Συνέντευξη του Παναγιώτη Καρώνη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

“Ο Λαπαθιώτης έζησε πραγματικά σαν ποιητής,
έκανε δηλαδή ποίηση την ίδια τη ζωή του”

Ο Παναγιώτης Καρώνης γεννήθηκε στη Νεστάνη της Αρχαίας Μαντινείας, στην Αρκαδία. Έχει παρουσιάσει τη ζωγραφική του σε πέντε ατομικές εκθέσεις σε Αθήνα και Πάτρα.
Έχει κυκλοφορήσει έως τώρα εννέα βιβλία γύρω από τη λαογραφία, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία.
Ζει, ζωγραφίζει και γράφει μεταξύ της Νεστάνης και της πόλεως των Πατρών.

Eρ.: Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου «Οι μονόλογοι του καημένου του Αντωνάκη», εκδόσεις “Το Δόντι”;
Απ. :Η ιδέα ήταν να κυκλοφορήσει ένας τόμος με τα αθυρόστομα – σατιρικά ποιήματα του Λαπαθιώτη που έως τώρα δεν είχαν συμπεριληφθεί σε καμιά έκδοση των ποιητικών Απάντων του. Για να είμαστε, όμως, δίκαιοι να προσθέσουμε πως τόσο το περιοδικό «Η λέξη» στο τεύχος 33 που ήταν αφιερωμένο στον ποιητή (1984), όσο και το περιοδικό «Νέα Σύνορα» στα τεύχη 6 και 7 (1970) παρουσίασαν ανέκδοτα σατιρικά ποιήματα του Λαπαθιώτη που περιέχει και η παρούσα έκδοση – μάλιστα «Η λέξη» παρουσίασε τα αυτόγραφα.

Ερ.: Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε από την προσωπικότητα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη;
Απ.: Πολλά, και πρώτα απ᾿ όλα το γεγονός πως ήταν ένας άνθρωπος ειλικρινής, αφού όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά έλεγε: «δεν είμαι άνθρωπος να κρύβω τα αισθήματά μου, ή να κανονίζω, υπολογισμένα, τη στάση μου απ ̓ τα συμφέροντά μου». Πώς να μην θαυμάσεις έναν τέτοιο άνθρωπο; Πέραν τούτου ο Λαπαθιώτης έζησε πραγματικά σαν ποιητής, έκανε δηλαδή ποίηση την ίδια τη ζωή του• όπως αναφέρει και ο Βασίλης Ραφαηλίδης:
«Ο Λαπαθιώτης πραγμάτωσε όσο κανείς εδώ στον τόπο μας το αίτημα του Νίτσε, τον οποίο γνώριζε και αγαπούσε, για την αναγκαιότητα του “αισθητικώς ζην”. Έχει μεγαλύτερη σημασία να ζεις και να φέρεσαι σαν γνήσιος ποιητής, παρά να γράφεις ποιήματα στα πλαίσια μιας κάποιας εργασιοθεραπείας της νεύρωσής σου, ίσα-ίσα γιατί δεν ξέρεις να πλέκεις ή να κεντάς. Στο κάτω-κάτω, έτσι δεν κινδυνεύεις να γίνεις γελοίος σαν ποιητής. Το πολύ-πολύ να γίνεις γελοίος στα μάτια κάποιων ηλιθίων, που δεν θα καταλάβουν ποτέ τη σημασία της νιτσεϊκής πρότασης για το “αισθητικώς ζην”, λες και η ζωή θα μπορούσε να είναι και τίποτα άλλο εκτός από ένα αισθητικό γεγονός, όπως λέει και ο δάσκαλος του Λαπαθιώτη Όσκαρ Ουάιλντ».

