ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΣΦΑΚΕΣ

Δημήτρης Κωστόπουλος

“Σαν πήρα ένα κατήφορο,στην άκρη στο ποτάμι, μα το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο, σέρνει λιθάρια ριζιμιά δέντρα ξεριζωμένα…..”
Παλιό δημοτικό τραγούδι

Το μπαρούτι στη Δημητσάνα το φτιάχνανε με κάρβουνο, νίτρο και θειάφι. Το θειάφι το αγόραζαν. Το νίτρο το βγάζανε από τις κοπριές και τις κουτσουλιές. Ήταν γεμάτη κοπάδια και πουλιά τότε η περιοχή. Για το κάρβουνο καίγανε κληματόβεργες και σπάρτα, αλλά το καλύτερο κάρβουνο έβγαινε από τις ασφάκες. Αυτοί οι θάμνοι με τα κίτρινα λουλούδια που επιμένουν χρόνια τώρα …. έχουν βρει τον τρόπο να ζουν, πάνω στους άνυδρους ασβεστόλιθους των βουνών. Λες και το νέκταρ των λουλουδιών τους που δύσκολα έφθαναν να ρουφήξουν τα έντομα, γλύκαινε το κάρβουνο και πέρναγε στο μπαρούτι. Εκείνη την εποχή που κάθε πυροβολισμός, μια μπαταριά ήταν τελετουργία και κάθε σφαίρα είχε αξία. Τις ασφάκες τις μάζευαν οι αγρότες από τα γύρω χωριά.

Στην Τρεστενά, δυο ώρες δρόμο με τα πόδια από την Δημητσάνα, ζούσε ο Πάνος Μητρόπουλος, σε ένα μικρό πέτρινο σπίτι στην άκρη του χωριού. “Παιδιά” δεν είχε μόνο δυο κορίτσια, το ένα παντρεμένο δίπλα στην Ζάτουνα. Ούτε γυναίκα είχε, την χάσανε στη γέννα της μικρής, της Μαρίας. Πάλευε με λίγα γιδοπρόβατα και κάτι άνυδρα χωράφια με κριθάρι. Κάτι πεζούλες με ξερολιθιές που συγκρατούσαν το πολύτιμο σαν αντίδωρο χώμα.Μάζευε όμως σπάρτα και ασφάκες, για τους μπαρουτόμυλους των Σπηλιωτόπουλων, Νικόλαος και Σπυρίδων, στην Δημητσάνα. Τα κουβάλαγε με ένα μουλάρι τον Κίτσο.
Οι μπαρουτόμυλοι δουλεύανε με νερό. Τα νερά του Λούσιου πριν ξεχυθούνε στην χαράδρα, πέφτουν αφρισμένα πάνω στην πτερωτή και ανεβοκατεβαίνουν τα γουδιά , τα χαβάνια, κοπανάνε το κάρβουνο το νίτρο και το θειάφι και το κάνουν μπαρούτι. Βγάζουν πάνω από εκατό οκάδες την ημέρα.

Όταν ο Πάνος Μητρόπουλος μαχαίρωσε τον Λιά τον Πιλάλα , για ένα ο θεός να το κάνει χωράφι, οι κακές γλώσσες λένε και για τα γαλανά σαν την θάλασσα- που αυτός δεν την είχε δει ποτέ- μάτια της Καλομοίρας, η Μαρία κοπέλλα της παντρειάς πια, έμεινε μόνη της. Σε ένα τόπο δύσκολο κλεισμένο μέσα στα βουνά, που έτρεχε η Ιστορία ανυπόμονη για να τον συναντήσει. Ήρθαν καλά προξενιά από τα γύρω χωριά, μα αυτή αγαπούσε άλλον. Τον ξάδελφο από την μεριά της μάνας της, τον Λάμπρο με τα σγουρά μαλλιά και τα θλιμμένα μάτια.

