Συνέντευξη του Χρήστου Αστερίου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Η λήθη είναι μια
βεβαιότητα που αδυνατούμε να αποτρέψουμε

Ο Χρήστος Αστερίου γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες θεματικές ανθολογίες κι έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα σερβικά. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του Ίσλα Μπόα (2012), Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη (2013, πρώτη έκδοση: εκδ. Πατάκη, 2006) και Η θεραπεία των αναμνήσεων (2019). Έχει δημοσιεύσει και τη συλλογή διηγημάτων Το γυμνό της σώμα και άλλες παράξενες ιστορίες (εκδ. Πατάκη, 2003)

Ερ.: Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου «Μικρές αυτοκρατορίες, MURATTI/Ένας αποχαιρετισμός», εκδόσεις Πόλις;
Απ.: Ξεκίνησα να ερευνώ την ιστορία της καπνοβιομηχανίας όταν πρωτοάκουσα, εντελώς τυχαία, πως οι ιδρυτές της ήταν Έλληνες. Ακολούθησαν επισκέψεις σε αρχεία και στα εργοστάσια που κάποτε ανήκαν στην εταιρεία. Τα ευρήματα ήταν ελάχιστα. Κάποια στιγμή ξεκίνησα να γράφω έχοντας πρώτα βεβαιωθεί πως δεν υπήρχε κάτι περισσότερο που θα μπορούσα να βρω.

Ερ.: Ποιος ήταν ο εμπορικό οίκος MURATTI;

Απ.: Τα Muratti ήταν μια μάρκα τσιγάρων που ανήκε στην ομώνυμη εταιρεία. Σύμφωνα με τα λιγοστά στοιχεία που έχουμε, μπορούμε να γνωρίζουμε ότι η καπνοβιομηχανία ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη και μεταφέρθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα εκτός οθωμανικής αυτοκρατορίας, αρχικά στο Μάντσεστερ κι ύστερα στο Βερολίνο.

Ερ.: Για να γνωρίσουμε την ιστορία της καπνοβιομηχανίας χρησιμοποιήσατε επιστολές , ημερολογιακές καταγραφές και δικαστικά έγγραφα. Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για αυτή την τεχνική σας;
Απ.: Η τεχνική που ακολούθησα ουσιαστικά προέκυψε ύστερα από κάμποσες δοκιμές. Επέλεξα τελικά ένα είδος συναρμογής κειμένων, μια αφήγηση με χρονικά χάσματα και ένα είδος πυκνής, ελλειπτικής γραφής.

Ερ.: Εντυπωσιακά είναι και τα καρτ ποστάλ και οι φωτογραφίες που ανακαλύψατε. Μπορεί να συνυπάρξει στην λογοτεχνία και η ύπαρξη εικόνων;
Απ.: Φυσικά και μπορεί, έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Τα ντοκουμέντα και οι φωτογραφίες δεν έχουν εδώ διακοσμητικό χαρακτήρα αλλά είναι δομικά στοιχεία της αφήγησης. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν χρησιμοποίησα παρά ελάχιστο αριθμό ντοκουμέντων απ’ όσα έχω συλλέξει, ακριβώς επειδή δεν θέλησα να φορτώσω το κείμενο. Πρόθεσή μου ήταν να γράψω λογοτεχνία, όχι ιστορικό κείμενο.

Ερ.: Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου «Μικρές αυτοκρατορίες, MURATTI/Ένας αποχαιρετισμός»,
Σήμερα, υπάρχει η καπνοβιομηχανία MURATTI;
Απ.: Η καπνοβιομηχανία Muratti δεν υπάρχει πια. Μεταπωλείτο κατά καιρούς σε διάφορους βιομηχάνους ώσπου έκλεισε οριστικά την δεκαετία του ’70. Σήμερα το σήμα ανήκει στην Philip Morris η οποία κυκλοφορεί μόνο τα Muratti Ambassador που ελάχιστα μοιάζουν με τα τσιγάρα της πρώτης εποχής των Muratti.

Ερ.: Το κάπνισμα έχοντας γνωρίσει μέρες θριάμβου βαδίζει προς την εξαφάνιση. Τι θα γίνει, στο μέλλον, με τους καπνιστές, αλλά και τις καπνοβιομηχανίες;
Απ.: Το κάπνισμα είναι μια ανθρώπινη συνήθεια που προφανώς δεν πρόκειται να χαθεί τόσο εύκολα. Έχει, ωστόσο, σχεδόν ποινικοποιηθεί ενώ οι καπνιστές θεωρούνται άνθρωποι αδύναμοι, άρρωστοι και κατακριτέοι για μια έξη απ’ την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν. Η θέση τους στην ορθοπολιτική εποχή μας γίνεται ολοένα και πιο δυσχερής.

Ερ.: Το βιβλίο ξεκινά με την αφήγηση ενός ηλικιωμένου που διηγείται την καθημερινότητά του. Πώς νιώθει ένας άνθρωπος που μεγαλώνει και καταλαβαίνει ότι η φθορά του χρόνου τον παρασέρνει;
Απ.: Στο αφήγημά μου ο ασθενής αφηγητής παραλληλίζει την αναπόφευκτη πορεία του προς την λήθη μ’ εκείνη την καπνοβιομηχανίας Muratti. Με άλλα λόγια νιώθει σαν μια «μικρή αυτοκρατορία» που είναι προορισμένη να χαθεί.

Ερ.: Η περιγραφή της πόλης του Βερολίνου μας φανερώνει την πολιτισμικότητα της πόλης. Γιατί εξακολουθεί το Βερολίνο να γοητεύει;
Απ.: Το Βερολίνο είναι μια πόλη ιστορικά φορτισμένη, ένας τόπος ελευθερίας εξαιρετικά γοητευτικός. Η βιομηχανική ιστορία της πόλης με ενδιέφερε, εν προκειμένω, περισσότερο, ιδιαίτερα η περίοδος πριν και κατά την διάρκεια του α’ παγκοσμίου πολέμου, τα Roaring Twenties και ο παλιός κόσμος των αρχών του αιώνα που καταστράφηκε. Έχοντας ζήσει εκεί τα τελευταία πέντε χρόνια μπορώ να πω ότι το Βερολίνο αλλάζει συνεχώς, όχι απαραίτητα προς το καλύτερο.

Ερ.: Διαβάζοντας το βιβλίο σας ταξίδεψα πίσω στο παρελθόν. Ποιος είναι ο λόγος που τα τελευταία χρόνια ωραιοποιούμε τα παρελθόντα χρόνια;
Απ.: Δεν νομίζω πως στο βιβλίο υπάρχει νοσταλγική διάθεση ούτε επιχειρείται ωραιοποίηση του παρελθόντος. Θα υποστήριζα πως την ιστορία της καπνοβιομηχανίας όπως και την αφήγηση του ανώνυμου ήρωα χαρακτηρίζει μια τραγικότητα που ελάχιστα έχει να κάνει με νοσταλγία.

Ερ.: Γράφετε: «Στην πραγματικότητα , είμαστε όλοι μικρές αυτοκρατορίες , προορισμένες να χαθούν». Μπορείτε να σχολιάσετε τα λόγια σας;
Απ.: Οργανώνουμε τις ζωές μας, δημιουργούμε μικρές αυτοκρατορίες μ’ όσα επιχειρούμε κατά το πέρασμά μας από τη γη γνωρίζοντας ενδόμυχα ότι τα ίχνη μας είναι προορισμένα να χαθούν. Η λήθη είναι μια βεβαιότητα που αδυνατούμε να αποτρέψουμε.