Συνέντευξη του κ. Γιάννη Βαληνάκη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Καθηγητής Γιάννης Γ. Βαληνάκης διετέλεσε Υφυπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Κ. Καραμανλή (2004-2009) και Βουλευτής Επικρατείας και Δωδεκανήσου. Είναι σήμερα Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας J. Monnet στο ΕΚΠΑ και μέλος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του W. MartensCentreforEuropeanStudies στις Βρυξέλλες. Σπούδασε νομικά (Πανεπιστήμιο Αθηνών) και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια), εκλέχθηκε Επίκουρος Καθηγητής στο ΔΠΘ και το 1992 Καθηγητής των Διεθνών Σχέσεων στο ΕΚΠΑ.

Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε το βιβλίο σας Η Ελλάς των Τεσσάρων Θαλασσών», εκδόσεις Σιδέρη; Τι νέο βάζετε στην κουβέντα αυτή, που αφορά στην Ελληνική εξωτερική πολιτική, με την παρέμβασή σας;
Το νέο μου βιβλίο είναι προιόν δεκαετιών ενασχόλησής μου με την εξωτερική πολιτική, ως πανεπιστημιακού καθηγητή αλλά και μέσα απ’τη θητεία μου στο ΥΠΕΞ. Αναλύω το εθνικά φιλόδοξο σχέδιο στο οποίο και προσωπικά στρατεύθηκα επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή για να οριοθετήσουμε την ΑΟΖ μας με όλους σταδιακά τους γείτονές μας. Στόχος ήταν η δημιουργία της «Ελλάδας των τεσσάρων θαλασσών» (Αιγαίο, Ιόνιο, Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο), τετραπλασιάζοντας τον γεωστρατηγικό και γεωοικονομικό χώρο μας και αξιοποιώντας όλα ανεξαιρέτως τα δικαιώματα που μας δίνει το δίκαιο της θάλασσας. Παρ’ολο που η χώρα μας είναι η ένατη στον κόσμο σε μήκος ακτογραμμών και ναυτική δύναμη με παράδοση αιώνων, επί δεκαετίες δεν έχει ασκήσει κανένα από τα δικαιώματά της. Η απόφασή μας λοιπόν το 2004 να δρομολογήσουμε διμερείς οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών με τους γείτονες («κάτω από το ραντάρ» της δύστροπης Τουρκίας και αφήνοντάς την τελευταία),ήταν μιά επαναστατική αλλαγή στρατηγικής που μόλις πρόσφατα δικαιώθηκε και επανενεργοποιήθηκε (δυστυχώς με μεγάλη και επώδυνη καθυστέρηση).

Την εποχή εκείνη το δέλεαρ της ευρωπαϊκής προοπτικής φαινόταν να συγκινεί τον Ερντογάν κι εμάς να ελπίζουμε (χωρίς ψευδαισθήσεις) σε μιά σταδιακή αλλά αναγκαία «εξημέρωση του θηρίου» με σειρά πρωτοβουλιών και μετατροπή των ελληνοτουρκικών σε ευρωτουρκικά. Μέσω π.χ. της ενταξιακής διαδικασίας της (του Κεφαλαίου «Αλιεία»-θαλάσσιες ζώνες),η Τουρκία θα υποχρεωνόταν να αποδεχθεί ως προαπαιτούμενο τη Συνθήκη για το δίκαιο της θάλασσας και η ΕΕ να την επιβάλει υποστηρίζοντας έτσι πλήρως τις θεσεις μας. Επιμένω συνεχώς ότι ο διάλογος με την Τουρκία στο ευρωτουρκικό πλαίσιο παραμένει και σήμερα η εθνικά επωφελέστερη διαδικασία, πολύ ασφαλέστερη α´ τις διερευνητικές και τη μεσολάβηση της γερμανικής προεδρίας, των ΗΠΑ ή του ΝΑΤΟ κι απορώ γιατί δεν αξιοποιείται.

Η πολιτική εμπειρία που έχετε σας παρέχει τις γνώσεις ώστε να γνωρίζετε το «καυτό» ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αλήθεια ποιο είναι το σχέδιο που προτείνετε;
Πολλά δυστυχώς άλλαξαν την τελευταία δεκαετία. Η Τουρκία « ξέφυγε», φιλοδοξώντας να γίνει περιφερειακή υπερδύναμη, ενώ η οικονομική μας κρίση αλλά και η οπισθοχώρηση (συμφωνία με Αλβανία) ή πάγωμα των οριοθετήσεων (με Λιβύη, Αίγυπτο και Ιταλία) επιβάρυναν ακόμη περισσότερο τον διμερή συσχετισμό δυνάμεων. Η Ελλάδα συνήλθε από τον λήθαργο μόνο μετά το βαρύτατο πλήγμα του τουρκολιβυκού μνημονίου. Και από τότε όμως ακολουθεί ουσιαστικά την πεπατημένη των προηγουμένων εποχών. Με την Τουρκία να έχει αλλάξει σε στόχους, μέσα και συμμαχίες, να πολεμά σε 4-5 μέτωπα ταυτόχρονα και να μην παίρνει την αποτρεπτική μας στρατηγική στα σοβαρά, χρειαζόμαστε προφανώς μιά νέα στρατηγική. Τα «αυστηρά μηνύματα», οι κυρώσεις-χάδια και η φραστική υποστήριξη τρίτων έχει πια φανεί ότι δεν αρκούν…