Από παιδιά μαζί στις ορεινές περιπλανήσεις των μικρών κοπαδιών τους, είχαν μοιραστεί τις μυρωδιές και του φόβους των βράχων. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι που άφηναν την έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτη εκείνη την εποχή παιδική ηλικία, όπως αφήνουν τα φίδια το πουκάμισο τους, ανάμεσα στις ξερολιθιές και τα πουρνάρια. Η φύση των κορμιών που παλεύει να επιβιώσει πάνω σε μια λιπόσαρκη γή. Την πήρε αγκαλιά πρώτη φορά, να μην κρυώνει, όταν ξέσπασε ξαφνικά εκείνη η μπόρα, μέσα σε μια μικρή σπηλιά , ένα παλιό ασκηταριό. Σκόρπισε το κοπάδι , βούτηξαν ένα πρόβατο τα τσακάλια. Έβαλε τα κλάματα η Μαρία, της σκούπισε τα μάτια αυτός , της είπε θα της δώσει ένα δικό του. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Το βράδυ με το μάγουλο της να καίει από το χαστούκι του πατέρα της, τον είδε στον ύπνο της τον Λάμπρο η Μαρία. Να έρχεται με ένα πρόβατο στον ώμο, όπως ο Χριστός σε εκείνη την εικόνα της εκκλησίας του χωριού.

Ο Λάμπρος έφυγε από το χωριό, τον πήρε ο θείος του ο αρχιμανδρίτης, τον πήγε μοναχό στην Μονή Φιλοσόφου. Να μάθει γράμματα, να γίνει διάκονος και ποιός ξέρει…. Ίσως μια μέρα σαν τον Γιώργο τον γιο του Γκόζια του χρυσοχόου να γίνει μητροπολίτης των Παλαιών Πατρών ή ακόμα καλύτερα σαν του θείο του Γκόζια τον Γρηγόριο Αγγελόπουλο να γίνει Πατριάρχης. Έτσι ο Λάμπρος φόρεσε το ράσο και έγινε Ραφαήλ. Πριν φύγει της χάρισε της Μαρίας ένα μικρό ξύλινο σταυρό, τον φορούσε στο λαιμό του. Και ένα μικρό μπουκέτο με κίτρινα λουλούδια ασφάκας, με μια ανεμώνη στη μέση, κόκκινη σαν μια σταγόνα αίμα. Της σκούπισε τα μάτια, να μην κλαίει της είπε και θα της στείλει γράμμα , όταν μάθει να γράφει.

Αντίθετα με ότι θα περίμενε κανείς, το κενό που άφησε στην ζωή της η φυγή του Λάμπρου, δεν μίκρυνε τον κόσμο της αλλά τον μεγάλωσε. Γιατί όπως έγραψε αργότερα ο Κολοκοτρώνης, εκείνα τα χρόνια “ η κοινωνία των ανθρώπων ήτον μικρή, δεν είναι παρά η επανάστασις όπου εσχέτισεν όλους τους Έλληνες. Ευρίσκοντο άνθρωποι όπου δεν εγνώριζαν άλλο χωριό μακρυά μίαν ώρα από το δικό τους .” Έτσι ένα πρωί, φόρτωσε το μουλάρι τους με σπάρτα και ασφάκες και το μεσημέρι τα ξεφόρτωσε σε έναν από τους μπαρουτόμυλους των Αναγνωστόπουλων, στη Δημητσάνα. Για πρώτη φορά στην ζωή της άφηνε το χωριό της και δεν ήταν η επανάσταση αλλά ο καημός μέσα της. Να ξαναδεί τον Λάμπρο καλογεράκι πια, στην κρεμασμένη στους βράχους μονή Φιλοσόφου. Απέναντι, επίσης η κρεμασμένη στους βράχους μονή του Προδρόμου. Από κάτω και ανάμεσα τους ο θόρυβος του νερού, μέσα στην χαράδρα ο Λούσιος, το ποτάμι. Μάθαινε τα γράμματα ο Λάμπρος, να διαβάζει και να γράφει και μια από τις πρώτες λέξεις ήταν Μαρία, η μητέρα του Χριστού και η δική του Μαρία. Το κορίτσι με τις ασφάκες.

