Συνέντευξη του Νάσου Βαγενά στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Νάσος Βαγενάς γεννήθηκε στη Δράμα το 1945. Διετέλεσε καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1980-1991) και καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1992-2012). Δημοσίευσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο με πεζά και έντεκα βιβλία με δοκίμια και μελέτες πάνω σε θέματα λογοτεχνίας.

–Πώς ξεκίνησε η ιδέα της έκδοσης του βιβλίου Η λογοτεχνία στο τετράγωνο: Σημειώσεις για τη γραφή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Εκδόσεις Πόλις;
– Ξεκίνησε όταν βρήκα καταχωνιασμένο στο αρχείο μου ένα κείμενο που είχα γράψει για τον Μπόρχες το 1972 στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ, όπου βρισκόμουν ως μεταπτυχιακός φοιτητής. Ο διευθυντής του προγράμματος ήταν ισπανιστής και, όταν του πρότεινα να γράψω μια μελέτη για τον Μπόρχες, που τον διάβαζα αχόρταγα εκείνο τον καιρό, δέχτηκε αμέσως. Η μελέτη είχε ως θέμα τον Πιερ Μενάρ, έναν φανταστικό συγγραφέα, ήρωα ενός διηγήματος του Μπόρχες. Ξαναδιαβάζοντάς την μετά από μισό περίπου αιώνα ανακάλυψα ότι με ικανοποιούσε και σήμερα. Έχοντας ήδη γράψει ορισμένα κείμενα για τον Μπόρχες κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών και προσθέτοντας σημειώσεις από τις συζητήσεις που είχαμε με τον Μπόρχες το 1984 στο Ρέθυμνο, όπου είχε έρθει για την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κρήτης, συγκροτήθηκε το βιβλίο.

– Πότε έγινε η πρώτη σας γνωριμία με το έργο του Μπόρχες;
– Έγινε το 1972 στη Ρώμη, με έναν τρόπο αποκαλυπτικό για μένα. Ξεφυλλίζοντας βιβλία σε ένα βιβλιοπωλείο το μάτι μου έπεσε στην αρχή ενός διηγήματος που μιλούσε για μια βιβλιοθήκη: σε μια φράση που με καθήλωσε. Δεν είχα συναντήσει τέτοιον τρόπο γραφής. Το όνομα του συγγραφέα μού ήταν άγνωστο. Αγόρασα το βιβλίο. Ήμουν τυχερός που αυτή η πρώτη γνωριμία ήταν μέσω ιταλικής μετάφρασης, δηλαδή από γλώσσα που βρίσκεται πιο κοντά στα ισπανικά απ’ ό,τι κάθε άλλη. Σε λίγο έμαθα τα ισπανικά για να μπορώ να τον διαβάζω στο πρωτότυπο.

– Ο Μπόρχες έζησε τη ζωή του μέσα από τα βιβλία. Κατά πόσο τον επηρέασαν στο να γίνει συγγραφέας;
– Ο Μπόρχες έζησε όλη του τη ζωή μέσα στα βιβλία, τόσο στην οικογενειακή βιβλιοθήκη του όσο και ως διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αργεντινής. Ο ίδιος ως πρώτη ιδιότητά του δηλώνει εκείνη του αναγνώστη. Η πρωτοτυπία του ως συγγραφέα έγκειται στο γεγονός ότι αδιαφορεί για την πρωτοτυπία. Πολλά κείμενά του είναι δημιουργικές “επανεγγραφές” από κείμενα άλλων συγγραφέων, όμως πάντοτε με δικό του πρωτόγνωρα καινοφανές ύφος. Γιατί για τον Μπόρχες η εμπειρία των βιβλίων δεν είναι μόνο αναγνωστική εμπειρία αλλά και εμπειρία ζωής, της ζωής που βρίσκεται αποσταγμένη στα βιβλία μέσα από τη διαδικασία της γραφής. Γι’ αυτό η λογοτεχνία του Μπόρχες είναι λογοτεχνία διπλής αποστάξεως.