Ερ.: Ο ποιητής, έζησε μια ζωή άνετη και είχε σπουδαία μόρφωση. Αυτά τα εφόδια τον βοήθησαν στη συνέχεια της ζωής του;
Απ.: Η τεράστια παιδεία του, αναμφισβήτητα, τον βοήθησε πολύ στο έργο του, ήταν γλωσσομαθής, αλλά κυρίως γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα• και μιλάω για όλες τις ιστορικές της περιόδους. Υπάρχουν νεανικά κείμενά του σε άπταιστη καθαρεύουσα, όμως, ως γνωστόν, η γλώσσα που επέλεξε να εκφραστεί ήταν η δημοτική, και βέβαια από το έργο του δεν απουσιάζουν και οι μεταφράσεις. Από την άλλη, ποτέ δεν θέλησε να εξαργυρώσει την πραγματικά, σπουδαία παιδεία του, αναζητώντας κάποια θέση, ακόμα και όταν αντιμετώπιζε μεγάλο οικονομικό πρόβλημα.

Ερ.: Οι πρώτες του δημοσιεύσεις φανερώνουν ένα μεγάλο ταλέντο. Ποιοι έγραψαν για το έργο του;
Απ.: Τέλλος Άγρας, Τάκης Παπατσώνης, Κλέων Παράσχος κ.ά. από τους νεώτερους ο Τάκης Σπετσιώτης και ο Τάσος Κόρφης που με τις μελέτες τους και τα βιβλία τους -ο Σπετσιώτης και με την ταινία του- πραγματικά, επανεκκίνησαν το ενδιαφέρον για τον ποιητή. Στην εκτενέστατη βιβλιογραφία που παραθέτω βλέπουμε αναλυτικά τα δοκίμια, τα άρθρα και γενικά τα κείμενα που γράφτηκαν μέχρι σήμερα για τον Λαπαθιώτη.

Ερ.: Δημοσίευσε και έγραψε σε πολλά περιοδικά. Ποιο ήταν το κίνητρο που τον έκανε να είναι ενεργός πολίτης στα ελληνικά γράμματα;
Απ.: Πολλές φορές έγραφε με αφορμή τη ρέουσα πραγματικότητα, π.χ. το ποίημά του «Stabat Mater Dolorosa», γραμμένο το 1912, που μιλάει για τις χαροκαμένες απ᾿ τον πόλεμο μάνες, αλλά και πολλά ποιήματά του γράφτηκαν με αφορμή προσωπικά του βιώματα, π.χ. στο ποίημα «Νύχτα με φεγγάρι», όπως ο ίδιος είχε δηλώσει: «Αφηγούμαι μια προσωπική μου ιστορία».

Ο Λαπαθιώτης ήταν άτομο που ενδιαφέρονταν για τα γεγονότα της εποχής του και είχε συγκεκριμένη, σταθερή πολιτική θέση την οποία δεν δίσταζε να εκφράσει και γραπτώς. Τα πολιτικά σατυρικά ποιήματα που παρουσιάζουμε εδώ, όπως λέει και ο Φαίδρος Μπαρλάς: «φανερώνουν συγχρόνως ότι ο esthète και ωραιοπαθής Λαπαθιώτης κάθε άλλο ήταν παρά κλεισμένος στον ελεφάντινο πύργο του και κάθε άλλο παρά αδιάφορος γι ̓ αυτό που λέμε πολιτική». Το 1917, μάλιστα, το εξαιρετικά επιθετικό για τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α᾿ ποίημά του με τίτλο «Η κατάρα», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Αιγύπτου «Φοίνικας», τον έφερε σε ρήξη με το περιοδικό. Αλλά δεν δίστασε με κείμενά του να εναντιωθεί και σε αρνητικές κριτικές γύρω από το έργο τού Καβάφη, υπερασπιζόμενος τον μεγάλο Αλεξανδρινό μας με τον οποίο είχε γνωριστεί και προσωπικά κατά την παραμονή του στην Αίγυπτο το 1917.

