Συνέντευξη του Παντελή Μπουκάλα στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελης

Ο Παντελής Μπουκάλας γεννήθηκε το 1957 στο Λεσίνι του Μεσολογγίου. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών. Δημοσιογραφεί στην Καθημερινή. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης Αλγόρυθμος (1980), Η εκδρομή της ευδοκίας, Ο μέσα πάνθηρας, Σήματα λυγρά, Ο μάντης, Οπόταν πλάτανος, Ρήματα (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2010) και Μηλιά μου αμίλητη (2019). Επίσης έναν τόμο με βιβλιοκριτικές υπό τον τίτλο Ενδεχομένως –Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, δύο τόμους υπό τον τίτλο Υποθέσεις, με επιφυλλίδες του στην Καθημερινή της Κυριακής, και τους τρεις πρώτους τόμους της σειράς « Πιάνω γραφή να γράψω… : Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι » ( Όταν το ρήμα γίνεται όνομα : Η αγαπώ και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου 2017. Το 2018 έγινε διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Ερ.: Πώς ξεκινάτε τη συγγραφή ενός βιβλίου;
Απ.: Εξαρτάται από το είδος του βιβλίου, αν πρόκειται δηλαδή για μελέτη, για θεατρικό ή για ποιήματα. Στη σειρά μελετημάτων μου με τίτλο «Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι», το περιεχόμενο κάθε τόμου (έχουν ήδη εκδοθεί τέσσερις) είναι προσδιορισμένο στο αρχικό εκδοτικό σχέδιο. Εδώ απαιτείται διάβασμα πολύ, ώστε να συγκεντρωθεί η πρώτη ύλη. Κι έπειτα πρέπει να βρεις ένα αφηγηματικό νήμα για τον αναγνώστη.
Τα ποιήματα βέβαια δεν τα προγραμματίζεις εσύ. Είναι αδύνατο, για να μην πω αδιανόητο, να πει ο ποιητής ότι θα γράψει βάσει ωραρίου, όπως συμβαίνει με πολλούς μυθιστοριογράφους, και φυσικά με όλους τους μεταφραστές. Η ποίηση είναι απροσδόκητη, αιφνιδιαστική, δεν ακολουθεί προγράμματα και ωράρια.Και συνήθως είναι νυκτόβια.
Τα ποιητικά μου βιβλία δεν είναι όλα της ίδιας λογικής ή τεχνικής. Ορισμένα, όπως τα «Ρήματα», είναι συλλογή ποιημάτων. Άλλα φιλοξενούν ένα εκτενές συνθετικό ποίημα. Ο«Μάντης», για παράδειγμα, είναι η ποιητική ανάπλαση του μυθικού βίου του μάντη Τειρεσία.

Ερ.: Τι σας ώθησε να γράψετε το βιβλίο «Ο Χριστός στα χιόνια: Εφτά νύχτες στον κόσμο του Αντρέι Ταρκόφσκι» (εκδόσεις Άγρα);
Απ.: Η ιδέα να καταπιαστούμε με τον βίο και το έργο του σπουδαίου Ρώσου κινηματογραφιστή και στοχαστή Αντρέι Ταρκόφσκι ήταν της μουσικού Δήμητρας Τρυπάνη. Με τη Δήμητρα είχαμε συνεργαστεί αρμονικότατα και το 2018. Τότε μού είχε αφηγηθεί μια βαριά ιστορία, μια γυναικοκτονία στη Μάνη, στα μέσα του 19ου αιώνα, και μου ζήτησε να την αναπλάσω ποιητικά, με απόλυτη ελευθερία. Τη γυναίκα, Μηλιά την έλεγαν, την είχαν σκοτώσει ο ίδιος ο πατέρας και οι τέσσερις αδερφοί της, «για να ξεπλύνουν την ντροπή», όπως όριζε ο «κώδικας τιμής» στις άκρως συντηρητικές πατριαρχικές κοινωνίες μας. Είχε προκύψει λοιπόν τότε το μουσικό θεατρικό έργο «Η αμίλητη», που είχε παιχτεί το Φεστιβάλ των Παξών και στην Εναλλακτική Λυρική Σκηνή, καθώς και το βιβλίο μου «Μηλιά μου αμίλητη».
Μέσα στην πανδημία, που συντάραξε την προσωπική και την συλλογική ζωή μας και κλόνισε πολλά από τα «δεδομένα» μας, αρκετοί ζήτησαν αποκούμπι στην τέχνη. Η Τρυπάνη είχε την καλή ιδέα να ζητήσουμε κατά κάποιον τρόπο τη βοήθεια του Ταρκόφσκι. Ενός δημιουργού που και στις ταινίες του και στα βιβλία του στοχάστηκε βαθιά για την κοινή μοίρα των ανθρώπων αλλά και για το ίδιο το νόημα της ύπαρξης. Μου παράγγειλε λοιπόν να γράψω (και πάλι απολύτως ελεύθερα) ένα ποιητικό κείμενο με το έργο του Ταρκόφσκι στον πυρήνα του.
Έτσι γεννήθηκε η μουσική παράσταση «Αντρέι», που ανέβηκε στη Εθνική Λυρική Σκηνή. Το πλήρες κείμενό μου εκδόθηκε από την «Άγρα» σε βιβλίο, που είχε τον δικό του τίτλο.

