Το Ηπειρώτικο πανηγύρι

Σκέψεις στην μετακορωνοϊό εποχή

Α΄ Το Ηπειρώτικο πανηγύρι

Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος

Στην, ας πούμε μετακορωνοϊό εποχή, καιρός να αναλογιστούμε, τι είναι το πανηγύρι και πώς το καταντήσαμε.
Το ποθούμε το πανηγύρι. Το θέλουμε, για να λαλήσει για τα καλά το κλαρίνο και να μας χτυπήσει κατακούτελα, στο Δόξα πατρί. Κι από κοντά οι κρυσταλλένιες φωνές, αληθινά νεροξεπετάγματα του Αώου, του Αχέροντα και του Αράχθου. Να συνοδεύουν τα γλυκύτατα μελίσματα του βιολιού και του λαούτου. Και το ντέφι να δίνει ρυθμό και αρμονία σ’ όλα τα μουσικά ακούσματα… Γλυκύτατοι ηπειρώτικοι κελαϊδισμοί. (Μακριά από τα ντραμς, τα αρμόνια και τα υπόλοιπα που παραβιάζουν την αγνότητα του πανηγυριού και βιάζουν την ψυχή και την παράδοσή μας).

Το ποθούμε το πανηγύρι για να το λαλήσουμε μέχρι το πρωί μία και δυο μέρες. Να αχολογήσουν οι ρεματιές του Γράμμου και των Τζουμέρκων με την Καραγκούνα, την Ιτιά, τον Σελήμπεη και τη Γενοβέφα. Και αβέρτα οι φούρλες… Ηπειρώτες και ηπειρώτισσες, φίλοι και φίλες της Ηπείρου όλοι μαζί σε ένα πρωτόφαντο αντάμωμα, όπου θα αποτυπώνεται το αυθόρμητο, η απλότητα, η ειλικρίνεια, το ανεπιτήδευτο της κίνησης…, αλλά και η καθαρότητα της ηπειρώτικης ψυχής.
Τέτοιο πανηγύρι ονειρεύομαι …

Το όνειρο όμως το συνοδεύει και μια γλυκύτατη φωνή…

«Άκου να σ’ πω μωρέ λυκοσκιλ’σμένο. Το παν’γύρ’ δεν είναι να πααίν’ ο πάσα ένας να αμπδάει και να τσακάει τα πράματά τ’. Το παν’γύρ’ είνι γι’ ούλο το χωριό. Κατάλαβέ το».
Τα λόγια της γιαγιάς μου που μού όρισε τι εστί πανηγύρι.
Τι είναι αυτό το ηπειρώτικο πανηγύρι;
Είναι, και τι δεν είναι…
Είναι η ατομική ψυχή, η υφασμένη στην πλάση, το προσωπικό βάσανο αλλά και βάλσαμο, το μεράκι, ο σεβασμός «σ’ όσους πέρασαν», η σύνθεση των βιωμάτων, από μικρά παιδιά και η πορεία στην αναζήτηση της ομορφιάς. Συνδέονται όλα με την Ήπειρο, με τον τόπο μας, εκεί όπου γεννηθήκαμε, εκεί όπου κυλάει πάντα το αίμα μας. Και είμαστε περήφανοι, αλλά και πλούσιοι από το σεβασμό των μεταμορφώσεών του -το παλιό που γίνεται νέο- από τη λειτουργία των σκιών, των χρωμάτων, των ήχων στις ρεματιές… Στα πανηγύρια τα μετουσιώνουμε.

Στα πανηγύρια οι Ηπειρώτες τραγούδησαν, τραγουδούν και εκφράζουν την ικανοποίησή τους, την ευχαρίστηση και την αγαλλίασή τους, για την απόδοση της δουλειάς τους, για τον κάματο και τον ίδρωτά τους. Και γι’ αυτό τους πρώτους καλοκαιρινούς μήνες στήνουμε και στην Αθήνα και σ’ όλα τα αστικά κέντρα, τα δικά μας Ηπειρώτικα πανηγύρια, όπου αναμοχλεύουμε την ασίγαστη μνήμη. Εκεί στην Ηλιούπολη, στο Ίλιον, Αργυρούπολη, Λιόσια, εκεί σ’ όλη την Αττική και σε άλλες αστικές πόλεις παρελαύνουν εικόνες μιας αλλοτινής ζωής, ΑΝΕΜΕΛΗΣ και ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΗΣ.

Μια απάντηση και ένας χαιρετισμός από την πρωτεύουσα στα άπιαστα ηπειρώτικα γκρεμοτόπια. Τζουμέρκα, Κόνιτσα, Βωβούσα, Κατσανοχώρια, Καλαμάς, Μυρσίνη, Ήπειρος. Κι όσοι απηύδησαν από την καθημερινή πρωτευουσιάνικη μονοτονία, απόκαμαν απ’ το λιοπύρ’ της Αθήνας και το στριμωξίδ’ στα λεωφορεία, τσιουρουφλιάστηκαν στο πρωτευουσιάνικο «τηγάνι», μπαϊλντισαν απ’ όλα αυτά, εκεί βρίσκουν αμαλαγιά.
Εκεί, ώσπου να πάμε στο χωριό. Στέλνουμε τα χαιρετίσματά μας.
Στεκόμαστε μπροστά στην πανδαισία της φυσικής και μελωδικής χαρμονής του τόπου μας, της Ηπείρου.

Χαιρόμαστε τον αέρα και νιώθουμε την ύπαρξη και τη δημιουργία!
Βλέπουμε τις γιαγιούλες να κάθονται απόγιομα άκρη άκρη στο μισό φεγγάρι με ασβεστωμένο μεσόφρυδο όξω απ’ τα παράθυρα με το βασιλικό.
Αυθεντικές, ατόφιες, αφκιασίδωτες και αγνές και με το άρωμα της ελληνικής λεβεντιάς στην καρδιά και στο κορμί τους που εκπέμπουν έναν αυτογενή δυναμισμό ανθρωπισμού και μαγεύουν το σύμπαν φανερώνοντας την ακμή και την αρχοντιά της ηπειρώτικης ψυχής.
Έτσι, όπως πρέπει, αυθεντικά, ατόφια και αγνά να είναι τα πανηγύρια μας.