Πόσο εφικτό είναι σήμερα αυτό σε μια Ένωση, στην οποία τα κράτη-μέλη έχουν διαφορετικά συμφέροντα , όπως είδαμε στην πρόσφατη Ελληνοτουρκική κρίση και αποτυπώθηκε στη Σύνοδο Κορυφής; Να επισημάνουμε πως η ΕΕ δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να διώξει τα τουρκικά ερευνητικά από την ΑΟΖ της Κύπρου.

Πρέπει με τις κατάλληλες κινήσεις να αξιοποιούμε καθημερινά τη συμμετοχή μας στην ΕΕ. Δυστυχώς όμως αυτό δεν γίνεται πάντα. Η ΕΕ περνάει μια βαθειά κρίση και ποτέ δεν ήταν μια ενωμένη στρατιωτική δύναμη. Με απούσα την Αμερική, όσοι ισχυροί χρησιμοποιούν τη στρατιωτική βία διαμορφώνουν τετελεσμένα (Τουρκία, Ρωσία) και βγαίνουν δυστυχώς τελικά κερδισμένοι. Όσο θα μειονεκτεί στο πεδίο αυτό η Ευρώπη, θα αδυνατεί να επηρεάσει σοβαρά υπέρ της το εξωτερικό περιβάλλον της και θα γελοιοποείται, όπως σήμερα που ούτε τα απειλούμενα κράτη-μέλη της δεν τολμάει/μπορεί να στηρίξει… Αλλά κι εμείς δεν μπορούμε ρεαλιστικά να ζητάμε να θυσιαστούν Ευρωπαίοι στρατιώτες υπερσπιζόμενοι τα σύνορά μας αντί για εμάς.

Οι γείτονές μας προσπαθούν να μας πιέσουν και να μας πείσουν ότι το Αιγαίο είναι μια κοινή θάλασσα που πρέπει να τη μοιραστούμε. Με ποιους τρόπους θα αντιμετωπίσουμε μια τέτοια σκέψη και πώς θα αντισταθούμε;
Η Τουρκία έχει υπερφιλόδοξη στρατηγική με καλπάζουσα βεντάλια διεκδικήσεων. Όμως, για την εξωφρενική «γαλάζια πατρίδα» μάχεται καθημερινά με μεθοδικότητα και όλα τα μέσα για να την προωθήσει, με συνέπεια να πετυχαίνει βήμα-βήμα συνολικά πολλά. Όλα ξεκινούν λοιπόν από μιά φιλόδοξη και ολοκληρωμένη στρατηγική που πρέπει να καθοδηγεί τις κινήσεις σου για να μην καταλήξεις να αυτοσχεδιάζεις άρον-άρον σε κάθε ξαφνική κρίση που αύριο μπορεί να γίνει και ανοιχτή επίθεση. Από εκει ξεκινάμε για να εντάξουμε στο πλαίσιό της διπλωματικές κινήσεις και πρωτοβουλίες, εξοπλιστικά προγράμματα άμεσης απόδοσης, συμμαχίες όχι στα λόγια αλλά πραγματικά και ενεργά παρούσες στις δύσκολες στιγμές και πολλά άλλα.