Ερ.: Ο τίτλος «Ο Χριστός στα χιόνια: Εφτά νύχτες στον κόσμο του Αντρέι Ταρκόφσκι», είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Απ.: Ο τίτλος «Ο Χριστός στα χιόνια», προδήλως παπαδιαμαντικός, υποδηλώνει τη μετακίνηση του Ιησού από τη θερμή Παλαιστίνη στην παγωμένη Ρωσία. Ο υπότιτλος «Εφτά νύχτες στον κόσμο του Αντρέι Ταρκόφσκι» βασίζεται στο γεγονός ότι ο Ρώσος σκηνοθέτης δημιούργησε συνολικά εφτά ταινίες. Έπλασε δηλαδή τον δικό του κινηματογραφικό κόσμο σε εφτά «μέρες», κάτι που μου υπαγόρευσε τη σύνδεση με την επταήμερη βιβλική κοσμογονία. Είπα λίγο πριν πως η ποίηση είναι νυκτόβια. Φαντάστηκα λοιπόν τον Ταρκόφσκι να δουλεύει και αυτός, σαν ποιητής που ήταν, τη νύχτα για να ετοιμάσει τα προπλάσματα που θα έπαιρναν ψυχή με το ξημέρωμα, μέσα από τη συνεργασία του με ηθοποιούς, τεχνικούς κ.ά.

Ερ.: Ο Ταρκόφσκι έχασε βίαιαMτην πατρίδα του ως τόπο, ως πνευματικό τρόπο ανάγνωσης και βίωσης του
κόσμου όμως δεν την έχασε ποτέ. Με ποιο τρόπο τα κατάφερε;
Απ.:Όπως έγραψε και η σύζυγός του, η ΛαρίσαΤαρκόφσκαγια, «ο Αντρέι είναι ένας κατεξοχήν Ρώσος καλλιτέχνης που, παρ’ όλα αυτά, ανήκει στον κόσμο ολόκληρο». Μπορεί η κομματική καλλιτεχνική γραφειοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης να τον ανάγκασε να εκπατριστεί το 1982, ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει ελεύθερος, δεν μπορούσε όμως ούτε και ήθελε να κόψει τις βαθιές πνευματικές ρίζες που τον συνέδεαν με τον ρωσικό τρόπο σκέψης, αυθεντικό εκπρόσωπο του οποίου θεωρούσε τον Ντοστογέφσκι. Ήθελε πάντα να σκηνοθετήσει μια βιογραφία του Ντοστογέφσκι αλλά δυστυχώς δεν το κατόρθωσε.

Ερ.: Στον Ταρκόφσκι διακρίνεται ο θεολογικός και θρησκευτικός στοχασμός. Έχει αυτό το γεγονός καμία σχέση
με τη στάση ζωής του και στην τέχνη;
Απ.:Οι κορυφαίοι Ρώσοι λογοτέχνες σκέφτηκαν για τα ανθρώπινα διά του θρησκευτικού και θεολογικού στοχασμού. Αυτόν τον δρόμο ακολούθησε και ο Ταρκόφσκι, όπως το βλέπουμε να εικονογραφείται θαυμάσια στην ταινία του «Αντρέι Ρουμπλιόφ», με φόντο τη μεσαιωνική Ρωσία. Πίστευε μάλιστα, και το είχε γράψει, ότι μέσα από την προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει τον εαυτό του, γνωρίζει και ο Θεός τον δικό του εαυτό, σε μια ατελεύτητη αλληλένδετη εξελικτική διαδικασία.
Για την καλλιτεχνική συνείδηση του Ταρκόφσκι, ένας σκηνοθέτης, ένας διανοητής γενικότερα, οφείλει να καταθέτει ερωτήματα και να τα διερευνά, όχι να δίνει έτοιμες, στρογγυλεμένες δογματικές απαντήσεις. Ένας καλλιτέχνης δεν είναι ούτε κόμμα ούτε ιερατείο. Δεν τα ξέρει όλα, δεν υποκρίνεται ότι τα ξέρει όλα, και αυτό ακριβώς είναι το μέγα πλεονέκτημά του.