Ερ.: Η ποίηση του είναι ερωτική. Πολύ γνωστό είναι το ποίημα «Ερωτικό» που το τραγούδησε η Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Απ.: Διαβάζοντας Ησίοδο βλέπουμε πως ο Έρως είναι από τα αρχέγονα στοιχεία της Δημιουργίας, αφού προκάλεσε με την ενέργειά του που εξέκλειε την ένωση των στοιχείων εκείνων από τα οποία προήλθε η ζωή, και όπως μας παραδίδει ο Ευριπίδης: Ἔρωτα δ’ ὅστις μὴ θεὸν κρίνει μέγαν καὶ τῶν ἁπάντων δαιμόνων ὑπέρτατον, ἢ σκαιὸς ἐστιν ἢ καλῶς ἄπειρος ὤν οὐκ οἶδε τὸν μέγιστον ἀνθρώποις θεόν.

Οπότε, από αυτόν το θεό δεν γλυτώνει κανένας, και η ποίηση, μια και είναι δημιουργία και αυτή, δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει το ερωτικό στοιχείο. Βέβαια η ποίηση δημιουργεί τη δική της «πραγματικότητα», όπως γράφω και στην εισαγωγή μου: «ποίηση και πραγματικότητα δεν μπορεί να ταυτίζονται, να συμπορεύονται, αλλά να αλληλοεπηρεάζονται, αντλώντας η μια από την άλλη».
Τώρα το «Ερωτικό» είναι ένα σπουδαίο ποίημα, γραμμένο για συγκεκριμένο πρόσωπο της ζωής του που βρέθηκε αδημοσίευτο στα κατάλοιπά του• έτυχε δε εξαιρετικής μελοποίησης από τον Ν. Ξυδάκη. Αναφέρω στο βιβλίο την ιστορία του αναλυτικά, όπως παραθέτω και τους συνθέτες που μελοποίησαν Λαπαθιώτη – που δεν είναι και λίγοι.

Ερ.: Εντύπωση μου προκάλεσε το χρονολόγιο όπως και η κριτική ανάλυση της ποίησης του Λαπαθιώτη. Πόσο καιρό κάνατε για αυτή την έρευνα;
Απ.: Ασχολούμαι αρκετά χρόνια με τον Λαπαθιώτη διαβάζοντας και συλλέγοντας στοιχεία. Σχεδόν όλα τα βιβλία και περιοδικά από τα οποία αντλώ στοιχεία βρίσκονται στη βιβλιοθήκη μου. Προσπάθησα να δώσω ένα εμπεριστατωμένο χρονολόγιο έχοντας ως βάση το χρονολόγιο πού παρουσιάζει ο Κόρφης, το οποίο συμπλήρωσα και «διόρθωσα» με την έρευνά μου – πάντα στο μέτρο τού δυνατού.

Ερ: Γράφετε ότι το αρχείο του και τα ποιήματά του δεν έχουν δημοσιευτεί σε μια συνολική έντυπη δουλειά, που να προβάλλει το έργο του. Για ποιο λόγο;
Απ.: Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια. Δεν έχουμε, όπως συμβαίνει με άλλους λογοτέχνες μας, τα άπαντά του σε μια σειρά. Αποσπασματικά βγαίνουν βέβαια κατά καιρούς κείμενά του, όπως έχουμε και διαδοχικές ανατυπώσεις των ποιημάτων του, που όλο και συμπληρώνονται, αλλά λείπει μια συγκεντρωτική έκδοση τού συνόλου τού έργου του το οποίο περιλαμβάνει: ποιήματα (έμμετρα και πεζά), έμμετρα θεατρικά έργα, διηγήματα, νουβέλες, άρθρα, στοχασμούς, αισθητικά και κριτικά δοκίμια, μελετήματα, ημερολογιακές σημειώσεις, παρτιτούρες κ.λπ. Σκεφτείτε πως η πρώτη μεταθανάτια έκδοση των ποιημάτων του βγήκε το 1964, είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του, και δεν συμπεριλάμβανε το σύνολο του ποιητικού του έργου, μια και ο Άρης Δικταίος πού την επιμελήθηκε γράφοντας και το εισαγωγικό κείμενο, δεν προχώρησες σε έρευνα αλλά καταχώρησε όσα είχε μπρος του. Και αυτό από τον φόβο να μην τον προλάβουν άλλοι. Παρ᾿ όλ᾿ αυτά, η έκδοση αυτή είναι σημαντική αλλά και καλαίσθητη, πάνω της δε βασίστηκαν όλες οι μετέπειτα ανατυπώσεις τού ποιητικού έργου τού Λαπαθιώτη.

