«Το Γεφύρι της Άρτας»
Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου-Κουμουλλή
Το θεατρικό έργο Το Γεφύρι της Άρτας του Γιώργου Θεοτοκά άφησε εποχή στα πολιτιστικά χρονικά της πόλης, αλλά και στα κοινωνικά της δεκαετίας του ’50. Είχε ανεβαστεί απ’ τον Μουσικοφιλολογικό Σύλλογο Νικόλαος Σκουφάς σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Βαφιά. Όλη σχεδόν η πόλη είδε την παράσταση σε μια κατάμεστη αίθουσα του κινηματοθέατρου του Τσολιά. Συνεπαρμένοι παρακολουθούσαν τον θρύλο του ιστορικού Γιοφυριού να ζωντανεύει επί σκηνής. Και ποιος δεν είχε ακούσει την ξακουστή μπαλάντα απ’ τα χείλη της μάνας, της γιαγιάς ή του παππού, να τραγουδιέται, να διδάσκεται στα σχολειά, ν’ απαγγέλλεται σε γιορτές! Η καρδιά της πόλης χτυπούσε στους ρυθμούς της αναπαριστάμενης σε στυλ αρχαίας τραγωδίας παραλογής. Με το είδος αυτό του αρχαίου δράματος προσιδιάζει η παραλογή, από τα σπουδαιότερα δημιουργήματα της δημοτικής μας ποίησης.
Κι ίσως αυτό οδήγησε τον συγγραφέα Γιώργο Θεοτοκά στη διασκευή της σε θεατρικό έργο με επεισόδια, χορικά, εισαγωγή κι επίλογο. Έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδισμένω λόγω, χωρίς εκάστου των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι ελέου και φόβου περαίνουσα των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν, όπως δίνεται ο ορισμός της τραγωδίας απ’ τον Αριστοτέλη.
Ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Βαφιάς, άνθρωπος του θεάτρου, με όραμα για την πόλη του, έστησε μια παράσταση με έμπνευση και μαεστρία έτσι, ώστε να τη θυμούνται χρόνια οι συμπατριώτες του. Κι επέλεξε απ’ την αρτινή κοινωνία ως τους καταλληλότερους να υποδυθούν τους ρόλους του έργου. Η δε συμμετοχή των πολιτών για το ανέβασμά του υπήρξε καθοριστική. Το οικονομικό σκέλος καλύφτηκε απ’ τους έχοντες, κάτι που θύμιζε τη χορηγία, την ανάληψη δηλαδή των εξόδων για τη διδασκαλία του χορού του αρχαίου δράματος από κάποιον πλούσιο Αθηναίο πολίτη. Υπήρξε ό,τι καλύτερο στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της πόλης, που μοιάζει να ’χει στοιχειωθεί απ’ το Γεφύρι της. Απόλυτα συνδεδεμένο με την Άρτα ταξιδεύει αέναα στο χρόνο όπως το ποτάμι κάτω απ’ τις καμάρες του.
Και το ακούω, όταν νοσταλγός ο νους μου ξεκινά το ταξίδι του κι αυτός στην αγαπημένη μου πατρίδα, να μου αφηγείται την ιστορία του ξανά και ξανά. Και τότε η αυλαία ανοίγει σ’ ένα αγωνιώδες τοπίο στην ομίχλη στα θλιβερά χαλάσματά του: Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύρι δε θεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν. «Αλίμονο στους κόπους μας κρίμα στο ριζικό μας…», μοιρολογεί ο χορός των ανδρών. Ωστόσο αναπότρεπτη η μοίρα με τη μορφή και τη λαλιά ενός πουλιού προαναγγέλλει το πεπρωμένο της πολυαγαπημένης γυναίκας του Πρωτομάστορα, που πάνω απ’ το δικό του τοποθετεί το συμφέρον της πόλης. Κι όπως ο Αγαμέμνονας την Ιφιγένεια θα θυσιάσει κι εκείνος τη γυναίκα του.
Η μέθεξη του θεατή στην υπόθεση του έργου και η αγωνία μετατίθεται με την παρεμβολή ενός χαρούμενου ιντερμέτζου, όπως στον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Πανέμορφα κορίτσια, σαν Νηρηίδες σιμά στο ποτάμι χορεύουν με χάρη και τραγουδούν με τη συνοδεία λύρας. Ας τραγουδήσω κι ας χαρώ κι ας παίξω κι ας γελάσω, τα νιάτα δεν πουλιούνται πια να τα ξαναγοράσω./ Παίξε λυράρη μου καλά παίξε γλυκά γεμάτα, ίσως και την πλανέψουμε ’κείνη τη μαυρομάτα».