Ερ.: Οι γραφειοκράτες δεν τον κατανόησαν αλλά τον ταλαιπώρησαν. Πώς ένιωσαν όταν ο ίδιος έγινε διάσημος πέρα από τα όρια της Ρωσίας;
Απ.:Οι λογοκριτές του δεν του ζήτησαν βεβαίως ποτέ συγγνώμη. Το αντίθετο. Ενώ βραβεύτηκε με το «Χρυσό Λιοντάρι», στο Φεστιβάλ της Βενετίας, ήδη το 1962, με την πρώτη του ταινία, επέτρεψαν να παιχτεί ο «Ρουμπλιόφ» στις Κάννες μόλις το 1969, με τρία χρόνια καθυστέρηση. Και ο «Καθρέφτης» επίσης είχε μείνει για πολλά χρόνια στο ράφι των μικρόμυαλων.

Ερ.:Οι ταινίες του θεωρούνται από τις καλύτερες στον κόσμο. Κατά πόσο η ίδια η ζωή και αυτά που του συνέβαιναν καθόρισαν το έργο του;
Απ.:Κάθε καλλιτέχνης αυτοβιογραφείται πλαγίως με το έργο του. Στις ταινίες του Ταρκόφσκι οι αναφορές στα παιδικά του χρόνια, στη μάνα και στον (απόντα, λόγω διαζυγίου) πατέρα του είναι πολλές. Αυτό το βλέπουμε κατεξοχήν στη «Νοσταλγία», που γυρίστηκε στην Ιταλία, το 1982, ήταν δηλαδή η πρώτη του ταινία εκτός πατρίδας.

Ερ.: Σήμερα είναι επίκαιρο το έργο του;
Απ.:Πάντα θα είναι επίκαιρο ένα έργο αισθητικά σαγηνευτικό και πνευματικά πολύ υψηλής στάθμης. Ο Ταρκόφσκι είχε πει πολλές φορές ότι δεν τον ενδιέφερε να κάνει κινηματογράφο που να προορίζεται γα τη μαζική κατανάλωση, να σκηνοθετήσει δηλαδή ταινίες με ρηχά αισθήματα και επιπόλαιη σκέψη. Γι’ αυτό και πάντα θα επιστρέφουμε στο έργο του οι παλαιότεροι, και πάντα θα υπάρχουν νεότεροι που θα τον ανακαλύπτουν και θα τον θαυμάζουν.

Ερ.: Αν και το βιβλίο είναι δημιούργημα της φαντασίας, ποια ήταν η τεχνική που χρησιμοποιήσατε για να πλησιάσετε την προσωπικότητα του Αντρέι Ταρκόφσκι;
Απ.:Είδα και ξαναείδα και τις εφτά ταινίες του Ταρκόφσκι, από τα «Παιδικά χρόνια του Ιβάν» του 1962 έως την ακροτελεύτια «Θυσία» του 1986, που τη γύρισε γνωρίζοντας ότι δεν θ’ αργήσει να πεθάνει από τον καρκίνο που τον βασάνιζε. Ξαναδιάβασα προσεχτικά τα βιβλία του, το «Μαρτυρολόγιο» δηλαδή και το «Σμιλεύοντας το χρόνο», καθώς και τα ποιητικά βιβλία του πατέρα του, του Αρσένι Ταρκόφσκι, που έχουν εκδοθεί μεταφρασμένα στα ελληνικά. Το βιβλίο μου αποτελείται από εφτά κεφάλαια, όσα και οι ταινίες. Σε κάθε κεφάλαιο προσπάθησα να αναδείξω έναν από τους ήρωες της αντίστοιχης ταινίας, με τη δική μου οπτική, ή ένα από τα πρωτεύοντα θέματά της. Το κείμενό μου, στο σύνολό του, είναι ένας διάλογος με τον Ταρκόφσκι.Ένας αναστοχασμός πάνω στα θέματα που έθιξε ο ίδιος με ευαισθησία, πληρότητα και βαθιά έγνοια για τον άνθρωπο και τη μοίρα του.