Ερ.: Στο μόνο βιβλίο που έχουμε και που μιλά ο ίδιος ο ποιητής είναι με τον τίτλο: Η ζωή μου. Πώς σώθηκε αυτή η μαρτυρία;
Απ.: Το 1924 εγκαινίασε τη συνεργασία του με το νεοεκδιδόμενο λαϊκό περιοδικό ποικίλης ύλης «Μπουκέτο», μια συνεργασία πού συνεχίστηκε σταθερά μέχρι το τέλος τής ζωής του, το 1944. Σε αυτό το έντυπο βρήκαν την εκδοτική τους στέγη πολλά ποιήματά του, διηγήματα, πεζογραφήματα, και βέβαια η αυτοβιογραφία του, που κυκλοφόρησε σε συνέχειες, από τις 28.4.1940 ως τις 14.11.1940. Το 1986 κυκλοφόρησε συγκεντρωμένη σε έναν τόμο από τις Εκδόσεις Στιγμή με τίτλο «Η ζωή μου – Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας» σε φιλολογική επιμέλεια, σημειώσεις και σχόλια του Γιάννη Παπακώστα και το 2009 τυπώθηκε ξανά από τις Εκδόσεις Κέδρος. Η αυτοβιογραφία του σταματάει, βέβαια, το 1917, αφήνοντας απέξω μεγάλο κομμάτι της ζωής του, παραμένει όμως ένα σπουδαίο κείμενο γιατί, πέρα από τα προσωπικά, έχουμε τη ματιά του ποιητή πάνω σε σημαντικά γεγονότα της εποχής τα οποία έζησε. Είναι ένα βιβλίο πού συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όλον τον κόσμο.

Ερ.: Πέρα από το δοκίμιο για τον ποιητή, περιλαμβάνετε και ανέκδοτα ποιήματα του Λαπαθιώτη. Πού τα ανακαλύψατε;
Απ.: Δυστυχώς το αρχείο και η σπουδαία βιβλιοθήκη του Λαπαθιώτη, και γενικά το έργο του, δεν είχε την τύχη να το αναλάβει κάποιος και να το διαφυλάξει• σήμερα βρίσκεται σκόρπιο, άλλο χειρόγραφο και άλλο τυπωμένο, σε αρχεία, περιοδικά –δυσεύρετα πια– και εφημερίδες της περιόδου 1905-1944, καθώς και σε συλλογές (ιδιωτικές και ιδρυμάτων). Βέβαια, οφείλω να αναφέρω εδώ, πως στο χαοτικό χώρο του διαδικτύου κυκλοφορούν διάφορα σατυρικά ποιήματά του, κυρίως τα αθυρόστομα.

