Συνέντευξη του Γιώργου Θεοχάρη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Έχει χαθεί η αυθεντικότητα των λαϊκών ανθρώπων του μόχθου,
η ανεξικακία που ενυπήρξε ακόμη και μέσα στην εκδικητικότητα

Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα Φωκίδος. Εργάστηκε στη χημική βιομηχανία. Εξέδωσε επτά ποιητικά βιβλία, καθώς και ένα βιβλίο ιστορικής έρευνας για τη Σφαγή στο Δίστομο το 1944, για το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας το 2011. Επιμελήθηκε, από το 2014, πέντε Ανθολογίες ελληνικών ποιημάτων. Μετείχε στη σύνταξη της έντυπης εφημερίδας BookPress. Μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά και αλβανικά. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον (Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας 2014). Μετείχε στην Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Παιδικής Λογοτεχνίας. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών. Τελευταίο βιβλίο του «Δίφορη μνήμη» (Πόλις 2021)

Ερ.: Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου «Δίφορη μνήμη», εκδόσεις Πόλις;

Απ.: Η βασική συνιστώσα της γραφής μου, είτε στην ποίηση είτε στην πεζογραφία είναι η μνήμη. Η μνήμη, ως υλικό πρωτογενές, τροφοδοτεί την έμπνευσή μου κι η μετάπλασή της σε λόγο μου προσφέρεται ως έργο λογοτεχνικό ή ιστορικό (αναφέρομαι στο βιβλίο μου το σχετικό με τη Σφαγή στο Δίστομο από τους Ναζί στις 10 Ιουνίου 1944). Δύο ποιητικές συλλογές μου τιτλοφορούνται «Ενθύμιον» και «Από μνήμης». Παραλλάσσοντας τον Όμηρο θα έλεγα ότι εκείνο το «Μήνιν άοιδε», για μένα γίνεται «Μνήμην άοιδε», τη μνήμη τραγουδώ στη γραφή μου. Στην παρούσα έκδοση η μνήμη, είτε βιωμένη είτε διαμεσολαβημένη, «χώνευε» μέσα μου δεκαετίες και βρισκόταν σε νάρκη βλαστήσεως, ώσπου έφτασε η στιγμή και το φύτρο έγινε βλαστός και δέντρο και κάρπισε.

Ερ.: Ο τίτλος «Δίφορη μνήμη»,είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Απ.: Ο τίτλος δηλώνει την πολυποικιλότητα των κειμένων τα οποία είναι, θα έλεγα, και πικρά και γλυκά, και χαρούμενα και βασανισμένα, καθώς οι χαρές και οι κόποι, οι ευτυχισμένες ώρες και οι πικραμένες των ανθρώπων του αγροτικού μόχθου.

Ερ.: Πρέπει ο συγγραφέας να γράφει για «τον δικό του κόσμο»;
Απ.: Όταν αυτό που προσδιορίζεται ως «δικός του κόσμος» είναι ο κόσμος κι άλλων πολλών ανθρώπων, δεν πρέπει μονάχα αλλά επιβάλλεται. Υπάρχει φυσικά και κι εκείνη η περίπτωση που λογοτέχνες γράφουν για τον δικό τους ψυχικό κόσμο και προσφέρουν αριστουργηματικά κείμενα συναισθηματικά δονούμενα που είναι ελκυστικά στην ανάγνωση. Αλλά αυτό είναι μια άλλη κατηγορία, μια άλλη ειδολογική κατάταξη.

Ερ.: Γράφετε για τον γενέθλιο τόπο. Ποια είναι η σημασία του για την ζωή ενός ανθρώπου;
Απ.: Στον τόπο που γεννιόμαστε διαμορφωνόμαστε, ενσταλάζεται μέσα μας η ουσία του: η χλωρίδα κι η πανίδα του, τ’ αρώματά του, οι ήχοι του, τα τραγούδια και τα μοιρολόγια, οι νεκροί του, το βάρος της Ιστορίας, οι μνήμες βιωμένες και διαμεσολαβημένες. Ο γενέθλιος τόπος είναι το είναι μας, είναι η ψίχα της ύπαρξής μας. Ό,τι αθροίζεται στην υπόλοιπη ζωή μας, εννοώ σε όσους από εμάς φεύγουμε στην εφηβεία και δεν επιστρέφουμε μόνιμα, στεριώνει πάνω σ’ αυτό το πολύτιμο έρμα του γενέθλιου τόπου.