Στο Β΄ επεισόδιο η ωραία γυναίκα του Πρωτομάστορα σ’ ένα ολοφώτιστο δωμάτιο φορώντας τη λιζέζ της νανουρίζει το μωρό της, καθισμένη δίπλα στην κούνια του. Έξω σκοτεινιά, αέρας και βροχή. Αναστατωμένη κάποια στιγμή από τις βροντές, πλησιάζει στο παράθυρο. Ανησυχεί για τον άντρα της. Και τότε ακούει την ανθρώπινη λαλιά του στοιχειού να την καλεί να βιαστεί να πάει το γιόμα στο γεφύρι.
Στο Γ΄ επεισόδιο το σκηνικό αλλάζει με την εικόνα του γιοφυριού και τον χορό των ανδρών, που αναγγέλλει τον ερχομό της Πρωτομαστόρισσας. Κι εκείνη πλησιάζοντας τους χαιρετά:
«Γεια σας, χαρά σας μάστοροι κι εσείς οι μαθητάδες. Μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργκομισμένος;» ρωτά.
«Το δαχτυλίδι του ’πεσε στην πρώτη την καμάρα και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι να ’βρει!»
Το δαχτυλίδι! σύμβολο αιώνιας αγάπης και άρρηκτου δεσμού του αντρόγυνου της εποχής εκείνης, είναι αυτό που την προθυμοποιεί, δίχως δεύτερη σκέψη, να αναλάβει εκείνη να το ’βρει.
«Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πα να στο φέρω. Εγώ να μπω, (…)το δαχτυλίδι να ’βρω».
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε,
«Τράβα καλέ μ’ τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα, τι όλο τον κόσμο ανάγειρα και τίποτα δεν ήβρα».
Ωστόσο, ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη. Παίρνει κι ο Πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο!
«Εμπρός! Τον πυλό! Τον ασβέστη! Το μυστρί! Τι να σου κάνω, γυναίκα ερημοσκότεινη! Ποιος να σε σώσει από την άραχλη τη μοίρα σου; Δε φταίει κανείς. Εμπρός! Άντε να τελειώνουμε! Να λευτερωθούμε! Να λύσουμε τα μάγια! Να ξαναγίνουμε άνθρωποι», είναι σαν να της λέει, καθώς τη χτίζει ως θεμέλιο του γεφυριού αδιάσειστο. Μήπως στήριγμα αδιάσειστο ενός σπιτιού δεν είναι η ψυχή της γυναίκας.
Το ποίημα κλείνει με την κατάρα της θυσιαζόμενης, που όμως από αγάπη για τον μονάκριβο αδερφό της, μετατρέπεται σε ευχή.
Ο επίλογος του έργου δείχνει το φάντασμα της Πρωτομαστόρισσας να εμφανίζεται στον γέρο πλέον άντρα της, που καθισμένος στην ακροποταμιά, φαίνεται βυθισμένος στους στοχασμούς του.
Το γεφύρι, σύμβολο σύνδεσης του πριν με το μετά και της εξέλιξης, στέριωσε χάρη στη θυσία μιας ζωής, όπως συμβαίνει στον αγώνα του ανθρώπου, για να την κάνει καλύτερη. Πάνω στις ανυπάκουες πέτρες, μέσα στα θλιβερά χαλάσματά του, εκεί το πάθος, η επιμονή, το χρέος, η αγάπη αναμετρήθηκαν σε έναν αγώνα, μέχρι θανάτου, άνισο και συντριπτικό!
ΥΓ Κι ενώ για το ζευγάρι της μπαλάντας το γεφύρι ήταν η αιτία του τραγικού χωρισμού του, για τους πρωταγωνιστές στους ρόλους Πρωτομάστορα-Πρωτομαστόρισσας έγινε η αφορμή να γεννηθεί ένας έρωτας, που τη νύχτα θριάμβευε επί σκηνής και παρασκηνίων, τη μέρα όμως καταπολεμιόταν, για να στεριώσει ωστόσο, όπως και το θρυλικό Γεφύρι. Εν ολίγοις ο ανίκατε μάχαν Έρως του «σοφού» Σοφοκλή πέρασε στις καρδιές των δύο νέων απ’ Το γεφύρι της Άρτας του Γιώργου Θεοτοκά αφήνοντας εποχή, εκτός απ’ το πολιτιστικό γίγνεσθαι, και στα κοινωνικά χρονικά της πόλης.
Τέλος
Λεύκαρα, Σεπτέμβρης 2021