Συνέντευξη του ποιητή Αντώνη Φωστιέρη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Αντώνης Φωστιέρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και Ιστορία Δικαίου στο Παρίσι.
Εκδότης και διευθυντής του περιοδικού Η Νέα Ποίηση (1974-1976), συνδιευθυντής της ετήσιας έκδοσης Ποίηση (1975-1981), συνεκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Η Λέξη (1981-2010). Του έχουν απονεμηθεί το Διεθνές Βραβείο Καβάφη (1993), το Βραβείο Βρεττάκου του Δήμου Αθηναίων (1998), το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (2004), το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού Διαβάζω (2004) και, για το σύνολο του έργου του, το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών (2010). Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε με την αφορμή της έκδοσης της ποιητικής συλλογής με τον τίτλο: «Ζωγραφική συνομιλία με την Ποίηση» (εκδόσεις Καστανιώτη).

– Η νέα σας ποιητική συλλογή έχει τίτλο: «Ζωγραφική συνομιλία με την Ποίηση» (εκδόσεις Καστανιώτη). Στην πραγματικότητα μπορεί να λάβει χώρα μια συνομιλία της ζωγραφικής με την ποίηση;

– Η ποίηση συνομιλεί πρωτίστως με την αληθινή ζωή, την εσωτερική και την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά συνομιλεί συχνά και με όλες τις Τέχνες. Υπάρχουν ακόμη και μεικτές μορφές, γνωστές σε όλους μας, που προκύπτουν από τέτοιες επαφές, όπως είναι το τραγούδι στον χώρο της μουσικής ή το ποιητικό θέατρο στον χώρο της δραματουργίας. Η συνομιλία της ποίησης με τη ζωγραφική έχει ξεκινήσει πριν πολλούς αιώνες και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, καθώς στηρίζεται σε πολλά κοινά σημεία, τόσο πολλά ώστε ο Σιμωνίδης ο Κείος, σύμφωνα με μαρτυρία τού Πλουτάρχου αποκαλούσε ”την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν” (τη ζωγραφική σιωπηλή ποίηση, ενώ την ποίηση ομιλούσα ζωγραφική). Βέβαια, αν μου επιτρέπεται να σχολιάσω τη ρήση του Σιμωνίδη, θα έλεγα πως τουλάχιστον στις μέρες μας η ποίηση πολύ σπάνια είναι ομιλούσα, αφού ο λόγος της είναι λόγος που διαβάζεται, όχι λόγος που ακούγεται. Άρα και οι δύο Τέχνες είναι πλέον εξίσου σιωπηλές.

– Στην πράξη, πώς βλέπετε να εκδηλώνεται αυτή η συνομιλία;

– Στις πιο πολλές περιπτώσεις προκύπτει μια εικονογράφηση του ποιητικού κειμένου, δηλαδή ένα είδος μετάφρασης του λόγου σε μορφή εικαστική. Ήδη από την αρχαιότητα οι μύθοι και τα έπη, κυρίως τα ομηρικά, προμήθευαν πληθώρα σκηνών που συναντάμε κυρίως στην επιφάνεια των αγγείων ή σε ψηφιδωτά, ενώ η ζωγραφική τής Δύσης, ιδιαίτερα της Αναγεννησιακής περιόδου, βρίθει από εικόνες αντλημένες από την ελληνική παράδοση και τα έργα των Τραγικών ποιητών. Αντίστροφα, πολλά ποιητικά έργα αναφέρονται σε εικαστικές δημιουργίες, με παλαιότερο παράδειγμα την Ιλιάδα, όπου περισσότεροι από εκατόν τριάντα στίχοι περιγράφουν καταλεπτώς τις ανάγλυφες εικαστικές παραστάσεις των πέντε ομόκεντρων κύκλων που έφερε η ασπίδα του Αχιλλέα, φτιαγμένη από τον Ήφαιστο. Στους αιώνες που ακολούθησαν, τα παραδείγματα από –και προς– τις δύο κατευθύνσεις πολλαπλασιάστηκαν, συχνά πετυχαίνοντας θαυμαστά αποτελέσματα.