Ερ.: Τι έχει χαθεί από τον κόσμο των προγόνων μας;
Απ.: Έχει χαθεί η αυθεντικότητα των λαϊκών ανθρώπων του μόχθου, η ανεξικακία που ενυπήρξε ακόμη και μέσα στην εκδικητικότητα όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, όταν μάλωναν για μια πατουλιά τόπο και σκοτώνονταν για το σύνορο, έχει χαθεί η συντροφικότητα, όταν ενώνονταν οικογένειες για να αυξηθούν τα χέρια στο δρεπάνι ή στο αλέτρι ή όταν έχτιζαν τα σπίτια και βοηθούσε όλο το χωριό. Έχουν χαθεί πολλές πρωτογενείς ουσίες της ζωής μας. Οι νέοι άνθρωποι σήμερα καθηλωμένοι μπροστά σε οθόνες χάνουν την πολύτιμη επαφή με τη Φύση, χάνουν τα αρώματα του λαϊκού πολιτισμού. Ωστόσο όσοι νέοι έχουν ακόμη ρίζες στα χωριά που γεννήθηκαν εκείνοι ή οι πρόγονοί τους κι επιστρέφουν πού και πού κάτι κερδίζουν κάτι διασώζεται και εμποτίζει τις ψυχές τους, κι αυτό δεν είναι λίγο, δεν είναι ασήμαντο.

Ερ.: Οι περιγραφές, τα γεγονότα, οι άνθρωποι. Ποιος είναι ο λόγος που δεν έχουμε καταγράψει προφορικές και άλλες μαρτυρίες των γενιών που αποδήμησαν;
Απ.: Ό,τι έχει γίνει είναι ζήτημα ατομικής πρωτοβουλίας που ίσως προέκυψε από εσωτερική ανάγκη. Κάποιοι ηχογραφούν τους γονείς τους μόνο και μόνο για να έχουν ένα τεκμήριο της ύπαρξής τους, άλλοι από επιθυμία αξιοποίησης ως προίκα στους απογόνους των. Φυσικά υπάρχει και η οργανωμένη καταγραφή, όπως εκείνη της Έλλης Παπαδημητρίου που μας έδωσε τον «Κοινό Λόγο» με τις μαρτυρίες των προσφύγων της Μικρασίας. Επίσης οι ηχογραφήσεις της Ακαδημίας Αθηνών. Θυμάμαι τη δεκαετία του 1960, τον πρωτοψάλτη της Μητρόπολης Αθηνών Περιστέρη, εκ μέρους της Ακαδημίας, να καταγράφει στη Δεσφίνα τραγούδια, μοιρολόγια, παραμύθια. Κατέγραψε και τον πατέρα να ψάλει. Εγώ κατέγραψα τη μάνα μου σε κασέτες μαγνητοφώνου προκειμένου να διασώσω τις αφηγήσεις της για τη ζωή και τα συμβάντα στη Δεσφίνα από το 1930 ως τον νέον αιώνα. Εκεί βάσισα και το βιβλίο μου τούτο.

Ερ.: Αφήγηση και ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Ποια είναι η σημασία μιας παλιάς φωτογραφίας;
Απ.: Οι παλιές φωτογραφίες ασκούν μια γοητεία. Νιώθω πως έχουν μια αλήθεια αφτιασίδωτη, μια καθαρότητα περιεχομένου και μηνύματος, εν σχέση με τις έγχρωμες. Οι παλιές φωτογραφίες σηματοδοτούν έναν μίτο με το παρελθόν μας, είναι εγκιβωτίσεις μνήμης, νοηματοδοτούν τον κόσμο μας στο σήμερα.

Ερ.: Γιατί μας πιάνει νοσταλγία όταν διηγούμαστε τον παλιό κόσμο;
Απ.: Μα γιατί διηγούμενοι τον παλιό μας κόσμο διακατεχόμαστε από άλγος νόστου, από πόνο επιστροφής στην αθωότητά μας. Ωστόσο δεν σημαίνει ότι νοσταλγώντας επιθυμούμε να επιστρέφαμε να ξαναζήσουμε εκείνα τα δύσκολα πονεμένα χρόνια. Όποιος νοσταλγεί το παρελθόν στανικώς είναι τελειωμένος, δεν έχει ούτε παρόν ούτε και μέλλον.

Ερ.: Μπορεί η δική σας γενιά να καταλάβει το πώς σκέπτονται οι νέοι;
Απ.:Υπάρχει, βεβαίως, αυτό που ορίζεται ως χάσμα των γενεών, αλλά προσπαθούμε, οι μεγαλύτεροι, να καταλαβαίνουμε πώς σκέπτονται οι νέοι, πώς ενεργούν κάτω από την κυριαρχική επίδραση της εικόνας και των μονολόγων, μέσα στην αποξένωση του διαδικτύου, κάτω από την απουσία προοπτικής και ελπίδας για σταθερή εργασία και ασφάλιση. Προσπαθούμε να τους καταλάβουμε και μπορώ να πω ότι τουλάχιστον στο πεδίο της λογοτεχνικής δημιουργίας χαίρομαι να διαβάζω νέους ποιητές και συγγραφείς γιατί, αληθινά, έχουν κάτι σημαντικό να πουν.

Ερ.: Τι σας έμαθαν οι γονείς σας και εξακολουθείτε να το τηρείτε;
Απ.: Να σέβομαι τον εαυτό μου και τους άλλους. Κι ακόμη να θεωρώ πλούτο ανεκτίμητο την επαφή μου με τη Φύση.