Τις μέρες που ο Υψηλάντης, ο “ιπποτικώτατος εξ ανατροφής” μονόχειρας πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, σήκωνε την τρίχρωμη (μαύρο, κόκκινο, άσπρο) σημαία της επανάστασης στα μέρη της Βλαχίας, το σπίτι, το γεμάτο βαρέλια μπαρούτι στο υπόγειο, του Αναγνωστόπουλου στην Δημητσάνα, ήταν ανάστατο. Ένας Έλληνας το είχε μαρτυρήσει στους Τούρκους και ένας Τούρκος το είχε μαρτυρήσει στον Αναγνωστόπουλο. Ερχόταν ένας μπουμπασίρης, ένας ανακριτής από την Τρίπολη για να δει τι γίνεται.
Έτυχε εκείνη την μέρα, να έχει έρθει στη Δημητσάνα με ασφάκες και σπάρτα η Μαρία. Αδειάζανε τις αποθήκες και τα υπόγεια τα γεμάτα μπαρούτι στο αρχοντικό του Αναγνωστόπουλου. Ο ανακριτής είχε φτάσει στη Βυτίνα. Τα έστελναν εδώ και εκεί. Φόρτωσαν και δυο μεγάλα κοφίνια με μπαρούτι στο μουλάρι της Μαρίας, βάλανε από πάνω, ξερά σύκα και καρύδια. Περίμενε να νυχτώσει η Μαρία και ξεκίνησε για το χωριό της. Θα τα έκρυβε στο κατώι.

Δεν είχε φεγγάρι, πέρασε στα σκοτεινά μέσα από την Ζάτουνα και όταν έφτασε στα βράχια της Αχτίκοβας πάνω από το χωριό της, στάθηκε να ξαποστάσει. Από πάνω ένας ουρανός πασπαλισμένος με αστέρια. Ξεκόλλησε ένα και χάθηκε. Την πήρε το παράπονο την Μαρία….να ξεκολλήσει άλλο ένα, να πέσει πάνω στα κοφίνια, να πάρουν φωτιά …..να πάρει την ηχώ ο αέρας να φτάσει στην χαράδρα του Λούσιου, να ξυπνήσουν τα κρεμασμένα στους βράχους μοναστήρια. Να βαρέσουν τα σήμαντρα. Καιγόταν και αυτή ολόκληρη, το κορμί της. Δίπλα της πάνω σε μιαν ασφάκα δυο πυγολαμπίδες, η μια πάνω στην άλλη..
Έφτασε στην Δημητσάνα την άλλη μέρα, ο μπουμπασίρης, ο ανακριτής, δεν βρήκε τίποτα, έκαναν εμπόριο με τα νησιά το μπαρούτι, του είπαν οι Αναγνωστόπουλο. Πήρε και μπαχτσίσι δώρα, έφυγε άπρακτος, γύρισε στην Τρίπολη.

Γέμισε το φεγγάρι, πέρασαν οι μέρες και ένα μήνα αργότερα εξαφανίστηκε πάλι από τον ουρανό. Πήρε μήνυμα η Μαρία, να φέρει πίσω το μπαρούτι. Ξεκίνησε όταν νύχτωσε, ήταν νύχτα ακόμη όταν έφτασε στη Δημητσάνα. Την περίμενε, το ξεφόρτωσε ο μπαρουξής, Γιάννης Χαιδόπουλος, το μουλάρι έξω από τον μπαρουτόμυλο. Τα φόρτωσε τα κοφίνια στα δικά του τα ζώα, θα τα πήγαινε στην μονή του Προδρόμου. Εκεί που πόδι Τούρκου δεν μπορούσε να πατήσει. Την ήθελε αυτός την Μαρία, ήταν σκοτεινά, ήταν μόνοι τους, έκανε να την αγκαλιάσει, τραβήχτηκε αυτή, τον έσπρωξε. Τρόμαξαν τα μουλάρια, γλίστραγε το καλντερίμι, είχε βρέξει το βράδυ, τσακίστηκε το πόδι του Γιάννη του μπαρουξή.
Τον πήρε μέσα η Μαρία, τον ξάπλωσε στο ξύλινο κρεβάτι, κοπάνησε κρεμμύδια τα άπλωσε πάνω στο πόδι του, το έδεσε, τον σκέπασε με μια βελέντζα. Θα τα πήγαινε αυτή τα φορτία στο μοναστήρι του είπε. Σταυροκοπήθηκε αυτός, βόγκηξε από τον πόνο. “Ο θεός να βάλει το χέρι του”.

