Συνέντευξη του συγγραφέα Alberto Garlini στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Η νουβέλα μου είναι μια μεταφορά της απόπειρας, η αγάπη και τα νιάτα να έρθουν στο προσκήνιο

Ο Αλμπέρτο Γκαρλίνι γεννήθηκε στην Πάρμα το 1969. Διευθύνει το λογοτεχνικό φεστιβάλ Pordenonelegge.it. Έχει δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές και δέκα μυθιστορήματα.

ΕΡ.: Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του μυθιστορήματος «Όλοι θέλουν να χορεύουν», εκδόσεις Πόλις;
ΑΠ.: Ήθελα να θυμηθώ τι σημαίνει να είσαι νέος, όλο τον πόνο που νιώθεις καθώς ενηλικιώνεσαι. Στη δεκαετία του 80 ήμουν ένας απελπισμένος νέος κι αυτό ίσως μ’ έκανε να παρεξηγήσω εκείνη την εποχή που την έζησα δίχως να καταλάβω την ομορφιά που έκρυβε βαθιά μέσα της. Τώρα αισθάνομαι όλα τα ωραία πράγματα που δεν μπορούσα να βιώσω σαν μια έντονη νοσταλγία που μπορεί να διακρίνει κανείς στους χαρακτήρες του βιβλίου μου : τα άγρια νιάτα, την λαχτάρα για διασκέδαση, τον πόνο, την ανικανότητα να ζήσεις ενώ την ίδια στιγμή βιώνεις κάτι τόσο βαθύ που σου προκαλεί ίλιγγο.

ΕΡ.: Ο τίτλος «Όλοι θέλουν να χορεύουν» είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
ΑΠ.: Ήταν μια φράση ενός διάσημου ιταλού D J, την άκουγες παντού. Έλεγε ότι ο ρυθμός της μουσικής τότε στην δεκαετία του 80, γινόταν πιο γρήγορος επειδή όλος ο κόσμος ήθελε να χορέψει κι ίσως είχε δίκιο. Ύστερα από την έξαρση της τρομοκρατίας, την βία του κράτους , τα ναρκωτικά, την ανεργία, την οικονομική κρίση, τον πληθωρισμό της δεκαετίας του 70, εμείς στην Ιταλία θέλαμε τουλάχιστον να μπορούμε να χορέψουμε.

ΕΡ.: Στο βιβλίο σας αναφέρεστε στην δεκαετία του 1980. Γιατί την θεωρείτε ιδιαίτερη σημαντική;
ΑΠ.: Η Μάργκαρετ Θάτσερ εκλέγεται το 1979, ο Ρόναλντ Ρήγκαν το 1980 κι όλος ο κόσμος αλλάζει. Ο νεοφιλελευθερισμός γίνεται το κυρίαρχο δόγμα κι όλα τα θέματα μοιάζουν να μπορούν να λυθούν μέσω της οικονομίας. Όμως αυτό που τώρα μας φαίνεται προφανές τότε δεν ήτα τόσο καθαρό . Ήταν μια περίοδος φωτεινή και ζοφερή την ίδια στιγμή, μια περίοδος όπου τα πράγματα μπορούσαν να αλλάξουν όμως αυτό δεν ήταν βέβαιο και δεν έχει νόημα να το αναλύουμε πολύ, αρκεί μόνο να πούμε ότι σήμερα είμαστε πια όλοι υποχείρια της οικονομίας. Και παρ’ όλα αυτά το να επιστρέφεις σε μια εποχή όπου όλα έμοιαζαν πιθανά είναι πολύ ωραίο για την φαντασία ενός συγγραφέα.

ΕΡ.: Τρεις νέοι ζουν τα καλύτερα χρόνια τους. Τα όνειρα και οι προσδοκίες των νέων εκείνης της εποχής είχαν ελπίδες να πραγματοποιηθούν;

ΑΠ.: Το να ζεις στη δεκαετία του 80 σήμαινε τις πιο πολλές φορές , ότι είχες χάσει την πίστη σου στην ουτοπία, αυτήν την πολιτική αντίληψη που κυριαρχούσε την προηγούμενη δεκαετία. Πλέον αυτό που επικρατούσε ήταν μια διάθεση για κάτι καλύτερο σε προσωπική βάση, στην οικογένεια, στην φιλία, στην αγάπη, όμως κανείς δεν είχε ιδέα για το πως θα μπορούσαν όλα αυτά να γίνουν αληθινά, η ανησυχία και η αγωνία που νιώθουν οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος μου προέρχονται από αυτήν την αβεβαιότητα. Όπως είπε ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού «όπου δεν υπάρχει αγάπη δώσε αγάπη και στο τέλος θα βρεις αγάπη». Νομίζω ότι η νουβέλα μου είναι μια μεταφορά αυτής της απόπειρας η αγάπη και τα νιάτα να έρθουν στο προσκήνιο καθώς ο αδυσώπητος νέο – φιλελευθερισμός έμοιαζε να τα σκάζει όλα. Ήταν μια απελπισμένα, γενναία, τρελή απόπειρα που δεν είχε επίγνωση της συνολικής κατάστασης και ήταν καταδικασμένη να αποτύχει, αυτό ακριβώς δηλαδή που μ’ αρέσει σαν δημιουργό και σαν άνθρωπο.

