Τζουμερκιώτικα Λαογραφικά Λιχνίσματα
Ο γάμος και η πολιτική
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Ο γάμος, για εμάς τους παλιότερους, ήταν μάλλον κάτι το διαφορετικό από αυτό που γίνεται σήμερα. Εμείς, ως γάμο αρχικά γνωρίσαμε τη νόμιμη ένωση άντρα και γυναίκας και μάλιστα με εκκλησιαστική τελετή, που είναι ένα από τα επτά μυστήρια της εκκλησίας. Προξενήτρα-προξενέματα-προίκα και προικιάτικα και ταχιά στην εκκλησία. «Άντε, και καλά κούτσ’κα». Τυχόν πανωπροίκι, μετά από αυτά. Καθαρή διαδικασία που απόλυτα εφαρμόζονταν. Αργότερα, το 1982 καθιερώθηκε στη χώρα μας ο πολιτικός γάμος. Δυο μάρτυρες, οι μελλόνυμφοι κι ένας εντεταλμένος αντιδήμαρχος «και πάνε όλοι καλιά τους». Σήμερα έχουμε και τα σύμφωνα συμβίωσης, μια συμβολαιογραφική πράξη, ένα συμβόλαιο που υπογράφουν δύο άνθρωποι-σύντροφοι, το οποίο προσδιορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει ο ένας σύντροφος απέναντι στον άλλον, όσο, βέβαια, θα είναι μαζί. Άμα χωρίσουν «άπιαστα πουλιά, πέντε τον παρά».
Παραβλέποντας τα περί ανοιχτού και κλειστού γάμου, με ή χωρίς προσκεκλημένους, από συνοικέσιο ή έρωτα, με νταούλια και βιολιά ή σκέτο, να πω πως ο θυμόσοφος λαός έχει πει, και τι δεν έχει πει. Χίλια δυο πράγματα. «Πάρ’ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου», που αναφέρεται κάποιος σε ανθρώπους όταν λένε «άλλα αντί άλλων», δηλαδή άκαιρα και παράταιρα πράγματα. Με λίγα λόγια «όταν απολάνε παπαρδέλες». Για μια δύσκολη κατάσταση «που την καβάλ’σαν τα προβλήματα» ο λαός θα πει πως «όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη» κάτι παρόμοιο με το «ήταν στραβό το κλίμα, το ’φαγε και ο γάιδαρος». Μέχρι μια κάποια ηλικία νόμιζα πως τα λόγια αυτά, ότι «αφήνω το γάμο και πάω για πουρνάρια», αφήνω δηλαδή κάτι μοναδικό, πολύ σημαντικό για κάτι ασήμαντο και δευτερεύον, τα λέγαμε μόνο στα Τζουμέρκα. Εκεί πλεονάζουν τα πουρνάρια, τα κέδρα και τα ασβούδια. Εσχάτως ανεφύησαν και οι γκοστέρες.
Μικρός είχα παρευρεθεί σε πολλούς γάμους. Ήμουν ο μόνιμος συνοδός της γιαγιάς μου που ως προξενήτρα κατείχε πάντοτε «πρώτη θέση» στο γάμο. Δεν μπόρεσα να ερμηνεύσω τη φράση «έγινε του Κουτρούλη ο γάμος». Χρειάστηκε να αποσχολίσω και να μάθω πως ο Ιωάννης Κουτρούλης συγκατοικούσε με μια χαδιάρα η οποία είχε λιμπιστεί τα νιάτα και την ομορφιά του Κουτρούλη, «την έκανε από το σπίτι της» και «έπεσε» στην αγκαλιά του. Λέγεται πως ο τόπος δράσης του Κουτρούλη ήταν η Μεθώνη. Μέγα σκάνδαλο, πρωτοφανές και πρωτάκουστο και ως εκ τούτου ασχολήθηκε και η εκκλησία. «Τράβηξε» έναν και μέγα αφορισμό στη γυναίκα. «Γυναίκα ήταν, αυτή έφταιγε, ας μην ξεκαπιστρωνόταν». Πάντως το 1394 ο τότε Πατριάρχης (Αντώνιος Δ΄) αναγνώρισε το διαζύγιό της και έτσι «άνοιξε ο δρόμος» να παντρευτεί ο Κουτρούλης. Τον γάμο τον συνόδευσε μέγα γλέντι που έμεινε ιστορικό και μνημονεύεται για κάθε γάμο που θα γίνει «μέγα τζέρτζελο».
Ακόμα πρέπει να διευκρινίσουμε πως ο όρος «χωριάτικος γάμος» στην ουσία απαλείφτηκε από το ελληνικό λεξιλόγιο, πολύ περισσότερο από το Τζουμερκιώτικο, καθόσον τα χωριά μόνο από κάτι «γεροκούτια» ή έστω από κάτι «γερόγατους» κατοικούνται. Γι’ αυτούς έτσι όπως ήρθε η ζωή «ούτε γάμος άκλαυτος κι ούτε νεκρός αγέλαστος». Το πρώτο σκέλος δεν υπάρχει. «Ανεφύη» όμως άλλος γάμος. Ο πολιτικός γάμος. Προηγείται βέβαια το πολιτικό διαζύγιο. Είναι απλό. Ο βουλευτής «σκαπέτησε» από το Κόμμα με το οποίο εκλέχθηκε τάζοντας και εκλιπαρώντας, δεόμενος και παλαντζάροντας, ομνύοντας και επικαλούμενος την πολιτική του αρετή και την υπακοή του στις πολιτικές αξίες και στο εθνικό φιλότιμο. Με λίγα λόγια εφαρμόζοντας το αξίωμα που απορρέει από το δημοτικό στίχο: «τάξε μανούλα μ’ τάματα σ’ όλα τα μοναστήρια».
Τα πράγματα όμως άλλαξαν. Εδώ δεν εφαρμόζεται το «ους ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω». Εδώ εφαρμόζεται η συγκόλληση και με συγκολλητική ουσία την βουλευτική έδρα, η οποία πάση θυσία πρέπει να διατηρηθεί και -βεβαίως, βεβαίως- πρέπει από τώρα να κατοχυρωθεί για την επόμενη Βουλή. Ισόβια, αν είναι δυνατόν. «Αλλάζει ο βιολιτζής, αλλά ο χαβάς παραμένει ο ίδιος» ή καταπώς θα έλεγαν στο Τζουμέρκο «ούλος ο καβγάς είναι για το πάπλωμα».