Τουρκία: Το casus belli και η σκληρή οικονομική πραγματικότητα
Του Δημήτρη Μάρδα
Καθηγητή, Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
π. Αν Υπουργού Οικονομικών και Υφ/γού Εξωτερικών
-Από την εποχή του πρόεδρου Τουργκούτ Οζάλ, το 1980, η Τουρκία άρχισε να διεθνοποιεί την οικονομία της. Η περίοδος 1980-1990 είχε θεωρηθεί από τον Οικονομικό Οργανισμό Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ως η δεκαετία της Τουρκίας. Ισχυρή ώθηση στην εκβιομηχάνισή της και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων έδωσε η διοίκηση του προέδρου Ερντογάν. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όπου το ΑΕΠ της χώρας ανερχόταν στα 275 δις δολάρια, ο… αιωνόβιος Τούρκος πρόεδρος το αύξησε θεαματικά. Θα προσέγγιζε τα 1 τρις δολάρια αν η τουρκική οικονομία και η λίρα δεν γνώριζε την περιπέτεια που βιώνει μετά το 2018.
Πρωτεργάτης στο εγχείρημα του ήταν ο τότε υπουργός οικονομικών ο Μεχμέτ Σίμτσεκ. Μετά από μια επιτυχή θητεία, ορίστηκε ως ο πρώτος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ερντογάν για να διωχθεί το 2018, επειδή δεν έβρισκε φθηνά δάνεια στο εξωτερικό για να καλύψει τις πιεστικές δανειακές ανάγκες της χώρας εκείνης της περιόδου!
Ο Ερντογάν αν και θεωρείται ότι κυβερνά την 96η πιο διεφθαρμένη χώρα ανάμεσα σε 180 κράτη, έκανε την Τουρκία πλουσιότερη και ισχυρότερη. Η Κωνσταντινούπολη γνωρίζει μια μοναδική αίγλη με τις τρεις κρεμαστές γέφυρες του Βοσπόρου, με το υπόγειο τούνελ που ενώνει την Ασιατική και την Ευρωπαϊκή πλευρά της, με τους πύργους του τουρκικού Μανχάταν, όπως λέγεται, και με ένα αεροδρόμιο που κατασκευάσθηκε σε 9 χρόνια καλύπτοντας σήμερα ανάγκες 44 εκατομμυρίων επιβατών, ενώ στο μέλλον επιδιώκει να αγγίζει τα 200 εκ. επιβάτες.
Η Κωνσταντινούπολη έγινε χρηματοοικονομικό κέντρο, ενώ η χώρα θεωρείται πόλος της ηλεκτρομηχανικής προσελκύοντας επενδύσεις κυρίως στην αυτοκινητοβιομηχανία, στις ηλεκτρικές μηχανές-συσκευές, στα χημικά προϊόντα, τα ελαστικά, τα ορυκτά καύσιμα και τα τρόφιμα (βλ. Πίνακα, 3η, 4η και 5η στήλη). Χώρος που στηρίζει την εκβιομηχάνισή της είναι οι αμυντικές της δαπάνες, οι οποίες έχουν ενδυναμώσει τους κλάδους που συνδέονται με την τεχνολογία.
Οι ξένοι επενδυτές τοποθετούν όμως τα κεφάλαια τους κατά προτεραιότητα όχι στη βιομηχανία αλλά στις υπηρεσίες. Σε σύνολο 233,9 δις δολαρίων αποθέματος κεφαλαίου το 2020, τα 135,8 δις δολάρια αναφέρονται στις υπηρεσίες, τα 80 δις στη βιομηχανία και τα υπόλοιπα στην ενέργεια, το νερό κ.λπ. Από τις υπηρεσίες, το χονδρεμπόριο και λιανεμπόριο απορροφά 53,8 δις δολάρια ξένες επενδύσεις. Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες με τις υπηρεσίες ασφάλισης καλύπτουν τα 64,2 δις ευρώ.
Και ενώ κάποιος θα περίμενε να δει μια συνετή κυβέρνηση, με στόχο την ακόμη μεγαλύτερη ευημερία της Τουρκίας, εύκολα διαπιστώνει το αντίθετο. Το νέο οθωμανικό imperium, με τις ανοησίες περί της Γαλάζιας Πατρίδας, η πρόσφατη δηλητηρίαση των σχέσεων με την Ελλάδα μέσα από τις δηλώσεις Τούρκων ηγετών, κ.ά., οδηγούν την χώρα σε ατραπούς που δεν εγγυόνται είτε την ειρήνη είτε την ευημερία της.