– Εκτός από την εικονογραφική οδό, πώς αλλιώς διασταυρώνονται οι δύο αυτές Τέχνες;

– Σε σπανιότερες περιπτώσεις η συνάντηση γίνεται με υπόγειους διαύλους, όταν το κείμενο λειτουργεί ως ερέθισμα έμπνευσης και όχι ως μοντέλο για εικονοποιία και απαθανάτιση. Κάτι τέτοιο μπορώ να πω ότι συνέβη και στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου ο Γιάννης Ψυχοπαίδης δεν επιχείρησε μια κλασικού τύπου εικονογράφηση των ποιημάτων μου, αλλά ξεκίνησε από αυτά για να προχωρήσει σε μια πρωτότυπη σειρά ζωγραφικών έργων, στα οποία εγκιβωτίζονται τίτλοι και στίχοι, κυρίως όμως το κλίμα και η ατμόσφαιρα των ποιημάτων, σε μια πολυσήμαντη οπτική μεταφορά. Εν πάση περιπτώσει, η ποίηση ως γενικότερη αντίληψη και ως αισθητικό φαινόμενο μπορεί να εμποτίζει διαχρονικά την εικαστική δημιουργία, όπως και η ποίηση να αντλεί εικόνες και παραστάσεις που στη συνέχεια μεταβολίζει, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, σε λόγο.

– Άρα, μία Τέχνη μπορεί να προμηθεύει υλικό σε μιαν άλλη, σαν να πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία.

– Παραφράζοντας μια ρήση του Πωλ Ελυάρ θα ‘λεγα πως σίγουρα είναι σημαντικό αν ένα ποίημα αποτελεί προϊόν έμπνευσης, αλλά είναι ακόμη σημαντικότερο αν μπορεί με τη σειρά του να αποτελέσει αφορμή έμπνευσης για τη γέννηση ενός άλλου έργου. Συχνά ένα ποίημα, ένα διήγημα, ένας πίνακας ή ένα φιλμ, με την αισθητική συγκίνηση που δημιουργεί, δίνει το έναυσμα να γραφτεί ένα καινούργιο ποίημα, ένα πεζογράφημα ή ένα οποιοδήποτε άλλο έργο, που πολλές φορές δεν ανήκει στην ίδια μορφή Τέχνης με εκείνη του αρχικού ερεθίσματος. Και ούτε σημαίνει ότι του μοιάζει ή ότι έχει πάνω του σημάδια άμεσης επιρροής από εκείνο. Τις περισσότερες φορές είναι πολύ διαφορετικό, τόσο θεματικά όσο και μορφολογικά. Η κύρια σχέση που τα συνδέει είναι η πνευματική και ψυχική ευφορία, ο δημιουργικός ενθουσιασμός χάρη στον οποίο κινητοποιήθηκε ο κρυμμένος μηχανισμός και μπήκε σε λειτουργία η διαδικασία για την κυοφορία και τη γέννηση ενός καινούργιου, αυτόνομου έργου.

– Σ’ ένα ποίημά σας λέτε: ”Έξω παφλάζουνε τα χρώματα της μέρας/ Σκέψεις αισθήματα χαράζουν το κενό./ Κι εσύ κλεισμένος κλειδωμένος έγκλειστος/ Στους τέσσερις στίχους”. Χρειάζεται απόλυτη συγκέντρωση όταν γράφετε ποίηση;

– Φυσικά. Και μάλιστα, αφού ώς τώρα μιλάμε για τη σχέση της ποίησης με τη ζωγραφική, υπενθυμίζω πως ένα επιπλέον κοινό στοιχείο είναι το ότι και οι δύο είναι Τέχνες μονοπρόσωπες και αναπτύσσονται σε συνθήκες μοναχικότητας, ενώ πολλές από τις άλλες (το θέατρο, ο κινηματογράφος, ο χορός κλπ.) προϋποθέτουν τη συγκρότηση μικρότερων ή μεγαλύτερων ομάδων για να υπάρξουν. Ειδικά η ποίηση απαιτεί απόλυτη μόνωση και αποσύνδεση από το περιβάλλον, έτσι ώστε ο παραβολικός εγκλεισμός ”στους τέσσερις στίχους” του ποιήματος να εικονίζει τον εγκλεισμό στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου, ενός γραφείου, ενός ιδεατού κελιού όπου θα εκτίσεις την ποινή σου ή θα μονάσεις.