– Ποια είναι η σχέση του έργου του με το έργο του Καβάφη;
– Ο Μπόρχες δεν γνώριζε την ποίηση του Καβάφη, γιατί, όταν αυτή πρωτομεταφράστηκε στα ισπανικά, αυτός ήταν ήδη τυφλός. Ωστόσο η γραφή του μοιάζει με την καβαφική (πιστεύω ότι όλο το έργο του, ανεξαρτήτως μορφής, είναι ποιητικό), γιατί η γραφή και των δύο διαμορφώθηκε μέσα από την ανάγνωση, πάνω-κάτω, των ίδιων αγγλικών βιβλίων, έτσι ώστε να εμφανιστούν ως οι μόνοι μοντερνιστές που πορεύτηκαν στον δρόμο του μοντερνισμού –ακριβέστερα: που χάραξαν έναν δρόμο μοντερνισμού– μέσα από μια περιοχή έκφρασης που βρίσκεται έξω από τον δρόμο που άνοιξαν οι άλλοι πρωτοπόροι. Εννοώ την έκφραση της ειρωνικής γραφής, εκείνη που με τα λιγότερα λόγια λέει τα περισσότερα πράγματα.

– Ποιοι συγγραφείς έφεραν πρώτοι το έργο του Μπόρχες και το έκαναν γνωστό στην Ελλάδα; Είναι σήμερα δημοφιλές το έργο του;
– Ένα ποίημα του Μπόρχες –υπό το όνομα Μπορζέ– μεταφρασμένο αδέξια από τα γαλλικά δημοσιεύτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1940. Δύο πεζά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά είκοσι χρόνια αργότερα, ενώ βιβλία με διηγήματά του (Η αναφορά του Μπρόντι, Λαβύρινθοι, Ιστορίες, μεταφρασμένα από τους Κ. Νταβέλη – Χ. Τσαμαδού, Ν. Κατσάνη και Κάτια Γουίλσον, αντιστοίχως) εμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Σημαντικό είναι το Αφιέρωμα στον Μπόρχες (1983) του περιοδικού Χάρτης. Σήμερα το έργο του Μπόρχες είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στον τόπο μας, χάρη στις μεταφράσεις ποιημάτων του από τον Δημήτρη Καλοκύρη και πεζών του από τον Αχιλλέα Κυριακίδη.

– Ποια ήταν η απήχησή του στο δικό σας έργο;
– Η απροσδόκητη ανακάλυψη της γραφής του Μπόρχες, που περιέγραψα, τροποποίησε εκ βάθρων τις λογοτεχνικές μου πεποιθήσεις, διεύρυνε τη λογοτεχνική μου συνείδηση. Αντιλήφθηκα ξαφνικά αυτό που διαισθανόμουν αλλά δεν τολμούσα να παραδεχτώ: ότι η λογοτεχνία είναι αποτύπωση ζωής συμπυκνωμένης και ως εκ τούτου εμπειρία βαθύτερη από εκείνη της τρέχουσας ζωής. Αυτό υποδηλώνει ο “μαθηματικός” τίτλος του βιβλίου μου (Η λογοτεχνία στο τετράγωνο, δηλαδή η λογοτεχνία υψωμένη στον εαυτό της), που τον δανείστηκα από ένα χωρίο του Ίταλο Καλβίνο για τον Μπόρχες. Η εμπειρία της γραφής του Μπόρχες ενίσχυσε το ειρωνικό στοιχείο που υπήρχε στα ποιήματά μου και στα κριτικά μου κείμενα.

– Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από την αναγόρευσή του, το 1984, σε επίτιμο διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο Κρήτης;
– Ο Μπόρχες έφτασε στο Ρέθυμνο έξι μέρες πριν από την αναγόρευσή του. Έτσι είχαμε την ευτυχία να ζήσουμε και τον άνθρωπο Μπόρχες από κοντά. Μας εξέπληξε η χαρά του που τον τιμούσε το Πανεπιστήμιο Κρήτης, με τον μυθικό Λαβύρινθο της οποίας, όπως έλεγε, το έργο του ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένο. «Βρισκόμαστε όλοι μέσα του», είπε σε μια στιγμή• «ευτυχώς. Γιατί αυτό που μας κρατάει και που δίνει νόημα στην ανθρώπινη ζωή είναι η αναζήτηση της εξόδου». Στη ζωή μου έχω γνωρίσει πολλούς ψευδομετριόφρονες. Δεν γνωρίζω συγγραφέα (μείζονα ή ελάσσονα) σεμνότερο από αυτόν.