Συνέντευξη του κ. Ευάνθη Χατζηβασιλείου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ποιος ήταν ο λόγος της έκδοσης του τόμου «Ευάγγελος Αβέρωφ, επιστολές προς τον Μιχαήλ Τοσίτσα, 1938-1948», εκδόσεις Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων και Ιδρύματος Ευάγγελου Αβέρωφ –Τοσίτσα;

Οι επιστολές του Ευάγγελου Αβέρωφ προς τον Μιχαήλ Τοσίτσα αποτυπώνουν ένα σημαντικό πολιτιστικό, κοινωνικό, οικονομικό, τοπικό και εθνικό φαινόμενο, δηλαδή την αναμόρφωση του Μετσόβου και την ανάδειξή του σε πρότυπο ανάπτυξης. Είναι επομένως μια ιστορία δημιουργίας. Παράλληλα, προσφέρουν υλικό για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός κορυφαίου πολιτικού, κάτι που δημιουργεί πρόσθετο ενδιαφέρον.

Πότε και πώς γνώρισε τον Βαρώνο Τοσίτσα ο Ευάγγελος;

Και όμως, είναι μια περίπλοκη ερώτηση. Ο βαρώνος Τοσίτσας ζούσε στην Ελβετία και δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα. Η επικοινωνία μεταξύ τους ξεκίνησε το 1938, με αφορμή επιστολή του Εξωραϊστικού Συλλόγου Μετσόβου (με αντιπρόεδρο τον Αβέρωφ) προς τον Τοσίτσα. Εκείνος αναγνώρισε το επίθετο του Αβέρωφ και επιζήτησε την επικοινωνία, καθώς υπήρχαν σημαντικοί οικογενειακοί δεσμοί. Έτσι ξεκίνησε μια μακρά αλληλογραφία, αλλά οι δύο άνδρες δεν συναντήθηκαν δια ζώσης επί πολλά χρόνια, λόγω του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μόνον μεταπολεμικά έγινε η πρώτη τους συνάντηση κατά τη διάρκεια ταξιδιού του Αβέρωφ στο εξωτερικό. Πάντως, επειδή δεν υπήρχε δια ζώσης επαφή, οι επιστολές καταγράφουν με μεγάλη ακρίβεια την εξέλιξη αυτής της φιλίας και επικοινωνίας.

Η Αλληλογραφία κράτησε μια δεκαετία. Γιατί δεν είχε δημοσιευθεί και περιμέναμε τόσα χρόνια;

Η Τατιάνα Αβέρωφ-Ιωάννου, κόρη του Ε. Αβέρωφ, είχε δωρίσει το Πολιτικό Αρχείο του στο Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», αλλά είχε διατηρήσει στην κατοχή του Ιδρύματος Αβέρωφ τα έγγραφα του πατέρα της που αφορούσαν τον πολιτισμό. Δεν είναι ασυνήθιστο το φαινόμενο μια τέτοια αλληλογραφία, που δεν εμπεριέχει την «κύρια», δηλαδή την πολιτική, δράση ενός πολιτικού προσώπου, να αποτελέσει αντικείμενο ενδιαφέροντος και ειδικής δημοσίευσης σε μεταγενέστερη στιγμή. Η πρωτοβουλία επίσης βρήκε την θερμή υποστήριξη του Προέδρου της Βουλής, ο οποίος ενδιαφέρθηκε έντονα για την έκδοση.

Από την αλληλογραφία μαθαίνουμε σημαντικά πράγματα για το παρελθόν και για την οικογένεια Αβέρωφ. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η σημασία αυτής της έκδοσης;

Ασφαλώς, αποτυπώνονται σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία του Μετσόβου και των δύο οικογενειών, Αβέρωφ και Τοσίτσα. Επιπλέον, οι επιστολές αναδεικνύουν τα κίνητρα, τις προτεραιότητες, το ιδεολογικό υπόβαθρο και την κοσμοαντίληψη του Αβέρωφ. Αυτά τα στοιχεία ωστόσο δεν διέκριναν μόνον τον ίδιο αλλά γενικότερα διανοουμένους και πολιτικούς της γενιάς του, η οποία και θα επιτελέσει, από τη δεκαετία του 1950 και εξής, το μεγάλο έργο της ανάπτυξης της χώρας και της πλήρους ένταξής της στην Ευρώπη. Είναι επομένως μια ιστορία που έχει όχι μόνον τοπικές αλλά και ευρύτερες διαστάσεις.