-Πολιτικοί και στρατιωτικοί μη έχοντας αίσθηση της πολυπλοκότητας των οικονομικών σχέσεων, που δημιουργεί η διεθνοποίηση της τουρκικής οικονομίας και η στενή σύνδεσή της με την ΕΕ, απειλούν χωρίς να έχουν αντίληψη των επιπτώσεων των προκλήσεών τους. Στην παγκοσμιοποιημένη όμως αγορά τα όπλα δεν είναι το ισχυρότερο μέτρο επιβολής μιας πολιτικής. Το διεθνές εμπόριο και η δύναμη του χρήματος είναι αποτελεσματικότερα. Μπορούν να διαλύσουν τον στρατό και την οικονομία ενός κράτους ισχυρά διασυνδεδεμένου με τη Δύση, σε μια νύχτα!
Η Τουρκία βιώνει την πιο ταλαιπωρημένη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ. Από το 1963 με τη Συμφωνία Σύνδεσης (1964) και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο (1970), το μόνο που πέτυχαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις της, είναι μια κολοβή Τελωνειακή Ένωση με την ΕΕ το 1995. Με τους ερασιτεχνισμούς των Ιμίων το 1996, έχασε τη χρυσή ευκαιρία να κερδίσει έδαφος ως προς την ενταξιακή της διαδικασία, τόσο στην Σύνοδο Κορυφής του Λουξεμβούργου το 1997, όσο και του Ελσίνκι το 1999. Και το τρένο της ιστορίας των εντάξεων στην ΕΕ δεν περνά πολλές φορές!
Παρόλα αυτά από το 1996 και μετά διασυνδέεται όλο και περισσότερο με την ΕΕ, τόσο στο χώρο του διεθνούς εμπορίου όσο και σε ένα άλλο εύρος δραστηριοτήτων (π.χ. υπερχρέωση των Τουρκικών εταιριών σε τράπεζες της Ευρώπης).
Η τάση αυτή θεωρείται περισσότερο ως η Αχίλλειος πτέρνα της πάρα το ισχυρό της χαρτί.
Πράγματι, η δειλία από πολλούς εταίρους μας στην ΕΕ για κυρώσεις εις βάρος της, που φυσικά θα προκαλέσουν ζημίες στην τουρκική οικονομία, ερμηνεύει αυτήν τη θέση. Θέλουν να τις αποφύγουν, καθώς μπορεί να είναι ανεπανόρθωτες για την Τουρκία. Βέβαια, οι όποιες κυρώσεις εύλογα θα προκαλέσουν κάποια προβλήματα –στη βραχυχρόνια όμως περίοδο– και στους ξένους επενδυτές.
Η Τουρκία κατευθύνει το 42% περίπου των συνολικών εξαγωγών της στην ΕΕ, ενώ οι εισαγωγές της προς αυτήν αντιπροσωπεύουν το 35% περίπου. Ο μεγάλος νέος σύμμαχός της η Ρωσία απορροφά μόνο το 2-3% των συνολικών εξαγωγών της. Επαναπροσανατολισμός των Τουρκικών εξαγωγών προς άλλες αγορές είναι άθλος χωρίς επιτυχία ακόμη και μεσοπρόθεσμα.
Οποιαδήποτε αιτία υπό μορφή κυρώσεων οδηγήσει στην προσωρινή περιστολή του εμπορίου ΕΕ-Τουρκίας, θα πλήξει περισσότερο την Τουρκία παρά τα κράτη-μέλη της ΕΕ χωριστά. Από την άλλη, αν η οποιαδήποτε κρίση ΕΕ-Τουρκίας λόγω Ελλάδας λόγου χάριν, προκαλέσει ζημίες στην εκτός του ενδιαφέροντος της ξένης επενδυτικής δραστηριότητας τουρκική παραγωγή, αυτό διευκολύνει τις όποιες κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας. Εφόσον λοιπόν δε θίξουν αισθητά τους ξένους επενδυτές, τότε κάλλιστα είναι εφικτές.
Βέβαια σε περίπτωση υλοποίησης του casus belli της Τουρκίας τίθενται και κάποια άλλα ερωτήματα, μάλλον δυσνόητα για τους Τούρκους στρατηγούς και για αρκετούς πολιτικούς της, σ’ ό,τι αφορά στην εύρυθμη λειτουργία της ανοικτής οικονομίας της.