Ξύπναγε το μοναστήρι, “πρωί σκοτίας ούσης έτι” για τον όρθρο, όταν έφτασε. Πήραν μέσα το μουλάρι, περίμενε απέξω αυτή. Αλλά τα βουνά της Αρκαδίας, γεμάτα λημέρια κλεφταρματολών εκείνη την εποχή, πάντα θα είναι τα όρη των διονυσιακών παθών. Γη του Πάνα και της Καλλιστούς της ερωμένης του Δία. Ίσως γι αυτό και Άρκα- Δια, ο κοιτώνας του Δία.
Κρυώνει μόνη μέσα στο σκοτάδι η Μαρία, όταν απέναντι στη μονή του Φιλοσόφου, ξεπήδησε η φλόγα ενός λαδολύχναρου και φώτισε ένα κελί. Έτσι λοιπόν ξαφνικά, και χωρίς να το σκεφτεί, με ένα καυτό λυγμό πήρε το μονοπάτι, κατηφόρισε στο ποτάμι. Να περάσει απέναντι. Μα το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο. Σέρνει λιθάρια ριζιμιά , δέντρα ξεριζωμένα.

Την Μαρία την βρήκαν δυο τρεις μέρες αργότερα, πνιγμένη στην όχθη του Λούσιου, κάτω από την γέφυρα της Καρύταινας. Έφτασε το νέο στα μοναστήρια, για ένα κορίτσι πνιγμένο, με ένα μικρό ξύλινο σταυρό στο λαιμό. Κατέβηκε στον κάμπο ο Λάμπρος, την πήρε με το άλογο, την ανέβασε πάλι στα βουνά, όχι σε αυτά τα γεμάτα έλατα. Στα άλλα δίπλα, τα γυμνά με τους γκρίζους βράχους που πάνω τους φυτρώνουν μόνο πουρνάρια, σπάρτα και οι ασφάκες με τα κίτρινα ανθάκια τους.
Αυτά έγιναν, εκείνες τις μέρες, που όπως γράφει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και εγώ αντιγράφω” “Εις δε την Καρύταιναν μετέβη ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εκ της Μάνης Και ενωθείς μετά των Δελιγιανναίων έλαβον τα όπλα. Ομοίως και εις άλλας επαρχίας διεδόθη το πνεύμα της Επαναστάσεως και ωπλίζοντο οι Έλληνες.”

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Δημήτρης Κωστόπουλος γεννήθηκε στο Περιστέρι και εργάστηκε ως καθηγητής στην Μ Ε. Άλλα βιβλία του είναι η ποιητική συλλογή “Τα Δίπροκα” εκδ “Δίπτυχο” 1991, “Βαλκάνια: Η Οικογεωγραφία της Οργής” εκδ “Στοχαστής” 1994, “Ο Νταβέλης στο Σικάγο: το Γουέστερν της Ανάπτυξης” εκδ “Ευώνυμος” 2005 και η συλλογή διηγημάτων “Ο Φονέας και ο φονιάς” εκδ “Κέδρος” 2015. Τον Δεκέμβριο θα κυκλοφορήσει από τις εκδ “Αλεξάνδρεια” το μυθιστόρημα του “Η Κιμωλία”