Υποστηρίζεται από πολλούς πως η Ελλάδα μετά από την εδώ και δεκαετίες ακολουθούμενη κατευναστική πολιτική, υιοθέτησε, μετά το Τουρκολυβικό Σύμφωνο , μια επιθετική εξωτερική πολιτική υπό την έννοια της διαμόρφωσης των εξελίξεων αντί της μέχρι σήμερα πρακτικής να τρέχουμε μονίμως πίσω από αυτές, που η Τουρκία δρομολογεί στο πλαίσιο επίτευξης των στόχων της. Ποια είναι η άποψή σας;
Από τη στιγμή που η Ελλάδα ως χώρα φιλειρηνική και ευρωπαική έχει σαφώς επιλέξει την άμυνα, αφήνει εκ των πραγμάτων την πρωτοβουλία μιάς επίθεσης, δηλ.το πως, πού, πότε του πρώτου (συνήθως αιφνιδιαστικού) κτυπήματος στην Τουρκία—που άλλωστε δεν κρύβει την επιθετική της ροπή. Όπως εξηγώ αναλυτικά στο βιβλίο, προσπαθούμε παράλληλα επί δεκαετίες να αποτρέψουμε την Άγκυρα από ένα επιθετικό κτύπημα υπολογίζοντας στην ισχυρή αμυντική ετοιμότητά μας.Όμως η Τουρκία δεν αποτράπηκε από τα σχέδιά της σε καμία σχεδόν κρίση και η σύγκρουση δυστυχώς αποφεύχθηκε κάθε φορά γιατί απλά απέσπασε κάποιες τουλάχιστον από τις παραχωρήσεις που μάς ζητούσε. Φοβάμαι ότι ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο, η κα Μέρκελ έταξε κατά τη μεσολάβησή της πολλά στον Ερντογάν για να αποσύρει το ΟρουτςΡέις, ο ίδιος όμως έκανε απλά έναν τακτικό ελιγμό και τώρα απειλώντας ξανά, ζητάει ακόμη περισσότερα. Πεντακάθαρα μάς λέει ότι ή θα αποδεχθούμε ένα διάλογο εφ’ολης της (τουρκικής) ύλης και μάλιστα με άμεσα αποτελέσματα (υπέρ του),ή θα τα πάρει με τη βία! Το χειρότερο είναι όμως ότι θα πέσουν πιεστικότατα όλοι οι τρίτοι επάνω μας για να αποδεχθούμε το πρώτο αν θέλουμε να αποφύγουμε το δεύτερο..

Μεγάλη κουβέντα έγινε και γίνεται για την απουσία Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Ποια είναι η γνώμη σας;
Ήμουν από τους πρώτους, ήδη τη δεκαετία του ‘80, που ζήτησαν τη δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.Θετικό είναι ότι με μεγάλη καθυστέρηση επιτέλους το θεσμοθετήσαμε. Όμως χωρίς σοβαρές αρμοδιότητες, μηχανισμούς και πλήρη στελέχωση δεν μπορούμε να περιμένουμε όσα απαιτούνται στις σημερινές συνθήκες.

Πως βλέπετε να διαμορφώνονται οι Ελληνοτουρκικές διαφορές στο νέο υπό διαμόρφωση πολυπολικό σύστημα;
Τον καιρό του διπολισμού, μεσαία και μεγαλύτερα κράτη εντός της ίδιας συμμαχίας απολάμβαναν κοινή και εγγυημένη ασφάλεια απέναντι στο άλλο στρατόπεδο. Σήμερα, λόγω της αμερικανικής επιλογής για αποχή από ενεργό ανάμιξη παντού, και της παράλληλης ανάδυσης περιφερειακών δυνάμεων, οι μεσαίες δυνάμεις όπως η Ελλάδα που ζει δίπλα σε πολεμοχαρή γείτονα πρέπει δυστυχώς να φροντίσουν μόνες τους για την ασφάλειά τους. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για τη χώρα μας αλλά φοβάμαι δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτή.

Οι γείτονες απαιτούν την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης διεκδικώντας ελληνικά νησιά και θάλασσες. Αυτό, υπό κανονικές συνθήκες, δεν μοιάζει με σενάριο επιστημονικής φαντασίας;
Δυστυχώς έτσι έμοιαζε στην αρχή. Το ίδιο και οι «γκρίζες ζώνες» και η «γαλάζια πατρίδα», οι πιέσεις για το Καστελόριζο και για αφοπλισμό των νησιών κλπ. Όμως δυστυχώς υποτιμήθηκαν, αφέθηκαν να δυναμώσουν και με τους απίστευτα διαστρεβλωτικούς μηχανισμούς της τουρκικής προπαγάνδας να επεκταθούν. Αναγκαστικά πρέπει λοιπόν να μην υποτιμούμε την εξωφρενική κατά τα άλλα επιδίωξη του Ερντογάν να διαδεχθεί τον Ατατούρκ μέσα από τα εξοργιστικά σχέδιά του για αναθεώρηση της Συνθήκης. Γιατί γνωρίζει ότι κανείς δεν θα συναινέσει σε κάτι τέτοιο και άρα μόνο με πόλεμο μπορεί να την ανατρέψει. Και θα το επιδιώξει «στο μέτωπο», όπως είπε πρόσφατα. Τι άλλο πρέπει να κάνει για να προσαρμόσουμε και εμείς την εθνική στρατηγική μας στα νέα δεδομένα; Αν βέβαια δεν μας προλάβουν νέα γεγονότα…