Ένα σημαντικό μέρος της περιουσίας του Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα επενδύθηκε στο Μέτσοβο. Ποιες ήταν οι σημαντικότερες δομές που έγιναν και υπάρχουν ακόμη σήμερα;

Πολλά από τα έργα που πραγματοποιήθηκαν, επιτέλεσαν τον σκοπό τους και δεν υπάρχουν πια – π.χ. το βουστάσιο. Από αυτά που μένουν μέχρι σήμερα, αναφέρω το γνωστό Τυροκομείο του Ιδρύματος Τοσίτσα, το Λαογραφικό Μουσείο του αρχοντικού Τοσίτσα, την παιδική βιβλιοθήκη, τα αναπαλαιωμένα κτήρια και τα παραδοσιακά νεόκτιστα, τη διαμόρφωση χώρων (δρόμοι, βρύσες, αναδασώσεις), δηλαδή δράσεις που διαφύλαξαν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του τόπου, την Φοιτητική Εστία του Ιδρύματος Τοσίτσα στην Κάτω Κηφισιά, το ξυλουργικό εργοστάσιο, αλλά και τα κρίσιμης σημασίας αντιδιαβρωτικά έργα, καθώς το Μέτσοβο είχε αρχίσει να διολισθαίνει και χρειάστηκε μια τεράστια προσπάθεια σταθεροποίησης. Πάντως, τα έργα αυτά, που έγιναν με έναν συνολικό σχεδιασμό, λειτούργησαν ως καταλύτης και απελευθέρωσαν και τις δυνάμεις της τοπικής κοινωνίας προς την ίδια κατεύθυνση της ανάπτυξης και της πολιτιστικής δυναμικής. Αυτό ήταν η σημαντικότερη συμβολή.

Από την αλληλογραφία διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι οι συνομιλίες γίνονται ανάμεσα σε δύο εξαιρετικά μορφωμένους ανθρώπους, στην γαλλική γλώσσα. Ποιες ήταν οι σπουδές και οι γλώσσες που μιλούσε ο Αβέρωφ;

Ο Αβέρωφ, μετά την πρώτη κρίση φυματίωσης που υπέστη, πέρασε αρκετό καιρό σε σανατόριο στην Ελβετία και κατόπιν σπούδασε στη Λωζάννη. Επομένως, γνώριζε εξαιρετικά καλά τη γαλλική γλώσσα. Η κοινή εμπειρία από την Ελβετία αποτελούσε έναν ακόμη συνδετικό κρίκο με τον Τοσίτσα. Ο Αβέρωφ μιλούσε επίσης πολύ καλά ιταλικά: εξάλλου, έζησε παράνομος, ως αρχηγός ελληνικής αντιστασιακής οργάνωσης στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ρώμη, το 1943-44. Γνώριζε και καλά αγγλικά, αλλά σε αυτή τη γλώσσα δεν φαινόταν να έχει την ίδια ευχέρεια ή τουλάχιστον ο ίδιος δεν θεωρούσε ότι είχε. Για να δοθεί ένα παράδειγμα, στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά των υπουργικών συνόδων του ΝΑΤΟ, εμφανίζεται πάντοτε να ομιλεί γαλλικά.

Γράφετε ότι ο Ευάγγελος Αβέρωφ , μέσω των επιστολών, μας προσφέρει μια ευκαιρία που σπάνια δίνεται στον ερευνητή και τον μορφωμένο άνθρωπο. Δηλαδή δίνει στον αναγνώστη, την δυνατότητα, να εμβαθύνει πέρα από την πολιτική, την πολιτιστική και ιδεολογική και βιωματική μικροιστορία της Ηπείρου και ευρύτερα της Ελλάδας;