Πρώτο ερώτημα. Στην περίπτωση μη κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας ή αργοπορίας επιβολής τους, από πού θα «δραπετεύουν» οι τουρκικές εξαγωγές προς την ΕΕ; Μήπως από το Αιγαίο που θα φλέγεται και θα είναι αδιαπέραστο ή από τον αυτοκινητόδρομο ΤΕΜ Κωνσταντινούπολης- Ανδριανούπολης-Βουλγαρίας, που θα έχει μετατραπεί σε χωματόδρομο ή μέσω οποιασδήποτε σιδηροδρομικής γραμμής που θα μετατραπεί σε παλιοσίδερα; Μήπως μέσω Ρωσίας, όπου η ΕΕ έχει φράξει τα σύνορά της απέναντι σε αυτήν;
Δεύτερο ερώτημα. Στην περίπτωση κυρώσεων, πώς θα αντιμετωπίσει η Τουρκία ένα προσωρινό εμπάργκο στις εξαγωγές της προς την ΕΕ; Που θα στείλει αυτόν τον τεράστιο όγκο του εμπορίου της;
Σημειώνεται ότι από ένα σύνολο 97 κλάδων προϊόντων αυτά που αντιπροσωπεύουν άνω του 1% -ή είναι πλησίον αυτού- των τουρκικών εξαγωγών προς την ΕΕ είναι μόνο 30 κλάδοι (βλ. Πίνακα, 1η στήλη). Οι τελευταίοι καλύπτουν το 86% του συνολικού της εξαγωγικού εμπορίου προς την ΕΕ. Οι επιχειρήσεις που εντάσσονται στους κλάδους αυτούς εξάγουν από το 27,5% – 64% της συνολική τους παραγωγής στην ΕΕ, με μεγάλη συγκέντρωση του ποσοστού αυτού στο 40% – 50% (Βλ. Πίνακα, 2η στήλη).
Από το σύνολο των 30 κλάδων στο 44% τουλάχιστον δεν εμπλέκονται ξένοι επενδυτές ή εμπλέκονται σε πολύ μικρό βαθμό. Οπότε στην περίπτωση παραβίασης των διεθνών κανόνων εκ μέρους της Τουρκίας και χρήσης βίας, μια πρώτη σειρά κυρώσεων που θα έχει ως αντικείμενο το εμπάργκο εις βάρος μόνο αυτών των εξαγωγών δεν αναμένεται να προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις στους εταίρους μας και στους δικούς τους διεθνείς επενδυτές. Οι εν λόγω εξαγωγές αναφέρονται κυρίως στα αγροτικά της προϊόντα, σε εκείνα της κλωστοϋφαντουργίας- ένδυσης, στις μη ηλεκτρικές μηχανές, τα κεραμικά, τα έπιπλα, τα τσιμέντα κ.ά.(βλ. Πίνακα, 1η, 2η και 4η στήλη).
Στο πλαίσιο της κλιμάκωσης των κυρώσεων, ο αποκλεισμός των Τουρκικών αερογραμμών από τα αεροδρόμια της ΕΕ, εντάσσεται στο σύνολο αυτό των κυρώσεων με ελάχιστη ζημία για τους ξένους επενδυτές. Ακόμη, η μη συμμετοχή της Τουρκίας σε ένα σύνολο προγραμμάτων της ΕΕ (π.χ. το Horizon) και η μη άντληση κονδυλίων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό είναι ένας άλλο πόλος κυρώσεων της ίδιας εμβέλειας.
Η Τουρκία ως απάντηση είναι δύσκολο να επιβάλλει εμπάργκο κατά των εισαγωγών της καταναλωτικών προϊόντων από την ΕΕ καθώς κάτι τέτοιο θα θίξει τους ξένους επενδυτές που συγκεντρώνονται στο χώρο του χονδρεμπορίου-λιανεμπορίου ή/και θα παραλύσει την τουρκική βιομηχανία, λόγω έλλειψης πρώτων υλών και ενδιαμέσων προϊόντων.
Το casus belli της Τουρκίας για οποιαδήποτε αιτία, παραβιάζει αρχικά τις αρχές της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας του 1963. Επίσης, παραβιάζει τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ (Άρθρο 2 παρ. 4) και τη Συμφωνία Ελλάδας-Τουρκίας της Μαδρίτης (1997). Ακόμη κινείται εναντίον των αρχών της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ, όπως και του κοινοτικού κεκτημένου στην περίπτωση του Δικαίου της Θάλασσας.
Εκ των πραγμάτων μια τέτοια πράξη, ενεργοποιεί άρθρα της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ περί αλληλεγγύης και εδαφικής ακεραιότητας των κρατών-μελών της ΕΕ, ( βλ. Άρθρο 21 παρ.2α, Άρθρο 24 παρ.2, Άρθρο 30 παρ.2, Άρθρο31 παρ.2, Άρθρο 42 παρ.7). Επίσης, προκαλεί προβλήματα στην Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας λόγω της διατάραξης του εμπορίου. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να εμπλακεί και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, (Άρθρο 216). Τέλος, μη ξεχνάμε ότι επιτιθέμενη η Τουρκία στην Ελλάδα, χώρας της ευρωζώνης, δύσκολα δε θα προκαλέσει ένα νέο σοκ στο ευρώ και πονοκέφαλο στη Φρανκφούρτη!