Ερ.: Μου άρεσαν και τα σχέδια που έχετε ζωγραφίσει. Δίνετε μια άλλη διάσταση. Πώς καταφέρατε να τα συνδυάσετε με την ποίηση του σπουδαίου δημιουργού;
Απ.: Ο ίδιος ο Λαπαθιώτης σε ποίημα τής συλλογής με τίτλο «Αγγελία», γράφει πως όποιοι ενδιαφέρονται, ας παραγγείλουν τα ποιήματα της συλλογής «και θα τάχουν με εικόνας», έτσι ακολουθώντας τις «υποδείξεις» του ποιητή για έκδοση με εικόνες, κοσμήσαμε τη συλλογή με μια σειρά ζωγραφικών σχολίων. Τα σχόλια αυτά, βέβαια, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν εικονογράφηση της συλλογής, δηλαδή μετάπλαση των ποιημάτων σε εικόνες –αυτό το αφήσαμε στην τολμηρή φαντασία τού αναγνώστη–, αλλά μια προσπάθεια να συνομιλήσουμε με το έργο του ποιητή μέσω της ζωγραφικής γλώσσας – να ξαναγράψουμε, αν προτιμάτε, ποιήματά του με τα υλικά τού ζωγράφου. Πιστεύω δε πως η ποίηση δεν εικονογραφείται, απλά, δίνει εναύσματα στον ζωγράφο…

Ερ.: Είσαστε ικανοποιημένος από την έκδοση του βιβλίου σας;
Απ.: Πολύ. Το ζητούμενο ήταν να βγει μια καλαίσθητη έκδοση που ο αναγνώστης θα χαίρεται που την κρατάει στα χέρια του και την ξεφυλλίζει, αλλά κυρίως, θα του κινεί το ενδιαφέρον να τη διαβάσει…

Ερ.: Τι σημαίνει για εσάς να εκδίδετε το βιβλίο σας σε ένα εξαιρετικό εκδοτικό οίκο της επαρχίας;
Απ.: Πάντα μου άρεσαν οι μικροί εκδοτικοί οίκοι που αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως έργο τέχνης και που με μια ματιά ξεχωρίζεις τις προσεγμένες δουλειές τους στην προθήκη και τα ράφια ενός βιβλιοπωλείου• βέβαια δεν θα πρέπει να λησμονούμε και την εμπορική πλευρά του θέματος γιατί ένας εκδοτικός οίκος είναι συγχρόνως και μια επιχείρηση… Πιστεύω πως το όλο πρόβλημα έγκειται στην παιδεία μας, εκεί πρέπει να δοθεί η μάχη προκειμένου να κερδίσουμε αναγνώστες• άτομα δηλαδή που θα αγαπήσουν το βιβλίο και θα μυηθούν στη μαγεία της ανάγνωσης. Έχω την αίσθηση ότι τα σχολειά μας δεν βοηθάνε και πολύ προς αυτή την κατεύθυνση, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα, με τον τρόπο που λειτουργούν σπρώχνουν τους νέους μακριά από το βιβλίο…

Ερ.: Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν το βιβλίο;
Απ.: Να το διαβάσουν με ανοιχτό μυαλό… στα πολιτικά σατυρικά ποιήματα δε, να αναζητήσουν και σημερινές αντιστοιχίες…
Αξίζει να παραθέσω το «Επίγραμμα», που αναφέρεται στη γελοία απόφαση της δικτατορίας Παγκάλου που έλεγε πως: «Το κατώτατον άκρον της φούστας δέον να απέχει από του εδάφους 30 εκατοστά του μέτρου». Και ήταν πράγματι απείρου κάλλους οι σκηνές που διαδραματίστηκαν στους δρόμους της Αθήνας, καθώς οι αστυνομικοί, με τις μεζούρες στο χέρι, έκαναν ελέγχους μετρώντας το μήκος των φουστών. Την ίδια περίοδο είχε παρθεί και απόφαση η οποία όριζε πως τα νυχτερινά κέντρα θα κλείνουν στις 1. Ο Λαπαθιώτης, λοιπόν, μαθαίνοντας τις παραπάνω αποφάσεις, γράφει:
«Όταν η φούστα κατεβεί, και κάθε κέντρο κλείσει κι αρσενικών και θηλυκών περισταλεί το μένος,
– χαρά στον τόπο το λαμπρό, που θα γενεί ξωκλήσι
κι όμορφος κόσμος ηθικός… παγκαλικά πλασμένος!»