Συνέντευξη του Νάσου Αθανασίου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Το βιβλίο αυτό, που δεν είναι παρά το πρώτο μέρος ενός ευρύτερου έργου, περιέχει μια ιδεολογία και παραπέμπει σε ένα
Σύστημα άσκησης της δημοσιογραφίας

ΕΡ.: Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο «Το έγκλημα που αρέσει», εκδόσεις Νίκας;
ΑΠ.: Την αφορμή έδωσε ο Νίκος Νίκας που ήθελε να το εκδώσει. Η αλήθεια είναι ότι από καιρό έξυνα τα νύχια μου. Ήθελα να θυμίσω τι είναι δημοσιογραφία. Προσέξτε: όχι να διδάξω κάνοντας τον έξυπνο. Απλώς να θυμίσω. Μόνο αυτό. Νομίζω ότι τούτο είναι σημαντικό σε μια εποχή που κάποιοι γίνονται δημοσιογράφοι επειδή έχουν αποτύχει σε όλα τα άλλα.

ΕΡ.: Πέρα από τον τίτλο υπάρχει και ο υπότιτλος, «Δολοφονώντας την δημοσιογραφία». Από ποιους κινδυνεύει η δημοσιογραφία;
Απ.: Αυτό πρέπει να το απαντήσει ο καθένας μόνος του. Αν το έγκλημα το βλέπω μόνο εγώ και δεν το βλέπουν οι άλλοι, τότε να με ειδοποιήσετε να πάω στον ψυχίατρο.

ΕΡ.: Στον πρόλογο διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι έχετε μια πικρία για την Ελλάδα. Από που προέρχεται αυτή;
Απ.: Ας παραμερίσουμε για λίγο τα συναισθήματα και ας αντικρίσουμε την πραγματικότητα. Εκείνο που θα περίμενα είναι να μου πει κάποιος αν λέω αλήθεια ή ψέματα. Λέω αλήθεια ή ψέματα όταν μιλάω ονομαστικά για κάποια
«αλεπού της τηλεόρασης»; Λέω αλήθεια ή ψέματα όταν ισχυρίζομαι ότι «το έγκλημα που αρέσει σε κάνει πλούσιο»; Λέω αλήθεια ή ψέματα όταν ισχυρίζομαι ότι τα ταμπλόιντ προκάλεσαν το Brexit; Αυτή είναι η ουσία.

ΕΡ.: Στα επόμενα έξι κεφάλαια αρχίζετε τη διερεύνηση του θέματος. Θέτετε ρωτήματα με το κυριότερο «Τι είναι δημοσιογραφία». Εσείς πώς ξεκινήσατε το ταξίδι σας στην δημοσιογραφία;
Απ.: Ξεκίνησα ως αθλητικός συντάκτης αλλά η προσωπική μου ιστορία δεν έχει σημασία. Το έγκλημα πρέπει να δούμε, όχι εκείνον που το παρατηρεί και το περιγράφει.

ΕΡ.: Μου άρεσε που αναφέρετε ένα γεγονός που ο συντάκτης της εφημερίδας συμβουλεύει νέο δημοσιογράφο που του δίνει το άρθρο του να το διαβάσει. «Ξαναγράψτο. Κι αυτήν τη φορά να αφήσεις τα γεγονότα να διηγηθούν την ιστορία». Είναι έτσι όπως τα λέει ο συντάκτης;
Απ.: Έτσι ακριβώς. Το είπε σε μένα ο Δημήτρης Παπαναγιώτου ο ιστορικός διευθυντής της Καθημερινής. Ξέρετε, πρόλαβα και την Ελένη Βλάχου.

ΕΡ.: Αναφέρετε την περίπτωση του δημοσιογράφου Αλεξάντερ Ουέρθ , ανταποκριτή του BBC που το 1944 ανέφερε την φρίκη που επικρατούσε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το έντυπο που συνεργαζόταν το απέκρυψε. Μπορεί ένα τέτοιο σημαντικό γεγονός να κρύφτηκε από την μητρόπολη της δημοσιογραφίας;

Απ.: Παραπέμπω σε δύο βιβλία που αναλύουν αυτήν την περίπτωση. Το ένα το έγραψε ο ίδιος το Αλεξάντερ Ουέρθ. Το άλλο είναι «Η Ευρώπη σε πόλεμο» του Νόρμαν Ντέιβις. Την ανταπόκριση του Ουέρθ δεν την δημοσίευσαν γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν σε τέτοια φρίκη. Σήμερα φτάσαμε στο αντίθετο άκρο. Τα πιστεύουμε όλα όσο τρελά και αν είναι.