ΕΡ.: Η διήγηση συνοδεύεται από τα τραγούδια των ClaudioLoli κα του RinoGaetano. Πώς συνδυάζεται τη μουσική με τη λογοτεχνία;
ΑΠ.: Η μουσική είναι κάτι σαν ηχητική υπόκρουση της ζωής μας, ζούμε ακούγοντας την να τονίζει ή να απαλύνει τα πάθη μας, μας βοηθά να ισορροπήσουμε τα αισθήματα αγάπης, αποχωρισμού και φυγής. Η ζωή μας καθορίζεται συχνά από κάποια τυχαία μουσική που μας δίνει ενέργεια και επίγνωση της ύπαρξης μας μ’ έναν τέτοιο, ακατανόητο κι επίμονο τρόπο που μας αναγκάζει ακολουθήσουμε το ρυθμό χορεύοντας.

ΕΡ.: Κατά πόσο, οι χαρακτήρες του βιβλίου, βασίστηκαν στο πλάσιμό τους στα βιώματα και τις εμπειρίες σας;
ΑΠ.: Είναι χαρακτήρες που έχω δημιουργήσει αλλά φυσικά δεν προήλθαν από το πουθενά. Είναι οι εμπειρίες μου, οι επιθυμίες μου, οι ευκαιρίες που έχασα εκείνον τον καιρό, οι μέρες που δεν έζησα. Οι χαρακτήρες που πλάθω με βοηθούν ν’ αποζημιωθώ για την ζωή που δεν έζησα, ακόμα και για τον πόνο που δεν γνώρισα. Για να το πω μ’ ένα πρόχειρο απόφθεγμα που χρησιμοποιούν ο Ρομπέρτο και η Κιάρα, οι ήρωες του βιβλίου μου, cesontmoi (είμαι εγώ).

ΕΡ.: Η δεκαετία του 1980 , στην Ιταλία είχε ένα πανίσχυρο κομμουνιστικό κόμμα και το τείχος του Βερολίνου δεν είχε πέσει. Σήμερα ποιες είναι οι μνήμες από εκείνη την εποχή;
ΑΠ.: Σχεδόν τίποτε, υποθέτω ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ποτέ κάτι σημαντικό. Ύστερα από την αποτυχία της αυτοαποκαλούμενου μεγάλου συμβιβασμού με τους χριστιανοδημοκράτες, το ιταλικό κομουνιστικό κόμμα αυτοπεριορίστηκε σ ένα περιθωριακό πολιτικό ρόλο όπου συνέχισαν να κυκλοφορούν ιστορίες για ένα ιδανικό κόσμο στον οποίο θα μετείχαν οι καλύτεροι . Ήτα ωραίο να νιώθεις ότι ανήκεις σ’ αυτό το καλύτερο κομμάτι τη ς κοινωνίας αλλά δεν υπήρξε ποτέ δυνατότητα μετατροπής αυτής της ουτοπίας σε πολιτική δράση που θα έδινε κάποιο αποτέλεσμα.

ΕΡ.: Το μυθιστόρημά σας μοιάζει σαν ένα ταξίδι στη ζωή των ηρώων του μυθιστορήματος. Είναι όμως και ένα ταξίδι στην ενηλικίωση ;

ΑΠ.: Οι ήρωες μου είναι όλη την ώρα στο δρόμο, πραγματοποιούν ένα ταξίδι όχι μόνο στο χώρο αλλά και στο χρόνο οπότε πιθανόν έχετε δίκαιο. Το ταξίδι ταυτίζονταν κάποτε με μια περιπέτεια, μια αγάπη για το διαφορετικό, μια ανάγκη να δοκιμαστείς σε νέες προκλήσεις . Όμως ήδη από την δεκαετία του ‘80 όλα αυτά παύουν να ισχύουν, το ταξίδι γίνεται ολοένα και πιο εύκολο, τα πακέτα διακοπών διαδίδονται ολοένα και περισσότερο κι η όλη εμπειρία χάνει ολοένα και περισσότερο την έννοια της μύησης σε κάτι διαφορετικό . Έτσι μια πράξη που περιείχε μέσα της την αγάπη έγινε μια εμπειρία ψυχαγωγίας. Οι νεαροί ήρωες μου ταξιδεύουν και είναι γενναίοι, δοκιμάζουν καινούριες προκλήσεις όμως είναι ήδη κομμάτια μιας δυναμικής διαδικασίας που χάνει την εσωτερική της ενέργεια. Άραγε ψάχνουν την εσωτερική αλήθεια ή θέλουν να ζήσουν κάποια εμπειρία για την οποία θα έχουν να λένε αργότερα ; Κι ύστερα το να ενηλικιώνεσαι σημαίνει ότι βρίσκεις τον αληθινό σου εαυτό ή είναι απλά μια εμπειρία που θέλεις να μοιραστείς ;

ΕΡ.: Τι θα προτείνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;

ΑΠ.: Να κρατήσουν στην καρδιά τους ένα κομμάτι του πνεύματος που κυριαρχούσε την δεκαετία του 80 : την ελαφρότητα, την χαρά, την αίσθηση του κόσμου ως μιας απέραντης πίστας, την αγνότητα της αγάπης, ακόμα κι όταν την θεωρείς κάτι τετριμμένο. Έχω την ελπίδα ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας απαίσιας περιόδου. Με την διάδοση τη πανδημίας και την συνακόλουθη οικονομική κρίση η οποία μου θυμίζει την περίοδο της δεκαετίας του 70 στην Ιταλία όπου βρισκόμασταν ανάμεσα στην τρομοκρατία και τα ναρκωτικά, Ίσως χρειαζόμαστε ξανά μια ανακωχή, μια ανακωχή που μπορεί κάποιοι να θεωρούν ανούσια όμως σε μια τέτοια περίοδο ηρεμίας ίσως επανέλθουν τα πιο απλά πράγματα που μας έλειψαν όλον αυτόν τον καιρό.

Μετάφραση από τα αγγλικά: Απόστολος Σπυράκης