Πράγματι, στη μελέτη των μεγάλων πολιτικών συνήθως δεν βρίσκουμε επαρκείς γραπτές πηγές για την εξέλιξη της προσωπικότητάς τους πριν την ανάδειξή τους στην πολιτική. Εδώ μας προσφέρεται ένα εκτενέστατο υλικό που επιτρέπει να προσεγγίσουμε την ψυχοσύνθεση, την ιδεολογία, την κοσμοαντίληψη ενός προσώπου που θα γίνει, αλλά αργότερα, κορυφαίος πολιτικός. Βλέπουμε τον νεότερο Αβέρωφ, ακόμη και στο στάδιο της βαριάς αρρώστιας του, όταν και ο ίδιος δεν θα πίστευε σε μια μελλοντική ανάδειξή του. Επίσης, μας προσφέρεται ένα υλικό πολιτικού προσώπου, που δεν αναφέρεται όμως στην πολιτική με τη στενή έννοια του όρου, αλλά στον πολιτισμό, στη σχέση παράδοσης και εκσυγχρονισμού, στη σχέση του με την ιδιαίτερη πατρίδα – και πάλι, πηγές που σπανίως είναι διαθέσιμες. Τέλος, αναφέρεται στις συνθήκες του τόπου και στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων του. Είναι ασυνήθιστο και πολύ χρήσιμο να έχουμε πρόσβαση σε τέτοιες πηγές.

Υπάρχουν στη Ελλάδα κι άλλες περιπτώσεις σαν του Ευάγγελου Αβέρωφ που διέθεσαν την περιουσία και ονειρεύτηκαν να βελτιώσουν το χωριό τους δίνοντας ότι μπορούσαν για να γίνει το Μέτσοβο καλύτερο;

Είναι βασικό χαρακτηριστικό και των Ηπειρωτών και ιδιαίτερα των κουτσοβλαχικών κοινοτήτων, η ευποιία και η ευεργεσία υπέρ της Ελλάδας. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ευεργέτες, διωγμένοι και λόγω της φτώχειας των ιδιαίτερων πατρίδων τους, μεριμνούσαν για αυτές (αλλά και για τη χώρα γενικά) αφού πρώτα πρόκοψαν σε ξένους τόπους. Πάντως, η συγκεκριμένη περίπτωση ίσως διαφέρει από άλλες, καθώς αφορά μια μεγάλη δωρεά από τον Τοσίτσα, η οποία όμως αξιοποιήθηκε και παραγωγικά και επενδυτικά από τον Αβέρωφ και έδωσε τη δυνατότητα μιας πολύπλευρης δημιουργίας στο Μέτσοβο. Υπήρχε δηλαδή ένα συνολικό όραμα το οποίο μοιράζονταν και οι δύο, και αυτό βρήκε την κοινωνική και πολιτιστική του έκφραση στην αξιοποίησή της δωρεάς από τον Αβέρωφ, με μεγάλη προσωπική δέσμευση και εργασία.

Ετοιμάζετε κάποια καινούργια έκδοση η έρευνα;

Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων έχει ένα μεγάλο εκδοτικό πρόγραμμα το οποίο εξελίσσεται. Έχει μόλις εκδοθεί ένας συλλογικός τόμος για την πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων του 1922, μετά την έλευσή τους στην Ελλάδα, έως το 1967. Βρίσκεται σε εξέλιξη η έκδοση της βιογραφίας του Παναγή Παπαληγούρα, ενώ θα ακολουθήσουν σύντομα βιογραφίες και άλλων προσώπων, όπως των Δημητρίου Χρηστίδη (πολιτικού του 19ου αι.), Ιωάννη Πασσαλίδη, Βιργινίας Τσουδερού, Μαρίας Σβώλου, Σεραφείμ Μάξιμου. Το 2023 θα εκδοθεί ένας τόμος για το Κίνημα του Ναυτικού του 1973 ενώ θα πραγματοποιηθούν δράσεις για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, στην πεντηκοστή επέτειό τους. Ετοιμάζεται, σε συνεργασία με την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο πρώτος τόμος για την ιστορία του ανωτάτου δικαστηρίου. Παράλληλα, εκδίδονται μικρότερης έκτασης βιβλία από ημερίδες προς τιμήν σημαντικών προσώπων της πολιτικής και του πολιτισμού, ενώ θα δημοσιευθούν και τα πρακτικά συνεδρίων που διοργάνωσε το Ίδρυμα για τη Μικρασιατική Καταστροφή, για την περίθαλψη των προσφύγων, αλλά και για την αναζήτηση μιας νέας προοπτικής για την Ελλάδα μετά το 1922.