ΕΡ.: Είναι ικανή μια φωτογραφία που πάρθηκε από δύσκολες συνθήκες να έχει τη δύναμη ενός δημοσιογραφικού άρθρου ή ανταπόκρισης;
Απ.: Και βέβαια μπορεί. Τέτοιες εικόνες σταμάτησαν τον πόλεμο του Βιετνάμ. Εξήντα δευτερόλεπτα τηλεοπτικού ρεπορτάζ από τις σφαγές στο Μυ Λάϊ άλλαξαν την κοινή γνώμη των ΗΠΑ.

ΕΡ.: Στο βιβλίο αναφέρεστε στον Όμηρο που έψαλε την ανδρεία του Αχιλλέα αλλά και το Έκτορα. Γιατί ο ποιητής Όμηρος ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να μας συγκινεί και να αντέχει στον χρόνο;
Απ.: Για τον λόγο ακριβώς ότι, παρότι ήταν Έλληνες δεν μερολήπτησε υπέρ του Αχιλλέα. Την παρατήρηση κάνει η Χάνα Άρεντ, την οποία και αντιγράφω.

ΕΡ.: Μου άρεσαν οι αναφορές στους Μακρυγιάννη, Καβάφη, Σεφέρη. Γιατί πρέπει να τους διαβάζουμε σήμερα;
Απ.: Για να καταλάβουμε τον εαυτό μας. Μια διευκρίνιση. Να καταλάβουμε τον εαυτό μας, αν δεν τον έχουμε προδώσει…

ΕΡ.: Δανείζομαι μια φράση του βιβλίου που λέει ότι «η μνήμη είναι μια κάμερα που θολώνει, πράγμα που αποδεικνύει ότι μπορεί κανείς να είναι ειλικρινής χωρίς να είναι αληθινός». Μπορείτε να αιτιολογήσετε τη γνώμη σας;
Απ.: Δεν είναι δική μου η γνώμη. Είναι του Άντονι Χόπκινς που θα έπρεπε να παίρνει Όσκαρ και για τις εύστοχες παρατηρήσεις του. Όπως βλέπετε, είμαι ένας αντιγραφέας. Ο Ουμπέρτο Έκο λέει το ίδιο κάπως αλλιώς: «Είμαστε νάνοι αλλά καθόμαστε σε ώμους γιγάντων».

ΕΡ.: Τέτοιοι γίγαντες είναι ο Μακρυγιάννης, ο Καβάφης και ο Σεφέρης που προαναφέρατε.
Τι υποδοχή είχε το βιβλίο σας;
Απ.: Το βιβλίο αυτό, που δεν είναι παρά το πρώτο μέρος ενός ευρύτερου έργου, περιέχει μια ιδεολογία και παραπέμπει σε ένα σύστημα άσκησης της δημοσιογραφίας. Αυτή είναι η επιδίωξή του. Μέχρι στιγμής, με αυτήν δεν ασχολήθηκε κανένας. Δεν πειράζει. Εγώ ήθελα να καταγράψω τη θέση μου. Ένιωθα ότι χρωστάω και ότι πρέπει να αποδώσω την οφειλή μου…

Βιογραφικό

Ο Νάσος Αθανασίου γεννήθηκε στην Αθήνα.
Παντρεμένος με την Εύη Κλοκώνη, έχουν δύο παιδιά που ζουν στο εξωτερικό.
Δημοσιογραφεί από είκοσι ετών σε ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφημερίδες και περιοδικά.
Ιδιαίτερα δημοφιλείς ήταν οι εκπομπές του στους τηλεοπτικούς σταθμούς ΕΤ1 («Κάθε Μεσημέρι», «Τρείς στον αέρα») και Mega Channel («Η εκπομπή»).
Έχει εργαστεί στις εφημερίδες «Έθνος», «Καθημερινή», «Ελεύθερος Τύπος», «Ημερησία», καθώς και στα περιοδικά “Ένα” και «Εικόνες». Παράλληλα, εργάστηκε στους ραδιοφωνικούς σταθμούς ΕΡΑ, SKAI, FLASH, Αθήνα 9,84.

Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Καποδιστριακό Αθηνών, αλλά δεν επαγγελματοποίησε τις σπουδές του.
Για δύο θητείες διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ και σε κρίσιμες στιγμές την εκπροσώπησε στη Διεθνή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (International Federation of Journalists). Συμμετείχε στη συγγραφή και υιοθέτηση του θεμελιώδους κειμένου της IFJ για τη δεοντολογία και τις συνθήκες εργασίας των επαγγελματιών δημοσιογράφων: Status of the Working Journalist in Europe”, Brussels 1992».
Σήμερα είναι μέλος του εθνικού μας κοινοβουλίου. Είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.