Το κούτσουρο
Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
Το κούτσουρο ήταν από τις λίγες λέξεις που από μικρό παιδί μίσησα. Κι όσοι έβαζαν στο στόμα τους αυτή τη λέξη ήθελα, χωρίς υπερβολή, να τους σκοτώσω. «Να τους σφάξω στο κούτσουρο» ή όταν με έπιαναν οι καλοσύνες μου επιεικώς «να τους δαγκώσω τον καρδυλάγγο». Το κούτσουρο είναι απελέκητο, μεγάλο κομμάτι από χοντρό κορμό δέντρου. Μεταφορικά το κούτσουρο αφορούσε τον ακαλλιέργητο, τον χοντρόμυαλο και κατά συνέπεια τον αγράμματο. «Διάβασε μωρέ λυκοσκιλ’σμένο, θα σε μουστρίσω. Μη μείνεις γκαζοτενεκές σ’ όλη σου τη ζωή, κούτσουρο αληθινό».
Ήταν τότε που μαθαίναμε για τα φωνήεντα. Και μας τα μάθαιναν με εξαιρετικό τρόπο. «Η πνοή, το φύσημα, το αεράκι το εξερχόμενο εκ του λάρυγγός μας είναι λεπτό, βραχύ διό και βραχέα εκλήθησαν». Ούτε που καταλάβαινα την τύφλα μου. (Μάλλον στο κούτσουρο έβαζαν τα φωνήεντα!) Και γι’ αυτό άκουσα τα ανήκουστα. «Το μυαλό του είναι από στουρνάρ’. Θα το βγάλουμε, θα το πάμε στον σπαστήρα, θα το κάνουμε γαρμπίλ’ και θα σπείρουμε κανά τρίμα γράμμα. Κούτσουρο σου λέω αληθινό».
Παράλληλα τη λέξη κούτσουρο την είχα ταυτίσει με τη λέξη κ’τσιούπ’ που αφορούσε τμήμα χοντρού κορμού δέντρου, που χρησιμοποιείται από τον χασάπη για να τεμαχίζει επάνω του το κρέας. Αυτό το αγαπούσα γιατί ήθελα να πελεκήσω μερικούς -γκάπα, γκούπα- απάνω του.
Να διευκρινίσουμε πως δεν έχει καμιά σχέση το κ’τσιούπ’ με την γκουτσπιά (γκουτσουπιά), είδος φυλλοβόλου δέντρου με ωραίους μοβ θυσάνους λουλουδιών, με τα οποία στολίζαμε τον Επιτάφιο. Τα γκουτσπόφλλα, τα φύλλα δηλαδή της γκουτσπιάς τα χρησιμοποιούσαν οι μανάδες μας για να προστατεύουν το ροκίσιο ψωμί (την κουλούρα) από τη στάχτη της χόβολης, μέσα στην οποία την έψηναν. Τα φύλλα της τα έκαναν αρμάθες, τα αποξέραιναν στον ίσκιο και τα χρησιμοποιούσαν και τον χειμώνα, αφού τα έβαζαν πρώτα στο νερό να μουλιάσουν, για να μην τρίβονται.
Τα κ’τσιούπια τα χρησιμοποιούσαν και σαν καθίσματα. Όταν όμως κατάλαβα πως κ’τσιούπ’ χαρακτηρίζεται ο βραδύνους, ο αγράμματος, ο βλάκας πάλι άρχισα τις εγκληματικές σκέψεις. «Να τους στρίψω το λαρύγγ’, να τους φάω τον καταπιόνα». Τα κούτσουρα είναι για να τριζοβολούνν στο τζάκι να κάνουν καρνίθρα και να πυρωνόμαστε… Προς διευκρίνιση είναι και η λέξη γκουτζμπέλ(ι), το μικρό δηλαδή ακανόνιστο κούτσουρο από ξεριζωμένο δέντρο, συνήθως από θάμνο, η «ρίζα». Μεταφορικά γκουτζμπέλ λέμε τον κοντόχοντρο, αμπλάνιστο άνθρωπο.
«Τι να σ’ πω μωρέ άνθρωπέ μ’. Αυτό είναι ντιπ μόσκ’. Δε νογάει τίποτε». Αυτά είπε κάποτε ένας καθηγητής μου στον παππού μου. Μόσκ’ ετούτος, κούτσουρο ο άλλος, κ’τσιούπ’ ο παραπέρα έχασα και το όνομα αλλά και τη λαλιά μου. Δεν μιλούσα σε κανέναν. Όλοι έλεγαν πως κάτι έπαθα. Αποχή ομιλίας. Η μάνα μου έβραζε τσουκνίδες και κάτι άλλα -α, πα, πα- απερίγραπτης γεύσεως και μυρωδιάς, τα έβαζε κάτω από το εικόνισμα και την άλλη μέρα με έβαζε να τα ρουφήξω. Αγίασμα το έλεγε, δηλητήριο το ένιωθα.
«Α, πα, πα. Πουλάτε τη μέρα και αγοράζετε νύχτα μωρέ διαολοταραμένα. Όλ’ την νύχτα φουρλατάτε και τη μέρα είστε κούτσουρα στον ύπνο», ήταν συνηθισμένα τα λόγια της γιαγιάς.
«Τι κουφάλα είναι αυτή; Ούτε σε κούτσουρο δεν έχω δει». Ήταν η γνωμάτευση της Αλέξω, οδοντίατρος -λέμε τώρα- στο Τζουμέρκο. Με έβαλε κάτω και με στούμπισε με τον τρόπο της στο κούτσουρο. Στην αρχή μου έβαλε στην περιοχή του χαλασμένου δοντιού λιβάνι αλλά όταν είδε πως δεν γινόταν τίποτε, γιατί συνεχιζόταν ο πόνος μου έδωσε και ήπια σχεδόν μια μισιοκάρα τσίπουρο, με δίπλωσε κάτω και μου το έβγαλε το δόντι. Ένιωσα πώς με σφάζουν στο κούτσουρο! Να μην το πάθει άνθρωπος…