαίδευσης και ηλεκτρονικής απολυταρχίας, το νεανικό αναγνωστικό κοινό –τουλάχιστον του έντυπου βιβλίου– έχει, νομίζω δραματικά περιοριστεί.